10 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ καταστροφή των Ψαρών: Ο ηρωισμός πνίγεται στο αίμα

Η καταστροφή των Ψαρών: Ο ηρωισμός πνίγεται στο αίμα


Της Μαρίας Τσέα,

Το έτος 1824, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ συνειδητοποιούσε πως δε θα ήταν εύκολο να καταστείλει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Γι’ αυτό το λόγο ζήτησε τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Οι δύο άνδρες ήρθαν σε συμφωνία το Μάρτιο του ίδιου έτους, την ίδια στιγμή που οι ελληνικές δυνάμεις αποδυναμώνονταν εξαιτίας της εμφύλιας διαμάχης τους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε αρχικά στις θαλάσσιες επιχειρήσεις, διότι οι Τουρκοαιγύπτιοι θεώρησαν πως, με την καταστροφή του ελληνικού στόλου και των ναυτικών του βάσεων, θα αυξάνονταν τα ποσοστά επιτυχίας τους στη ξηρά. Αποφασίστηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλή το ναύαρχο Κιουτσούκ Χουσεΐν να κατευθυνθεί προς την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Κοτζά Μεχμέτ Χοσρέφ Πασά να προσβάλει τα Ψαρά.

Η πόλη των Ψαρών βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος του νησιού. Οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν περίπου 7.500, αλλά οι κυνηγημένοι Έλληνες που κατέφυγαν εκεί ανέρχονταν σε 25.000, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Χιώτες και Κυδωνιείς. Οι ένοπλοι άνδρες, που συγκροτούσαν το σώμα των αμυνομένων, ανέρχονταν σε 3.000 άνδρες. Από αυτούς 1.300 ήταν Ψαριανοί, 700 ήταν πάροικοι, ενώ το σώμα συμπλήρωναν 1.025 Θεσσαλομακεδόνες, τους οποίους είχε μισθώσει η Βουλή των Ψαρών για την υπεράσπιση του νησιού.  Την άμυνα του νησιού συμπλήρωναν 300 κανόνια, τα οποία μοιράστηκαν σε πυροβολεία κατά μήκος της dυτικής ακτής και στο φρούριο του νησιού, το Παλαιόκαστρο. Στη θάλασσα, 9 πυρπολικά αποτελούσαν το ισχυρό κρυφό όπλο των υπερασπιστών, τα οποία όμως δεν έμελλε να χρησιμοποιηθούν.

Στις 18 Ιουνίου 1824 τουρκικά πλοία πέρασαν έξω από το λιμάνι, δημιουργώντας στους Ψαριανούς την εντύπωση ότι επρόκειτο για κατασκοπεία και ότι μια επικείμενη επίθεση ήταν κοντά. Συνήλθαν αμέσως σε συμβούλιο, στο οποίο παρουσιάστηκαν δύο απόψεις. Να αναμετρηθούν με τον εχθρό μέσα στη θάλασσα μακριά από το νησί, ή να τον αντιμετωπίσουν στη ξηρά. Αφού υπερίσχυσε η δεύτερη γνώμη, οι ναύτες αποβιβάστηκαν από τα πλοία τους και κατέλαβαν διάφορες θέσεις στη ξηρά. Παράλληλα, έχοντας λάβει πληροφορίες για την επικείμενη επίθεση μήνες πριν, συνέχισαν τις εκκλήσεις προς την κυβέρνηση για κινητοποίηση του στόλου, απέβησαν όμως άκαρπες.

