Του Χρήστου Παπαδόπουλου,
Μέρες σαν αυτή, όλοι μας έχουμε ντυθεί (ή μας έχουν αναγκάσει να ντυθούμε) με μία παραδοσιακή φορεσιά, όταν ήμασταν μικροί. Είτε γιορτάζαμε σε κάποια σχολική παρέλαση είτε σε κάποια σχολική γιορτή, όλοι μας κάποτε ντυθήκαμε τσολιαδάκια και «Αμαλίτσες». Πόσο ακριβείς, όμως, είναι αυτές οι φτηνές απομιμήσεις φορεσιών που κάνουν τον κάθε μικρό Γιωργάκη να είναι «ίδιος ο Κολοκοτρώνης» (σύμφωνα πάντα με την αντικειμενικότατη άποψη της γιαγιάς του);
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πολλοί διάσημοι πίνακες ζωγραφικής τους οποίους συνδέουμε με την ελληνική επανάσταση απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σφαγή της Χίου του Ευγένιου Ντελακρουά, ο οποίος δεν είχε επισκεφθεί ποτέ του την Ελλάδα και σχεδίασε τα ρούχα των εικονιζόμενων με βάση στολές από τα θέατρα του Παρισιού. Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι στον ελλαδικό χώρο, την εποχή εκείνη, υπήρχαν πάρα πολλές τοπικές ανδρικές ενδυμασίες και ακόμα περισσότερες γυναικείες. Δυστυχώς, δεν σώζονται πολλές. Οι λίγες που έχουν σωθεί οφείλουν τη διάσωσή τους στις οικογένειες που τις κράτησαν ως κειμήλια και σε λιγοστούς ανθρώπους που μέσα από το πάθος τους για την παράδοση δημιούργησαν μεγάλες συλλογές. Παράλληλα, μέσα από τις γκραβούρες ξένων περιηγητών μπορούμε να αντλήσουμε δεδομένα για την ενδυμασία της εποχής, όχι όμως με απόλυτη βεβαιότητα πάντοτε.
Ας δούμε, λοιπόν, τι φορούσε πάνω-κάτω ένας τυπικός επαναστάτης. Φυσικά, υπάρχουν δεκάδες παραλλαγές, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με την τοποθεσία, το φύλο, την κοινωνική θέση, αλλά ακόμα και το προσωπικό γούστο του κάθε αγωνιστή. Δεν θα καλύψουμε, δυστυχώς, γυναικείες φορεσιές, καθώς αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο από μόνες τους.
Κεφάλι
Στο σημείο αυτό παρατηρεί κανείς μεγάλη επιρροή από τους Οθωμανούς. Όλα τα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα είχαν ως βάση έναν μαλακό σκούφο, το φέσι. Οι αγωνιστές σπάνια έβγαζαν το φέσι τους, κάτι το οποίο δημιούργησε στη συνέχεια πρόβλημα με το παλάτι, καθώς οι Βαυαροί αυλικοί του Βασιλιά Όθωνα το θεωρούσαν προσβλητικό. Υπήρχαν πολλών ειδών φέσια, μικρά και μεγάλα. Όσοι φορούσαν μικρά συνήθιζαν να το τυλίγουν με μαντηλοδεσιά, η οποία με τη σειρά της είχε τρία είδη: κασπαστή (μεταξωτό μαντήλι), χρυσοκέντητο πόσι και άσπρη βαμβακερή σερβέτα. Πολλοί φτωχότεροι αγωνιστές φορούσαν ένα απλό μαύρο μαντήλι, το μπαρέζι. Τα μαλλιά τους ήταν συνήθως μακριά και καλοχτενισμένα. Συνήθιζαν να τα αλείφουν με λάδι ή με μεδουλάρι, μια αλοιφή από μεδούλι και βότανα.
Κορμός
Από μέσα φορούσαν όλοι λευκό φαρδύ πουκάμισο όμοιο με αυτό που φορούσαν οι γυναίκες, αλλά πιο κοντό. Πάνω από αυτό ήταν το γιλέκι, η φέρμελη, με τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας κυρίως να φορούν και τον ντουλαμά, ένα αμάνικο πανωφόρι που μοιάζει πολύ με το γυναικείο πιρπιρί. Κατά την περίοδο της βαρυχειμωνιάς φορούσαν τη φλοκάτη και την κάπα, όμοια πανωφόρια φτιαγμένα από κρόσσια και τραγόμαλλο αντίστοιχα. Για να κουβαλούν τα άρματά τους είχαν μια ζώνη από τσόχα και αργότερα δέρμα, το σελάχι.
