Του Γιώργου Πασσά,
Σαν σήμερα, το μακρινό 1962, κυκλοφορεί από τη δισκογραφική εταιρεία Columbia Records το άλμπουμ “Bob Dylan”, το πρώτο από τα δεκάδες που έμελλε να κυκλοφορήσει ο Dylan τις επόμενες δεκαετίες. Παραγωγός o talent scout John H. Hammond II, που ανακάλυψε πολλούς ακόμα σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως οι Billie Holiday, Leonard Cohen, Aretha Franklin, Bruce Springsteen κ.ά. Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου, λοιπόν, αξίζει να ταξιδέψει κανείς με τον Dylan, όχι μέσα από την οπτική ενός κοινότυπου βιογραφικού σημειώματος, αλλά, πολύ προτιμότερα, μέσα από τα ιδιαίτερα, ξεχωριστά στοιχεία, που καθιστούν τον Dylan την πιο τέλεια και ταυτόχρονα εγγύτερη μουσική φιγούρα και αποδεικνύουν την τεράστια επιρροή του τόσο στην ιστορία και τον πολιτισμό των Η.Π.Α., όσο και στα αντιπολεμικά, αντιρατσιστικά και πολιτικά κινήματα ειδικότερα.
Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Dylan ήταν και θα είναι η πολιτικοποίηση, η ευαισθητοποίηση, η διεύρυνση των ερεθισμάτων του ακροατηρίου του. Αναμειγνύοντας στοιχεία της folk μουσικής σκηνής με την επαναστατικότητα της rock και των blues, ο Dylan δημιουργούσε τις κατάλληλες μελωδίες, για να συνοδεύσει τα γεμάτα μηνύματα λόγια του και ποτέ το αντίστροφο. Δίχως να έχει «φωνάρα», όπως ο Elvis, o Sinatra και άλλοι, ο Dylan καταφέρνει να σε μαγέψει σαν τον αυλητή του Χάμελν ή να σου προκαλέσει ανατριχίλα, όχι μόνο με το πάθος του, αλλά κυρίως με τις σκηνές που περιγράφει και με τον τρόπο που μιλάει τόσο άμεσα στον ψυχισμό σου. Συχνότερη θεματολογία του Dylan, ιδίως κατά τη δεκαετία του ’60, αλλά και αργότερα, είναι ο αγώνας για ισότητα, ο ρατσισμός και το Civil Rights Movement. Εμμέσως ή αμέσως η πολιτική ήταν πάντα παρούσα στα τραγούδια του, όπως φανερώνουν στίχοι σαν το “Don’t stand in the doorway / Don’t block up the hall” στο “Times they are a-changing”, στίχος-κριτική στον George Wallace, κυβερνήτη της Αλαμπάμα που το 1963 στάθηκε στην πόρτα σχολείου προκειμένου να παρεμποδίσει την είσοδο Αφροαμερικανών μαθητών και κατ’ επέκταση το school integration. Οι πολιτικές αναφορές του είναι εξαρχής σαφείς, ήδη από το πρώτο άλμπουμ του, στο οποίο και υπάρχει το “Song to Woody” (σ.σ. αφιερωμένο στον Woody Guthrie, τον τύπο με την κιθάρα που έγραφε “This Machine Kills Fascists”, έναν εκ των σπουδαιότερων folk τραγουδιστών, επίσης με βαθιά πολιτικοποιημένο και αντιρατσιστικό στίχο), αλλά και σε όλα τα επόμενα, ενώ ορισμένες φορές ο σχολιασμός πολιτικών γεγονότων και κοινωνικών-πολιτιστικών συνθηκών γίνεται αυτοσκοπός και η μουσική συνοδεία λειτουργεί κατ’ αποκλειστικότητα ως «χαλί», όπως για παράδειγμα στο “Murder Most Foul” (για τη δολοφονία του John F. Kennedy και όχι μόνο).