Ο Κοτζά Μεχμέτ Χοσρέφ Πασάς. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας κατέφθασε ο εχθρικός στόλος με 200, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γάλλου Φιλέλληνα Raffenel, πλοία και περίπου 20.000 άνδρες, από το πίσω μέρος της πόλης και άρχισε να κανονιοβολεί. Η καλή οχύρωση των Ελλήνων τους επέτρεψε να ανταποδώσουν τους κανονιοβολισμούς. Η ανταλλαγή πυρών διήρκεσε όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή υποχώρηση από την πλευρά των νησιωτών. Το επόμενο πρωί τουρκικές δυνάμεις, χιλίων περίπου ανδρών, κατάφεραν να αποβιβαστούν στο νησί στη θέση Πριόνι, όπου βρισκόταν ο οπλαρχηγός Κότας με πενήντα άνδρες και τρία κανόνια. Η  ελληνική δύναμη αιφνιδιάστηκε και τράπηκε σε φυγή κατά την οποία ο επικεφαλής οπλαρχηγός συλλήφθηκε και φονεύθηκε.

Ταυτόχρονα και άλλοι εχθροί άρχισαν να εισβάλλουν στο νησί φτάνοντας στη θέση Φτελιό. Εκεί συνάντησαν ισχυρή αντίσταση, αλλά όντες πολλαπλάσιοι, υπερίσχυσαν και κυρίευσαν τη θέση. Από εκεί άρχισαν να κατευθύνονται ανεμπόδιστοι προς την πόλη. Παρά τις κατά τόπους εστίες αντίστασης και τους γενναίους Ψαριανούς πυροβολητές, οι οποίοι προσπαθούσαν υπεράνθρωπα να περιορίσουν την ορμή των Τούρκων, αυτό δε στάθηκε δυνατό. Αντιλαμβανόμενοι οι κάτοικοι τον τρομερό κίνδυνο, έτρεξαν να επιβιβαστούν στα πλοία και να εγκαταλείψουν το νησί. Όμως η απόφαση τους δεν οδήγησε στη σωτηρία τους. Και αυτό διότι οι Ψαριανοί, αφού πήραν την απόφαση να αμυνθούν στη ξηρά και όχι ναυμαχώντας, κατέστρεψαν τα πηδάλια των πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, παίρνοντας έτσι, μέσα από τις πράξεις τους, την απόφαση να αμυνθούν μέχρις εσχάτων και χωρίς διαφυγή. Τρομερές είναι οι περιγραφές του Γάλλου Φιλέλληνα Villenueve, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των θηριωδιών, μέσα σε ένα από τα εχθρικά πλοία. Σφαγές, λεηλασίες, βιασμοί και κάθε λογής κτηνωδία έβαψε «των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» στο αίμα.

Η επαναστατική σημαία των Ψαρών. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πηγή εικόνας: nhmuseum.gr

Οι Οθωμανοί έκαψαν την πόλη και κυρίευσαν ολόκληρο το νησί εκτός από το Παλαιόκαστρο, τη μόνη θέση που κατάφεραν να διατηρήσουν οι Έλληνες. Η σημαία του, λευκή με κόκκινο σταυρό και τη φράση «Ελευθερία ή Θάνατος», κυμάτιζε ακόμα περήφανη. Οι εναπομείναντες υπερασπιστές, 150 συνολικά, περιβαλλόμενοι από ένα τείχος, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων για δύο μερόνυχτα. Την τρίτη όμως ημέρα, αφού τα αποθέματα νερού είχαν εξαντληθεί, οι Έλληνες αποφάσισαν όχι να παραδοθούν, αλλά να πέσουν ένδοξα. Την ημέρα εκείνη, παρά την πεισματώδη αντίσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι, των οποίων οι βαριές απώλειες αναπληρώνονταν συνεχώς από τις εφεδρείες που βρίσκονταν εντός των πλοίων, πάτησαν τις ντάπιες του κάστρου. Μια φονική μάχη σώμα με σώμα ξεκίνησε, η έκβαση της όμως, είχε ήδη αποφασιστεί.