Κάτω άκρα
Το εσώρουχο της εποχής (που δεν φορούσαν όλοι) μοιάζει αρκετά με το σημερινό καλσόν. Λεγόταν συντρόφι και φοριόταν μέσα από τη φουστανέλα. Εναλλακτικά φοριούνταν και οι βλαχόκαλτσες, μακριές άσπρες κάλτσες που στερεώνονταν με υφασμένες καλτσοδέτες. Η φουστανέλα αποτελεί εμβληματικό κομμάτι της φορεσιάς και έχει αποκτήσει status ανεπίσημου εθνικού συμβόλου. Ορισμένοι (μέσα σε αυτούς και ο Γιάννης Τσαρούχης) πιστεύουν ότι προέρχεται από την Ινδία, καθώς εκεί υπάρχουν παρόμοια ενδύματα. Το όνομα, κατά την ενδυματολόγο και λαογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, προέρχεται από την πόλη Φουστάτ της Αιγύπτου, όπου κατασκευαζόταν ένα είδος χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Ακόμα και σήμερα στα ιταλικά το βαμβακερό ύφασμα λέγεται “fustagno”. Αποτελείτο από δύο μέρη και η ραφή της ήταν πολύ δύσκολη. Τα 400 λαγκιόλια (πιέτες) συμβολίζουν ως γνωστόν τα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά αυτό προέκυψε αργότερα με την ίδρυση του «Αγήματος», σημερινής Προεδρικής Φρουράς. Τα λαγκιόλια δημιουργούσαν παράλληλα και μια «ασπίδα» προστασίας από τις σφαίρες ή το γιαταγάνι του εχθρού. Παρόλο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τη φουστανέλα κατάλευκη, όταν θαυμάζουμε τους Εύζωνες στο Σύνταγμα, σπάνια ήταν καθαρή κατά την περίοδο της επανάστασης. Η φουστανέλα ήταν ρούχο πολεμικό και συνεπώς ήταν συνέχεια λερωμένο. Εκεί σκούπιζαν τα όπλα και τα χέρια τους. Ακόμη, για να την κάνουν αδιάβροχη, την άλειφαν με λίπος. Συνεπώς, στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με αυτή των πινάκων του Θόδωρου Βρυζάκη και του Πίτερ φον Ες. Στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές πιο διαδεδομένη ήταν η βράκα.
Υποδήματα
Ως γνωστόν, τα υποδήματα των αγωνιστών ήταν τα τσαρούχια. Η αρχική τους ονομασία ήταν πίγγες και η γνωστή σε όλους μας μορφή με τη μεγάλη φούντα είναι μεταγενέστερη. Την περίοδο εκείνη είχαν απλώς μια μύτη και δεν έκρυβαν κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Φτιάχνονταν από ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά, σε αντίθεση με αυτά των σημερινών Ευζώνων. Οι φτωχότεροι πολεμιστές φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου. Παράλληλα, στα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και την Κρήτη συναντούμε τις μπότες (ποδίνες ή στιβάλια).
Πολλά από αυτά τα κομμάτια ρουχισμού διασώζονται χάρη στην πρωτοβουλία φορέων, όπως το Λύκειο των Ελληνίδων, το Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, αλλά και πολλών λαογραφικών μουσείων σε όλη την Ελλάδα. Μπορείτε να τα επισκεφτείτε (αφού ξανανοίξουν) και να χαθείτε στον ατελείωτο κόσμο της ελληνικής ιστορίας, ραμμένο με βελόνα και κλωστή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Ελληνικές Φορεσιές, Αθήνα 2005.
- Παπαντωνίου, Ιωάννα, Ελληνικές Φορεσιές, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991.
- Ιωάννα Παπαντωνίου: Οι τοπικές φορεσιές στο γύρισμα του 19ου αιώνα (25.03.2018) | SNFCC (βίντεο), διαθέσιμο εδώ.
- Ντύσιμο και οπλισμός την εποχή της Επανάστασης του 1821. IstorikaThemata, διαθέσιμο εδώ.