10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ προέλευση του Common Law και οι διαφορές του με το Ευρωπαϊκό...

Η προέλευση του Common Law και οι διαφορές του με το Ευρωπαϊκό Ηπειρωτικό Δίκαιο


Της Παναγιώτας Προβατά,

Ο σημερινός νομικός κόσμος χαρακτηρίζεται από έναν πλουραλισμό νομικών συστημάτων, τα οποία εύλογα έχουν διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές. Μπορεί χωρίς αμφιβολία ωστόσο να υποστηριχθεί ότι όλα τα νομικά συστήματα έχουν δεχθεί επιρροές από άλλα νομικά συστήματα και αυτή είναι μια πολύ απλή εξήγηση για τα κοινά σημεία και ρυθμίσεις που μπορεί να εντοπίσει κανείς μεταξύ των διαφορετικών νομικών συστημάτων και δικαιικών πολιτισμών. Η σύγκριση και η ταξινόμηση των νομικών συστημάτων έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το συγκριτικό δίκαιο, το οποία παρέχει και τους λόγους για τους οποίους είναι ιδιαίτερα σημαντική η σύγκριση των συστημάτων. Μελετώντας διαφορετικά νομικά συστήματα από και ρυθμίσεις διαφορετικές από τις ισχύουσες στη χώρα σου διευρύνεις το πεδίο γνώσεων σου σχετικά με το δίκαιο και απαλλάσσεσαι από προκαταλήψεις οι οποίες ενδέχεται να σε διακατέχουν. Παράλληλα μπορείς να εξετάσεις τις διαφορετικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος, όπως αυτό εμφανίζεται στο συγκεκριμένο νομικό σύστημα και να προσαρμόσεις τις νέες ιδέες και ρυθμίσεις στο δικό σου νομικό πολιτισμό. Πέρα από τα παραπάνω οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που ακολουθούνται για ένα ζήτημα φανερώνουν και τις αντίστοιχες κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν γύρω από αυτό και τον τρόπο με τον οποίο ο εκάστοτε νομοθέτης θέλησε να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά ζητήματα.

Η σύγκριση που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη νομική επιστήμη είναι αυτή του κοινοδικαίου με τα δίκαιο των ευρωπαϊκών ηπειρωτικών χωρών. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο αυτών νομικών συστημάτων έχουν προβληματίσει έντονα το νομικό κόσμο και έχουν εγείρει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα τους στην επίλυση των νομικών ζητημάτων και των διενέξεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, χρήσιμη θα ήταν η σύντομη ανάλυση των δύο αυτών νομικών συστημάτων. Όσον αφορά το κοινοδίκαιο, αυτό έχει άμεσα επηρεάσει πολλά εκατομμύρια ανθρώπων και αποτελεί το δίκαιο που επικρατεί στην πλειονότητα των αγγλόφωνων κρατών, δηλαδή στην Αγγλία, στην Ιρλανδία, στις Η.Π.Α. (εκτός από την πολιτεία της Λουιζιάνα), στον Καναδά (εκτός από το Κεμπέκ), στη Νέα Ζηλανδία και στην Αυστραλία. Ειδικά για το Ηνωμένο Βασίλειο, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός πως κατά το διεθνές δίκαιο λογίζεται ως ένα ενιαίο κράτος, στην πραγματικότητα αποτελείται από τρία νομικά συστήματα, ελαφρώς διαφοροποιημένα μεταξύ τους, το σύστημα της Αγγλίας και της Ουαλίας, της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ιστορικά, το αγγλικό κοινοδίκαιο έχει μερική επιρροή στο νομικό σύστημα της Σκωτίας, ενώ αντίθετα ευθέως επηρέασε το σύστημα της Ιρλανδίας. Το αγγλοσαξονικό δίκαιο έχει επηρεασθεί ελάχιστα από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο και αποτελεί τη βάση των δικαίων των περισσότερων ευρωπαϊκών ηπειρωτικών κρατών.

To αγγλικό κοινοδίκαιο διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό την περίοδο μετά τη νορμανδική κατάκτηση του 1066, από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή και έχει ως κύριες πηγές την αρχαιότερη σαξονική και τη μετέπειτα νορμανδική, που εισήχθη με τη νορμανδική κατάκτηση. Ειδικότερα οι Αγγλοσάξονες μετά την άνοδο του Αλφρέδο του Μέγα στο θρόνο(871, είχαν αναπτύξει ένα σώμα κανόνων που παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τους κανόνες που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, οι οποίοι κανόνες ήταν ως επί το πλείστον βασισμένοι σε τοπικά έθιμα. Η εκκλησία έπαιζε καίριο ρόλο στη διακυβέρνηση, ενώ τα εγκλήματα αντιμετωπίζονταν ως λάθη για τα οποία οι παθόντες αποζημιώνονταν. H νορμανδική κατάκτηση δεν οδήγησε στην ολοκληρωτική εξάλειψη του αγγλοσαξονικού δικαίου, αλλά αντίθετα είχε ως αποτέλεσμα τη σύμμειξη στοιχείων αγγλοσαξονικού και νορμανδικού δικαίου.

Πηγή εικόνας: Commons.wikimedia.org

Στοιχεία του αγγλοσαξονικού δικαίου που επιβίωσαν μετά τη νορμανδική κατάκτηση ήταν το σύστημα των ενόρκων, τα βασανιστήρια ή οι μονομαχίες, από τα οποία συναγόταν και το τεκμήριο ομολογίας ενός εγκλήματος, ο θεσμός του outlawry (φυγοδικία), που εφαρμοζόταν κυρίως σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας και στην διάπραξη κακουργημάτων, όταν ο κατηγορούμενος αρνούνταν να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που είχε αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης του, με αποτέλεσμα να στερείται όλα τα δικονομικά του προνόμια ή ακόμα και τα πολιτικά του δικαιώματα και να καταδικάζεται ως εκ τούτου αμετάκλητα. Διατηρήθηκε εκτός των άλλων και το σύστημα των writs, τα οποία εκδίδονταν από τη γραμματεία του Βασιλιά, στο όνομα του τελευταίου, έπειτα από αίτηση του ενδιαφερομένου και τα οποία διέτασσαν τον εναγόμενο να συμμορφωθεί με την απαίτηση του ενάγοντα ή να προσέλθει σε δίκη και να συμμορφωθεί με την απαίτηση του δικαστηρίου. Τα writs κατέστησαν τα δικαστήρια βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης του δικαίου και κατέδειξαν πέρα των άλλων τον κυρίαρχο ρόλο των δικονομικών κανόνων καθώς και την απουσία διάκρισης ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, αφού όλα τα writs εκδίδονταν στο όνομα του Βασιλιά. Αποτέλεσμα του παραπάνω ήταν ακόμα και  μια δικαστική διαμάχη μεταξύ ιδιωτών να θεωρείται συμβολικά ως μια διαμάχη μεταξύ του Στέμματος και του μη συνεργαζόμενου μέρους. Τα writs μετά το 1875 καταργήθηκαν γιατί έκαναν αρκετά δύσκαμπτη την απονομή της δικαιοσύνης και δεν συμπορεύονταν με τις κοινωνικές εξελίξεις.

Από την άλλη οι Νορμανδοί μιλούσαν τη γαλλική γλώσσα και είχαν έντονα ανεπτυγμένο το εθιμικό δίκαιο  χωρίς να έχουν επαγγελματίες δικηγόρους ή δικαστές, αλλά κληρικούς που δρούσαν παράλληλα ως διοικητές τους. Aξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι κληρικοί γνώριζαν ρωμαϊκό δίκαιο καθώς και του κανόνες της χριστιανικής εκκλησίας (Canon Law), oι οποίοι και εφαρμόστηκαν στα αγγλικά εκκλησιαστικά δικαστήρια. Αντίθετα το ρωμαϊκό δίκαιο είχε ελάχιστη επιρροή στο αγγλοσαξονικό, όπως και προαναφέρθηκε και αυτό πιθανότατα οφείλεται στην ταχύτατη εδραίωση του εθιμικού αγγλοσαξονικού και νορμανδικού δικαίου.

Μετά τη νορμανδική κατάκτηση, η νομοθετική, εκτελεστική και η δικαστική εξουσία συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του Βασιλιά και των μελών του Βασιλικού Συμβουλίου, του Curia Regis, πράγμα που άλλαξε από τον 12ο αιώνα οπότε και το Curia Regis διασπάσθηκε σε περισσότερους θεσμούς ένας εκ των οποίων ήταν και τα Βασιλικά Δικαστήρια του Westminster, τα οποία απένειμαν τη δικαιοσύνη στο όνομα του Βασιλιά, εκδίκαζαν διαφορές για δικαιώματα επί γης και σοβαρά ποινικά αδικήματα. Οι δικαστές των Βασιλικών Δικαστηρίων ταξίδευαν σε όλη τη χώρα προκειμένου να εκδικάσουν υποθέσεις, για την επίλυση των οποίων εφάρμοζαν το δίκαιο και τους εθιμικούς κανόνες του Westminster, τόσο στις αστικές όσο και στις ποινικές υποθέσεις ενώ παράλληλα εξοικειώνονταν και με τους εθιμικούς κανόνες που επικρατούσαν σε κάθε περιοχή, oι οποίοι και προστίθεντο στο δίκαιο του Westminster βαθμίαια. Ως εκ τούτου διαπλάσθηκε από τα δικαστήρια το common law, δίκαιο βασισμένο στη δικαστηριακή πρακτική, τα οποία προκειμένου να δικάσουν χρησιμοποιούσαν προηγούμενες αποφάσεις, εφόσον επρόκειτο για όμοιες υποθέσεις. Δημιουργήθηκε έτσι το stare decisis, ο απόλυτος σεβασμός και η εφαρμογή  του δικαστικού προηγουμένου. Ουσιαστικά δηλαδή το common law πρόκειται για ένα δίκαιο δικαστικό υπό την έννοια ότι σε μεγάλο βαθμό έχει δημιουργηθεί από δικαστές, οι οποίοι έχουν κανονιστική εξουσία αρκετά πιο διευρυμένη από αυτή των δικαστών στα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά δίκαια και εδώ είναι που έγκειται μια βασική διαφορά μεταξύ του κοινοδικαίου και των ηπειρωτικών δικαίων. Παρά το γεγονός ότι το κοινοδίκαιο είναι δίκαιο δικαστικό, δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει την ισχύ νομοθετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι μάλιστα πολλαπλασιάζονται στις χώρες του common law, ενισχύοντας το stare decisis. Eξάλλου σχετικά με το τελευταίο έχε υποστηριχθεί πως πρέπει να εφαρμόζεται μόνο εφόσον δεν αντίκειται στον ορθό λόγο και μόνο αν είναι σύμφωνο με τις μεταβαλλόμενες ολοένα κοινωνικές συνθήκες.

Το δύσκαμπτο, εξαιτίας των writs, σύστημα του κοινοδικαίου, ήρθε να βελτιώσει η αρχή της equity, η οποία αποτελεί επίσης προϊόν της δικαστηριακής πρακτικής. Πιο συγκεκριμένα, εφαρμοζόταν για να καλύψει κενά που υπήρχαν στο common law, καθώς και όταν οι αποφάσεις του common law φαίνονταν αντίθετες στη δικαιοσύνη. Ουσιαστικά η equity συνδύαζε τις αντιλήψεις της ρωμαϊκής aequitas με αυτές της αρχαιοελληνικής επιείκειας. Αποτελεί ένα σύστημα που εξυπηρετεί με τον πιο δίκαιο τρόπο τα συμφέροντα ενός ατόμου με μερικά από τα βασικά αξιώματα της να είναι η αποκατάσταση σε περίπτωση παραβίασης του δικαίου, το ενδιαφέρον για την πρόθεση παρά για τον τύπο, η ισότιμη κατανομή οφελών και βαρών, την προσφυγή σε αυτή μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει καθαρή συνείδηση και εφόσον δεν έχει δείξει υπαίτια συμπεριφορά. Η ευρύτατη εφαρμογή της την κατέστησε πλέον ως μια γενική μορφή δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων και από εκεί που θεωρούνταν ξεχωριστό σύστημα από το common law, πλέον τα συστήματα αυτά έχουν ενοποιηθεί.

Πηγή εικόνας: Youtube.com

Σε αντίθεση με το common law, τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια (παράδοση του civil law) έχουν ως βασικό κορμό το ρωμαϊκό δίκαιο και ειδικότερα το δίκαιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όπως το ερμήνευσαν οι γλωσσογράφοι και αργότερα οι πανδεκτιστές. Το ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσε μια δευτερεύουσα πηγή -εφαρμοζόταν, δηλαδή, μόνο όπου υπήρχε κενό στους τοπικούς νόμους, οι οποίοι και ερμηνεύονταν βάσει αυτού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό και μια κύρια διαφορά με το common law είναι πως τα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια έχουν υποστεί εκτεταμένη και έντονη κωδικοποίηση, με σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας δικαίου, τη συστηματοποίηση της μελέτης του δικαίου και την επιλογή των -θεωρούμενων ως αποτελεσματικότερων- κανόνων για την αντιμετώπιση ενός κοινωνικού προβλήματος. Η συστηματοποίηση, που αναπτύχθηκε και σε μεγάλο βαθμό στα πανεπιστήμια, οδήγησε στο σχηματισμό διαφορετικών κλάδων δικαίου. Η νομοθεσία στο civil law έχει τη μέγιστη σημασία, ενώ παράλληλα οι προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν δεσμευτική ισχύ, πράγμα που συμβαίνει με το common law. Oι αποφάσεις στο civil law είναι οι πλέον ορθολογικές, βασίζονται και απορρέουν απευθείας από το νομοθετικό σύστημα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του common law που το διαφοροποιεί από το civil law είναι και η ελαστικότητα των πηγών του, η ρεαλιστική χροιά των νομικών μεθόδων που αντανακλάται στην περιπτωσιολογική και εμπειρική ρύθμιση των ζητημάτων, σε αντίθεση με το civil law όπου κυριαρχεί η αφηρημένη και απαγωγική συλλογιστική, εκφραζόμενη μέσα από γενικές ρήτρες και τις δογματικές κατασκευές.

Ωστόσο, ένα κοινό μεταξύ των δύο συστημάτων θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ότι ο δικαστής του common law, προκειμένου να απονείμει δικαιοσύνη, βασίζεται όχι μόνο στο δικαστικό προηγούμενο αλλά και στις αρχές του ορθού λόγου και του φυσικού δικαίου, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Η θεμελιώδης διαφορά των δύο αυτών νομικών συστημάτων έγκειται, όμως, στη δομή αυτών των δικαίων. Παρατηρούνται πολλές διαφορές στις νομικές έννοιες που χρησιμοποιούν τα δύο αυτά συστήματα, οι οποίες στο αγγλοσαξονικό δίκαιο έχουν τη ρίζα τους στη φεουδαρχική προέλευση του common law και κυρίως στη δομή της ιδιοκτησίας και στον δικονομικό χαρακτήρα του common law (βλ. writs).

Μέχρι και σήμερα είναι δύσκολο να εκφραστεί η γνώμη για το ποιο από τα δύο νομικά συστήματα υπερισχύει. Το σίγουρο είναι ότι και τα δύο συστήματα έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τα οποία θα ανακαλύψει κανείς αν επιχειρήσει να τα μελετήσει συγκριτικά. Παραδείγματος χάριν, ένα μειονέκτημα της περιπτωσιολογικής ρύθμισης που επικρατεί στο κοινοδίκαιο είναι η αδυναμία συμπερίληψης  και ρύθμισης μορφών συμπεριφοράς που δεν είναι ρητά διατυπωμένες στο νόμο, ενώ μειονέκτημα των γενικών ρητρών είναι ο υπερβολικά αφηρημένος χαρακτήρας τους και το ευρύτατο πεδίο εφαρμογής που μπορεί πολλές φορές να δημιουργεί μια ανασφάλεια δικαίου. Και στις δύο περιπτώσεις, κενά ωστόσο μπορούν να καλυφθούν με προσφυγή στα ερμηνευτικά εργαλεία και στον ορθό λόγο. Θεωρώ πάντως πως το κάθε νομικό σύστημα και οι κανόνες του, έχουν αποκρυσταλλωθεί με τέτοιο τρόπο στις κοινωνίες που τους εφαρμόζουν, με αποτέλεσμα να έχουν προσαρμοστεί πλήρως στις κοινωνίες και να λογίζονται ως οι πλέον κατάλληλοι για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε άλλο σύστημα να εφαρμοζόταν να αποτύγχανε παταγωδώς. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι τα δύο αυτά συστήματα, το common law και το civil law, έχουν διαφορετική ιστορική και πολιτισμική προέλευση και ρυθμίζουν με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα που προκύπτουν, ο οποίος εδράζεται και στην προέλευση τους, με αποτέλεσμα η αντικατάσταση του ενός από το άλλο, για παράδειγμα σε μια χώρα όπου μέχρι πρότινος εφαρμοζόταν το civil law να εφαρμοστεί το common law, να μην ανταποκρίνεται στις επικρατούσες σε αυτή συνθήκες. Τα συστήματα αυτά είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτισμικών ζυμώσεων και εφαρμόζονται εδώ και αιώνες στις χώρες που τα εφαρμόζουν αντιστοίχως, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο να «ξεριζωθούν» και να αντικατασταθούν.


Πηγές
  • Συγκριτικό Δίκαιο, Ελίνα Ν. Μουσταιρα

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτα Προβατά
Παναγιώτα Προβατά
Είναι 20 χρονών και σπουδάζει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει λάβει μέρος σε προσομοιώσεις και συνέδρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της. Αγαπάει την ανάγνωση βιβλίων, τη μουσική, τα ταξίδια, τις θεατρικές παραστάσεις και τις συναυλίες και γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Αυτή την περίοδο εργάζεται στον τομέα προώθησης προϊόντων, ενώ στον ελεύθερο χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα το στίβο, στο χώρο του οποίου έχει συμμετάσχει σε αγώνες και εθελοντικές δράσεις.