Της Δανάης Λυπιρίδη,
Στις 31 Μαρτίου 2021, το ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε να απελάσει δύο αξιωματούχους της ρωσικής πρεσβείας στην Ρώμη, στον απόηχο της σύλληψης ενός Ιταλού αντιπλοιάρχου του πολεμικού ναυτικού της χώρας με κατηγορίες κατασκοπείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ιταλός αντιπλοίαρχος συνελήφθη καθώς παρέδιδε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, άκρως απόρρητα έγγραφα αναφορικά με στρατιωτικά συστήματα τηλεπικοινωνιών (και ίσως στρατιωτικό εξοπλισμό που απέκτησε πρόσφατα η Ιταλία και άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ) σε στρατιωτικό ακόλουθο της ρωσικής πρεσβείας, έναντι αμοιβής 5.000 ευρώ. Παράλληλα στη Ρωσία, γίνεται προσπάθεια αποσαφήνισης των συνθηκών υπό τις οποίες πάρθηκε η εν λόγω απόφαση από τις ιταλικές αρχές, ενώ το Κρεμλίνο ανακοίνωσε ότι προέβη σε ενέργειες σε απάντηση της απέλασης των δύο Ρώσων αξιωματούχων, εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα ότι «ο αρκετά θετικός και εποικοδομητικός χαρακτήρας των ρώσο-ιταλικών σχέσεων θα συνεχισθεί και θα διατηρηθεί».
Η Ιταλία είναι ένας από τους σημαντικότερους εταίρους της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας αναπτύξει εκτεταμένη συνεργασία σε πολλούς τομείς. Το έτος 2020, η Ιταλία υπήρξε ο τέταρτος μεγαλύτερος εταίρος εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας από τα κράτη-μέλη της Ένωσης. Η Ιταλία, επίσης, σε αντίθεση με άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, είναι πιο δεκτικό σε πολλές από τις πρωτοβουλίες της Μόσχας στον τομέα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οι σχέσεις Ρωσίας-Ιταλίας βασίζονται στη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών (1994) και στο σχέδιο δράσης μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας (1998), εντούτοις υπάρχει στενή ιδεολογική, πολιτική και οικονομική σχέση ανάμεσα στις δυο χώρες.
Σε μεγάλο βαθμό, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί δεσμοί των δύο κρατών επέτρεψαν την ανάπτυξη των οικονομικών τους σχέσεων κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι ανήκαν σε αντιτιθέμενες γεωπολιτικές συμμαχίες. Η Ιταλία ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της διεθνούς ύφεσης (“détente”) και η απόστασή της από το επίκεντρο της αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου την οδήγησε στο να διατηρήσει, σε γενικές γραμμές, μια πιο ήπια προσέγγιση αναφορικά με την άσκηση εξωτερικής πολιτικής προς την ΕΣΣΔ, παρά την χαρακτηριστική αντισοβιετική ρητορική της εποχής. Σήμερα, η Ιταλία προσπαθεί να διατηρήσει τις επωφελείς για τα εθνικά της συμφέροντα διμερείς της σχέσεις με την Ρωσία στους τομείς του εμπορίου και της ενέργειας, διατηρώντας παράλληλα τις ισορροπίες με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Η οικονομική συνέργεια μεταξύ Ιταλίας και Ρωσίας βασίζεται στην έντονη συμπληρωματικότητα των οικονομιών τους: ενώ η Ιταλία κατέχει ισχυρή θέση στον μεταποιητικό τομέα, η Ρωσία είναι εξέχων εξαγωγέας υδρογονανθράκων. Από τη σοβιετική εποχή, -αλλά κυρίως μετά το 1991- η Ιταλία και η Ρωσία έχουν εδραιώσει τους διευρυμένους επιχειρηματικούς δεσμούς τους από τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της ενέργειας στους τομείς των μηχανημάτων, της κλωστοϋφαντουργίας, των επίπλων και των φαρμακευτικών προϊόντων. Ιδιαίτερα, τον Μάρτιο του 2021, η ιταλο-ελβετική φαρμακευτική εταιρεία ADIENNE Pharma & Biotech και το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων (RDIF) υπέγραψαν την στρατηγικής σημασίας συμφωνία για την παραγωγή του ρωσικού εμβολίου Sputnik V στο Μιλάνο της Ιταλίας. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως είναι η πρώτη φορά που υπογράφεται συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και ενός κράτους-μέλους της ΕΕ για την παραγωγή του Sputnik V. Δέκα εκατομμύρια δόσεις θα παραχθούν μέσα στην περίοδο Ιουλίου-Ιανουαρίου 2022 και σε περίπτωση που το εμβόλιο δεν έχει εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ) έως την 1η Ιουλίου, οι δόσεις που θα παραχθούν στην Ιταλία θα αγοραστούν από το RDIF και θα διανεμηθούν σε χώρες όπου έχει εγκριθεί το εμβόλιο Sputnik V.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 και η κρίση στις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις της με την ΕΕ, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δυσμενείς για τις οικονομικές σχέσεις Ιταλίας-Ρωσίας. Η συνολική αξία των εμπορικών συναλλαγών των δύο χωρών μειώθηκε κατά περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ τα τέσσερα επόμενα χρόνια, επειδή οι διμερείς εμπορικές τους σχέσεις ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ωστόσο, από το 2017 και μετά, οι εμπορικές τους συναλλαγές, και ειδικότερα οι εξαγωγές ιταλικών γεωργικών προϊόντων, αυξήθηκαν σημαντικά. Οι ιταλικές εταιρείες άρχισαν να εξάγουν στη Ρωσία μέσω Σερβίας ή Λευκορωσίας ή ακόμη και να μεταφέρουν την παραγωγή τους στη Ρωσία. Όλα αυτά συνέβαλαν στην μερική ανάκτηση των απωλειών που σημειώθηκαν από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Επιπλέον, έχουν συναφθεί αρκετές συμφωνίες μεταξύ διάφορων ιταλικών εταιριών με αντίστοιχες Ρωσικές, δίνοντας έμφαση στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της έρευνας.
Όσον αφορά τις ενεργειακές τους σχέσεις, η Ρωσία είναι ο πρώτος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ιταλίας (και ο τέταρτος όσο αφορά το πετρέλαιο), καθώς παρέχει περίπου το 45% του ενεργειακού μείγματος της Ιταλίας. Επομένως, η Ιταλία ενδιαφέρεται αφενός να διαμετακομίζεται το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της κατασκευής ενός αγωγού που θα συνδέει το ευρωπαϊκό έδαφος με τον αγωγό Turkish Stream και αφετέρου να αποφευχθεί το κλείσιμο της ουκρανικής διαδρομής του φυσικού αερίου. Οι δράσεις αυτές έγιναν ιδιαίτερα αναγκαίες μετά την απόρριψη του έργου του αγωγού South Stream από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την σταδιακή κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ο οποίος θα παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη Γερμανία.
Η απουσία ισχυρών συγκρούσεων από τα μέσα του 20ου αιώνα μεταξύ Ιταλίας και Ρωσίας (πρώην Σοβιετική Ένωση), η ιδεαλιστική γέφυρα που παρείχε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τα ισχυρά οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα έχουν ενισχύσει τους πολιτικούς δεσμούς των δύο χωρών. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Ιταλία προώθησε ανοιχτά την ένταξη της Ρωσίας στην ευρωατλαντική κοινότητα. Προς τον σκοπό αυτόν, η Ιταλία υποστήριξε σθεναρά τη δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO-Russia Council, NRC) το 2002, του οποίου η ιδρυτική πράξη υπεγράφη στην Ιταλία με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ωστόσο, ενώ υποστήριζε αυτές τις πρωτοβουλίες, η χώρα επέδειξε κάποιο σκεπτικισμό σχετικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την Ανατολική Εταιρική Σχέση της ΕΕ οι οποίες αφορούσαν τις ευρωπαϊκές χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ.
Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία το 2014, η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή μια διττή πολιτική. Αφενός, η Ιταλία καταδίκασε τη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας, συμμετέχοντας στο Σχέδιο Δράσης Ετοιμότητας (Readiness Action Plan) του ΝΑΤΟ, αφετέρου, εξέφρασε την άποψη ότι οι μονάδες μάχης του ΝΑΤΟ έπρεπε να αναπτυχθούν προσωρινά και αντιτάχθηκε στην ιδέα της αποστολής όπλων στην Ουκρανία, προκειμένου να αποτραπεί η κλιμάκωση της σύγκρουσης. Επιπλέον, η Ιταλία έκανε προσπάθειες προώθησης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο πλαίσιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) κατά τη διάρκεια της προεδρίας του το 2018 και επανενεργοποίησης του NRC (η δραστηριότητα του οποίου ανεστάλη μετά την προσάρτηση της Κριμαίας).
Οι διμερείς σχέσεις Ιταλίας-Ρωσίας είναι περίπλοκες, καθώς έχει αναπτυχθεί μια σχέση αλληλεξάρτησης στον εμπορικό και ενεργειακό τομέα. Ως αποτέλεσμα, ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων προκαλεί την ανάλογη χάραξη εξωτερικής πολιτικής και στις δύο χώρες, με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση των ουσιωδών εθνικών συμφερόντων τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Russia: leading export partners by value 2020, Statista, διαθέσιμο εδώ
- Ιταλία: Αντιδράσεις για την παραγωγή του ρωσικού Sputnik V – Δεν ξέρει τίποτε η κυβέρνηση, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο αντιπλοίαρχος που συνελήφθη ως κατάσκοπος των Ρώσων εργάζεται στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας Ιταλίας, Capital, διαθέσιμο εδώ
- Italy-Russia Relations, globalsecurity.org, διαθέσιμο εδώ
- Italy to be first EU country to make Russian Sputnik vaccine, The Local, διαθέσιμο εδώ
- Italy and Russia, the link is increasingly close, Reset DOC, διαθέσιμο εδώ
- ARBATOVA, Nadezhda. Italy, Russia’s voice in Europe?. Russie. Nei. Visions, 2011, no 62.