Παρ’ ότι το πρώτο άλμπουμ του δεν έκανε μεγάλη επιτυχία (εξάλλου τραγούδια του ιδίου ήταν μόλις δύο), το δεύτερο έκανε θραύση. Κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα (27 Μαΐου 1963) το “The Freewheelin’ Bob Dylan”, το οποίο περιελάμβανε μερικά από τα ιστορικότερα μουσικά κομμάτια, όπως τα “Blowin’ in the Wind”, “A Hard Rain’s a-Gonna Fall” και “Don’t Think Twice It’s All Right”. Mε ακόμη εντονότερο το πολιτικό στοιχείο, αυτά τα “protest songs” ταυτίστηκαν με τα κινήματα που διευρύνονταν εκείνη την περίοδο στις Η.Π.Α., γενόμενα έτσι σύμβολο της προόδου, των υπερμάχων της διαφυλετικής ισότητας και όσων διαφωνούσαν με τις πολεμικές επιχειρήσεις των κυβερνήσεων. Χαρακτηριστικό ιδίως του αντιπολεμικού στοιχείου σε εκείνο το άλμπουμ είναι και το “Masters of War”, με εμφανή μηνύματα κατά της πολεμικής βιομηχανίας και των οπλοπαραγωγών, όπως και κατά της πολιτικής ηγεσίας, που θυσίαζε τους Αμερικανούς νέους σε πολέμους:
“Let me ask you one question
Is your money that good?
Will it buy you forgiveness
Do you think that it could?
I think you will find
When your death takes its toll
All the money you made
Will never buy back your soul”
Το 1963, στη διαδήλωση της Washington, όπου ο δρ. King μίλησε για το όνειρό του, ο Bob Dylan δεν βρισκόταν απλώς σαν μία κουκκίδα ανάμεσα στα πλήθη, αλλά έπαιξε λίγο πριν την εκφώνηση της ομιλίας πάνω στη σκηνή τέσσερα τραγούδια του, μεταξύ των οποίων και το “Only a Pawn in their Game”. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, ο Dylan ξεκινάει με μία αναφορά στη δολοφονία του Αφροαμερικανού ακτιβιστή Medgar Evers και μιλάει εν συνεχεία για τον ρατσισμό, αλλά και τη ματαιοδοξία αυτού, καταλήγοντας πως και ο ρατσιστής λευκός, ο οποίος γαλουχείται πεπεισμένος για την κατωτερότητα του Αφροαμερικανού συνανθρώπου του, είναι απλώς ένα ακόμη πιόνι στο πολιτικό παιχνίδι:
“The deputy sheriffs, the soldiers, the governors get paid
And the marshals and cops get the same
But the poor white man’s used in the hands of them all like a tool
He’s taught in his school
From the start by the rule
That the laws are with him
To protect his white skin
To keep up his hate
So he never thinks straight
‘Bout the shape that he’s in
But it ain’t him to blame
He’s only a pawn in their game”
Με τους στίχους σε αυτά τα κομμάτια, πάντως, ο Dylan ξεκίνησε να προκαλεί, πέρα από την πολιτική ευαισθητοποίηση, και μία μαζική μεταστροφή του κόσμου προς την ποίηση, η οποία τύχαινε συχνά έως τότε πλήρους απαξίωσης, δεδομένου ότι πολλές φορές τα folk και rock’n’roll τραγούδια συνοδεύονταν από απλοϊκούς στίχους για την αγροτική ζωή, την αγάπη ή σκηνές της καθημερινότητας, δίχως να εντάσσονται ποτέ σε ένα πιο περίπλοκο πλαίσιο, στα όρια του σουρεαλισμού, όπως αυτό που ζωγράφιζε με τα λόγια του ο Dylan.
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες ο Dylan κυκλοφόρησε δεκάδες άλμπουμ, studio και live, extended versions, συλλογές και singles, γράφοντας πολλά ακόμα ιστορικά κομμάτια, όπως τα “The Times They Are a-Changing”, “Like a Rolling Stone” και “All Along the Watchtower” και άλμπουμ που αγγίζουν την τελειότητα, όπως τα “Blonde on Blonde” και “Blood on the Tracks”. Το σημαντικότερο είναι δε πως κατάφερε να μείνει αδιάβλητος, να μην καταφύγει στην ευκολία της εμπορικότητας, να διατηρήσει διαχρονικά τη χαρακτηριστική στιχουργική του ποιότητα, η οποία και τον τοποθέτησε σε περίοπτη θέση, όχι μόνο ως μουσικό, αλλά και ως ποιητή και λογοτέχνη. Μιλώντας για σκηνές από τα μαστιγώματα Αφροαμερικανών σκλάβων στο “Blind Willie McTell”, μέχρι τη συναισθηματική φόρτιση και την επιδίωξη της τελειότητας μέσα από τα καταπληκτικά λόγια του “Visions of Johanna”, ο Dylan κέρδισε επάξια τον θαυμασμό ολόκληρου του καλλιτεχνικού κόσμου, όντας, επιπλέον, μακράν και ο πιο «δουλευταράς» καλλιτέχνης, διατηρώντας από το 1988 τη μοναδική ατελείωτη περιοδεία, το “Never Ending Tour”, γράφοντας, επίσης, κομμάτια και κυκλοφορώντας άλμπουμ μέχρι σήμερα, με το τελευταίο, το “Rough and Rowdy Ways”, να βγαίνει σε κυκλοφορία τον Ιούνιο του 2020.