Εντός του φρουρίου υπήρχε μια σπηλιά, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί όσα γυναικόπαιδα είχαν γλιτώσει από το τούρκικο μαχαίρι, από το οποίο πέρασε όλο το νησί, και χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη. Σύμφωνα με την απόφαση που είχε παρθεί στη συνέλευση που έκαναν οι πολιορκημένοι το τελευταίο τους βράδυ, μόλις οι Τούρκοι πάτησαν τα τείχη, ο Αντώνης Βρατσάνος έβαλε φωτιά στο μπαρούτι, με την έκρηξη να παρασέρνει στο θάνατο τα γυναικόπαιδα και τους ηρωικούς υπερασπιστές, μαζί με όσους Τούρκους είχαν προλάβει να μπουν στο φρούριο.

Ο αριθμός των αιχμαλώτων μετά την καταστροφή ήταν μικρός, αλλά οι νεκροί ήταν χιλιάδες. Από τους 7.500 ντόπιους οι 3.500 κατάφεραν να σωθούν. Στην αναλογία αυτή αν προστεθούν και οι νεκροί από τους 25.000 πρόσφυγες, που δε διέθεταν όσα μέσα διάσωσης είχαν οι ντόπιοι, ο αριθμός όλων όσον φονεύθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν υπερβαίνει τις 17.000 ψυχές.

Ξυλογραφία του Α. Τάσσου, μέρος λευκώματος του χαράκτη, ο οποίος εμπνεύστηκε από το ποίημα του Δ. Σολωμου «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη». Απεικονίζει τον αγώνα των υπερασπιστών του Παλαιόκαστρου. Διακρίνεται η σημαία με τον κόκκινο σταυρό, καθώς και η επαναστατική σημαία του νησιού. Ανήκει στη συλλογή του Γεωργίου Ι. Κατσίγρα. Πηγή εικόνας: larissa-katsigras-gallery.gr

Αφού κατέστρεψαν το νησί, οι αιμοχαρείς πορθητές αποκεφάλιζαν τους Χριστιανούς και φόρτωναν τα κεφάλια τους στη ναυαρχίδα, όπου τα δεχόταν ο πασάς δίνοντας φιλοδωρήματα στους αποκεφαλιστές κατά την απάνθρωπη τουρκική συνήθεια.

Η πτώση των Ψαρών ήταν φοβερό χτύπημα για τον ελληνικό αγώνα, καθώς χάθηκε μια από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού. Προκάλεσε τρόμο στα γύρω νησιά και έφερε σύγχυση στο Αιγαίο. Μια ικετήρια επιστολή των Σαλαμινίων προς τους προκρίτους της Ύδρας άρχιζε ως εξής:

«Μία είδησις θανατηφόρος εθανάτωσεν εδώ όλου του κόσμου τις ψυχές ρίχνοντάς μας εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν, τούτη είναι η μαύρη είδησις του χαμού των Ψαρών».

Παρά τη συμφορά τους, οι Ψαριανοί έγιναν οι πιο άφοβοι εκτελεστές των μετέπειτα πυρπολήσεων και των πιο τολμηρών ναυτικών επιχειρήσεων, και αποτελούν μέχρι σήμερα το πρότυπο του αδάμαστου και άφοβου Έλληνα ναύτη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Γ. Φ. Χέρτσβεργ (1916), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Β΄. Αθήνα: Εκδ. Οίκος Γ. Φεξή
  • Δ. Α. Κόκκινου (1974) Η Ελληνική Επανάσταση Τόμος Δ΄ Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
  • Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ΄ Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών
  • Σ. Τρικούπη (1978) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Γ΄ Αθήνα: Εκδ. οίκος Χρ. Γιοβάνη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τσέα
Μαρία Τσέα
Γεννήθηκε στη Βέροια το 2002. Το 2020 εισήλθε, με πανελλαδικές εξετάσεις, πρώτη στην πρώτη της επιλογή, το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Ενδιαφέρεται για την σύγχρονη ιστορία με την μελέτη της οποίας θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κιθάρας για 7 χρόνια και είναι αθλήτρια του βόλεϊ στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης.