Της Ιωάννας Μήτση,
Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, η αφετηρία της οποίας τοποθετείται το έτος 1825, χαράσσεται στη μνήμη των ανθρώπων ως ένα υψίστης σημασίας πολεμικό γεγονός για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι ίδιοι, έχοντας περάσει μέσα από ένα κυκεώνα δυσκολιών και διενέξεων, επιζητούν ακόμη την ελευθερία, την ανεξαρτησία και συνεπώς τη λύτρωση. Η σπουδαιότητα του γεγονότος αυτού αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την πένα του εθνικού μας ποιητή, του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος εμπνεύστηκε από τα τραγικά γεγονότα και εν συνεχεία έγραψε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Μετά την πρώτη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου, το 1822, ο Σουλτάνος επανέρχεται με νέο σχέδιο και αναθέτει, για δεύτερη φορά, την αρχηγία στον Ρούμελη βαλεσή Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, γνωστό και ως Κιουταχή, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της ολέθριας ήττας των Ελλήνων στην τραγωδία του Πέτα. Στις 15 Απριλίου 1825, λοιπόν, ο Κιουταχής φθάνει έξω από το Μεσολόγγι με μία στρατιά τεράστιας έκτασης περίπου 20.000 ανδρών, πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Η εμπροσθοφυλακή του, μεγέθους 6.000 ανδρών, φτάνει στις 12 Απριλίου έξω από την πόλη, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί πλήθος κατατρεγμένων προσφύγων, τόσο από τη Στερεά Ελλάδα όσο και από την Πελοπόννησο.
Οι 400 άνδρες που φυλούσαν το στρατηγικής σημασίας πέρασμα του Κραβασαρά και της Λαγκάδας, με ηγέτες τους τον Νότη Μπότσαρη, τον Γιάννη Σιούκα και τον Σπηρομήλιο, υποχώρησαν σε νέες θέσεις. Κατόπιν ασυνεννοησίας, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και αυτές, μπαίνοντας εν τέλει στο Μεσολόγγι προς ενίσχυση των αμυνομένων, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Δημήτρης Μακρής, κατόπιν εντολής της «Διευθυντικής Επιτροπής της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας». Εντός της πόλης, συμμετέχοντας με γενναιότητα στην προετοιμασία της άμυνας, βρισκόταν και ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ως ηγέτης των Μεσολογγιτών υπερασπιστών. Η προαναφερθείσα επιτροπή δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τουρκικές επιθέσεις στην περιοχή, όσο η προσοχή ήταν στραμμένη στην αντιμετώπιση του Ιμπραήμ.
Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου διακρίνεται σε δύο φάσεις: την πρώτη φάση, που διαρκεί από τις 15 Απριλίου έως και τις 12 Δεκεμβρίου 1825, και τη δεύτερη, η οποία εκτείνεται από τις 25 Δεκεμβρίου έως και τις 11 Απριλίου 1826. Στο συγκεκριμένο άρθρο, θα αναφερθούμε αποκλειστικά και διεξοδικά στην πρώτη φάση της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου. Λόγω του εμφυλίου πολέμου, αλλά και των τουρκικών δυνάμεων, που υπερείχαν σε μεγάλο βαθμό έναντι των ελληνικών, οι Μεσολογγίτες χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια από άλλους παράγοντες βρέθηκαν επί έναν ολόκληρο χρόνο να αντιστέκονται σθεναρά εναντίον της υπερμεγέθους τουρκικής στρατιάς. Οι Τούρκοι αρκετές ήταν οι φορές που έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος του Μεσολογγίου, πληρώνοντας ακριβά σε νεκρούς και τραυματίες το ατόπημά τους αυτό.
Κατά το διάστημα της πρώτης φάσεως, οι δυνάμεις του Κιουταχή αποπειράθηκαν, σταδιακά, να πλησιάσουν τις οχυρώσεις των Ελλήνων, κατασκευάζοντας χαρακώματα παράλληλα με τα τείχη της πόλεις. Στις 25 Ιουλίου 1825, διαδραματίζεται μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή, η οποία όμως αποτυγχάνει και τρεις μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός αντεπιτίθεται, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Ευτυχώς για τους Έλληνες, οι Τούρκοι δεν κατάφερναν να τους πολιορκήσουν διά θαλάσσης, με τις απόπειρες αυτές να προσκρούουν στο γρανιτένιο τείχος του στόλου του Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος όχι μόνο τις κατέστειλε, αλλά ταυτόχρονα ενίσχυε την πόλη με πολεμοφόδια και τρόφιμα.
Διαπιστώνοντας την πίεση που λάμβαναν οι Μεσολογγίτες, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Κίτσος Τζαβέλλας, με ισχυρή δύναμη 3.000 πολεμιστών και με την εντολή της κυβέρνησης, συνέστησαν στρατόπεδο σε κοντινή απόσταση από το τουρκικό ασκέρι και παρενοχλούσαν συστηματικά, με ξαφνικές επιθέσεις, τις δυνάμεις του Κιουταχή, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να χαλαρώσουν για λίγο την πολιορκία στο ταλαιπωρημένο Μεσολόγγι. Πέρα από τον Καραϊσκάκη, και άλλοι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς, όπως ο Χρήστος Φωτομάρας και ο Αντρίτσος Σάφακας, επιτέθηκαν στον στρατό του Κιουταχή, συμβάλλοντας στην υποχώρησή του. Λόγω βέβαια και της πίεσης που ασκούσε ο ελληνικός στον τουρκικό στόλο, αναγκάζεται και αυτός να καταφύγει, μετά από αλλεπάλληλες ναυμαχίες στις οποίες ηττάτο, στην τότε αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά.