Με τα τραγούδια του, ο Dylan όχι μόνο ευαισθητοποίησε, αλλά και επαναπροσδιόρισε το αποδεκτό και το ελκυστικό στη μουσική σκηνή, ενώ η επιρροή του συχνά δεν είναι γνωστή. Λίγοι γνωρίζουν πως το “Freewheelin” ήταν, κατά τον Lennon, η κύρια πηγή έμπνευσης για τους Beatles εκείνη την περίοδο, οι οποίοι έπαιζαν αδιάκοπα τα κομμάτια του άλμπουμ για τρεις ολόκληρες εβδομάδες, προκειμένου να μπουν όσο περισσότερο γινόταν στην ατμόσφαιρα της μελωδίας και των στίχων. Λίγοι γνωρίζουν ότι χάρη στο “Like A Rolling Stone” ο Jimi Hendrix έγινε τραγουδιστής, διαπιστώνοντας πως δεν χρειάζεται κανείς θεϊκή φωνή, για να τραγουδά. Λίγοι γνωρίζουν, επίσης, πως ο Dylan είναι ο εφευρέτης των μουσικών pop – video clips, όταν και γύρισε το video clip του “Subterranean Homesick Blues” σε ένα στενό δίπλα από το Savoy Hotel, όπως και αυτός που ανέδειξε τον ήχο της φυσαρμόνικας, την οποία υιοθέτησαν έκτοτε σε πολλά κομμάτια τους συγκροτήματα όπως οι Rolling Stones.
Όπως πολύ εύστοχα το είχε θέσει ο Bruce Springsteen, «όπως ο Elvis ελευθερώνει το σώμα σου, με τον ίδιο τρόπο ο Dylan ελευθερώνει το μυαλό σου, δείχνοντας έτσι σε όλους πως, μόνο και μόνο επειδή στη μουσική υπερτερεί το φυσικό στοιχείο, δεν σημαίνει πως είναι αντι-πνευματική». Συνδυάζοντας την ποίηση με τη μουσική, ο Dylan κατόρθωσε σε εποχές συνταρακτικών εξελίξεων, ανακατατάξεων και σοβαρής κοινωνικής αναταραχής να ανοίξει τον δρόμο προς την πνευματικότητα σε μία ολόκληρη γενιά, αλλά και στις επόμενες, να τις ευαισθητοποιήσει για την κακία του κόσμου, αλλά και να τις μαγέψει περιγράφοντας την ομορφιά του, να συναρπάσει εκατομμύρια ανθρώπους και να τους συνοδεύσει σε κάθε στιγμή της ζωής τους, είτε αυτή ήταν μία συναυλία, μία διαδήλωση ή μία πολύ δύσκολη ψυχικά συγκυρία.
Εν ολίγοις, στη δική μου περίπτωση έστω, κατάφερε αυτό που διακαώς επιθυμεί κάθε καλλιτέχνης: όχι μονάχα να επηρεάσει προς το καλύτερο και να δωρίσει μία ανυπολόγιστης αξίας κληρονομιά στην ανθρωπότητα, αλλά πολύ περισσότερο, σε μία πιο καθημερινή και γι’ αυτό πιο ανθρώπινη και προσωπική υπόσταση, να με κάνει να νιώθω κάθε φορά που τον ακούω πως τον ξέρω τόσο καλά και όμως έχει τόσα πολλά ακόμα να μου πει, πως ακούγοντάς τον θα βρω τη λύση σε κάθε πρόβλημα, είτε αυτό είναι από τα πιο αμελητέα είτε πάλι από τα μεγαλύτερα κοινωνικάμ πολιτικά ή ηθικά ζητήματα. Αυτόν που, με άλλα λόγια, θα ακούω κάθε φορά να μου λέει καθησυχαστικά, με την τόσο τραχιά μα συνάμα γλυκιά και ταξιδευτική φωνή του, “Don’t think twice, it’s all right”.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Chronicles, Bob Dylan, Simon & Schuster, 2004
- Bob Dylan: The Wanderer, New Yorker, διαθέσιμο εδώ
- Οι κρυμμένες ιστορίες πίσω από τα τραγούδια, Τάσος Βαφειάδης, Εκδόσεις Ζήτη, 2018
- Why Bob Dylan is a Literary Genius, Rolling Stone, διαθέσιμο εδώ