Αρκετές φορές ο Κιουταχής ανάμεσα στις επιθέσεις του ζητούσε, μέσω διαπραγματεύσεων, την παράδοσή της πόλης. Όμως, οι τουρκικές προτάσεις απορρίπτονταν από τους γενναίους υπερασπιστές. Το Μεσολόγγι αποπειράθηκε εκ νέου να αποκλείσει διά θαλάσσης ο στόλος των Οθωμανών, με επικεφαλής τους Μεχμέτ Χιουρέφ πασά και Γιουσούφ πασά, οι οποίοι κατόρθωσαν να προσπελάσουν με μικρά κανονιοφόρα πλοιάρια τη ρηχή λιμνοθάλασσα. Οι πολιορκητές ξεκίνησαν εκ νέου τις εφόδους, αλλά οι Μεσολογγίτες αμύνονταν με επιτυχία επιδιορθώνοντας τους προμαχώνες και διενεργώντας αλλεπάλληλες εξόδους.
Στις 3 Ιουλίου, ο ελληνικός στόλος επανέρχεται δριμύτερος, εκδιώκοντας τους Τούρκους και μεταφέροντας τρόφιμα στο Μεσολόγγι. Στο τουρκικό στρατόπεδο, μολονότι οι απώλειες ήταν σημαντικές και οι λιποταξίες συχνές, ο Κιουταχής αποφάσισε τη συνέχιση της πολιορκίας. Να σημειωθεί πως οι πολιορκητές, πέραν των παρενοχλήσεων από τους Έλληνες που βρίσκονταν στις γύρω περιοχές, είχαν να αντιμετωπίσουν και τις φονικές εξόδους των πολιορκημένων, οι οποίοι μάχονταν με ζήλο αξιοθαύμαστο, καθώς επίσης και την πείνα, με τις τροφές να εξαντλούνται και τις εφοδιοπομπές να δυσκολεύονται να φτάσουν σε αυτούς.
Στις αρχές του Αυγούστου, η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύεται με 1.500 άνδρες και αρκετούς οπλαρχηγούς, όπως τον Κίτσο Τζαβέλλα, τον Γεωργάκη Βαλτινό και τον Σιαδήμα, ενισχύοντας την άμυνα και το καταπονημένο ηθικό των πολιορκημένων. Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος πέρασαν με συνεχείς επιθέσεις, με τους Οθωμανούς να προσπαθούν, πότε γιουρούσια συντονισμένα, πότε με ξαφνικές νυχτερινές και πότε με ανατινάξεις υπονόμων, να κάμψουν τη χαλύβδινη αντίσταση των πολιορκημένων. Οι Έλληνες, μαχόμενοι με κέφι και υψηλό ηθικό, μετέτρεπαν κάθε απόπειρα σε εκατόμβη.
Ξεχωριστή μνεία αξίζουν τόσο ο μηχανικός Κοκκίνης, ο οποίος έπαιξε μείζονα ρόλο στη συντήρηση και βελτίωση των οχυρώσεων, καθώς και οι λαγουμιτζήδες Παναγιώτης Σωτηρόπουλος και Κώστας Χαρμοβίτης, οι οποίοι όχι μόνο εμπόδισαν τους Τούρκους να ανατινάξουν τις «ντάπιες» τους, αλλά ανατίναζαν, σε επικίνδυνες επιχειρήσεις, τους εχθρικούς υπονόμους και τα χαρακώματα των ανυποψίαστων αντιπάλων.
Ωστόσο, στις 6 Νοεμβρίου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος εμφανίζεται, αποβιβάζοντας στο Κρυονέρι 8.000 Αιγύπτιους στρατιώτες. Στις 26 Δεκεμβρίου, φτάνει στο στρατόπεδο ο Ιμπραήμ Πασάς. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί, καθώς και Αιγύπτιοι αριθμούν πάνω από 25.000 άνδρες, με πυροβολικό που διέθετε τις πιο σύγχρονες καινοτομίες της εποχής και που επόπτευαν Γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες αριθμούσαν μόνο 4.000 μαχητές, γεγονός που αποδείκνυε πόσο άνιση ήταν η αναμέτρηση μεταξύ τους. Μετά τους πρώτους μήνες ασφυκτικών πιέσεων, η τακτική που ακολουθούσε ο Κιουταχής, μετά από κάποιες άκαρπες επιθέσεις, οι οποίες τον ανάγκασαν σε υποχώρηση στο Ζυγό, ήταν ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, πλήττοντας την οχύρωση και την ηρεμία των κατοίκων και των μαχητών. Η πρώτη φάση της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου, παρά τις αλλεπάλληλες εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, και τον ασφυκτικό κλοιό, οι πρώτοι κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στις αντίξοες συνθήκες. Οι Μεσολογγίτες ανέμεναν με αγωνία τις εξελίξεις, ανησυχώντας έντονα για τα νέα σύννεφα, που έφτασαν μαζί με τον Αιγύπτιο πασά, πάνω από την πόλη τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χ. Ι. Βλασσόπουλου (1930) Ημερολόγιον του Αγώνος. Αθήναι: Εκδοτ. Οίκος Δημητράκου Α. Ε.
- Αρχεία Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας (1941), Νικολάου Κ. Κασομούλη Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833 Τόμος Β΄ (Επιμ. Φ. Σ. Δραγούμης) Αθήνα: Τυπογρ. Ιω. Βάρτσου.
- Δ. Φωτιάδης (1965), Το Μεσολόγγι το Έπος της Μεγάλης Πολιορκίας. Αθήνα: Εκδόσεις Κυψέλη.
- Α. Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1825» σε Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄: Η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1832). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.