Της Μαίρης Ουρουμίδου,
Στις 12 Ιανουαρίου 2019 μια αύξηση τουλάχιστον 150% της τιμής σε βενζίνη και ντίζελ, κατέστησε το πετρέλαιο της Ζιμπάμπουε το ακριβότερο στον κόσμο. Ο λαός ωστόσο δεν έμεινε άπραγος απέναντι στην εξωφρενική αυτή αλλαγή, αντιθέτως προχώρησε σε απεργίες και γέμισε με διαδηλώσεις τους δρόμους της χώρας απαιτώντας μια άμεση λύση. Το αποτέλεσμα της αντίδρασης; Δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες (ανάμεσα τους και θύματα βιασμού!) ως αποτέλεσμα συγκρούσεων με τον εθνικό στρατό. Παρά τη σοβαρότητα που φέρει μια τέτοια αλλαγή, ήταν μόλις το κερασάκι στην τούρτα, την οποία αποτελούν τα δεκάδες χρόνια κακοποίησης και εκμετάλλευσης του έθνους από την ίδια του την κυβέρνηση. Για να αποκτήσουμε ωστόσο μια σφαιρικότερη εικόνα για όσα λαμβάνουν χώρα στο μικρό έθνος της ΝΑ Αφρικής θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν.
Το έτος είναι 1965, το κράτος κατέχει το όνομα (Νότια) Ροδεσία και με πρωθυπουργό τον Ian Smith κηρύσσει επίσημα την ανεξαρτησία της από την μέχρι τότε «μητρόπολη» της, Μεγάλη Βρετανία. Ως βρετανική αποικία, οι μεγαλύτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές βρίσκονται στα χέρια λευκών, οι οποίοι αν και η μειονότητα του πληθυσμού, διαθέτουν την πλειονότητα του κεφαλαίου. Οι επόμενες δυο δεκαετίες που ακολουθούν χαρακτηρίζονται από εμφύλιους πολέμους εναντίον του μέχρι τότε λευκού εθνικιστικού καθεστώτος. Αρχηγός του απελευθερωτικού κινήματος είναι ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Τον Απρίλιο του 1980 ο πόλεμος λήγει και οι νεκροί του υπολογίζονται στους 30 χιλιάδες. Η βρετανική Ροδεσία, γίνεται τώρα η γνωστή Ζιμπάμπουε. Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε έχοντας περάσει 10 χρόνια στην φυλακή ως συνέπεια του ακτιβισμού του, επιστρέφει στην πολιτική σκηνή και κατορθώνει να οριστεί ως ο 1ος Πρωθυπουργός της πλήρως ανεξάρτητης πλέον χώρας.
Σχεδόν 40 χρόνια διατηρεί ο Μουγκάμπε την εξουσία του (1980-2017). Παρά την αρχικά θετική αντιμετώπιση την οποία γνώρισε η νέα κυβέρνηση, οι πράξεις δεν άργησαν να αποδείξουν την σκληρότητα και την απανθρωπιά της. Τα πρόσωπα άλλαξαν, τα αντιδημοκρατικά μέσα διατηρήθηκαν. Τα χρόνια που ακολουθούν συνοδεύονται από δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων, καταπάτηση δικαιωμάτων ελευθερίας λόγου, κατάχρηση δημόσιας περιουσίας για εξαγορά της πίστης του στρατού. Οι σκοτεινότερες σελίδες της περιόδου χαράσσονται τα έτη 1983 και 1987, όταν υπό την επίβλεψη του τότε Υπουργού Εθνικής Ασφάλειας και πιστού συμμάχου του Μουγκάμπε, Έμερσον Μνανγκάγκουα, πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία “Gukurahundi”-όπως ονομάστηκε- με 20 χιλιάδες πολίτες “Ndebele” να δολοφονούνται από τον εθνικό στρατό. Με όλα τα παραπάνω θλιβερά γεγονότα να λαμβάνουν χώρα και τους υπεύθυνους να μένουν αλώβητοι, η διεθνής πολιτική σκηνή επέλεξε να κλείσει τα μάτια.
Ο Έμερσον Μνανγκάγκουα, ο οποίος δεν δίστασε στο παρελθόν να προχωρήσει σε βιαίες πράξεις εναντίον της αντιπολίτευσης και των υπερασπιστών της με σκοπό να βοηθήσει την ανάδειξη του Μουγκάμπε στις εκλογές, θεωρήθηκε από όλους ο λογικός διάδοχος του Μουγκάμπε. Αναπάντεχα όμως ο Πρόεδρος επέλεξε να προωθήσει ως νέα ηγέτιδα της χώρας τη σύζηγό του, Γκρέις Μουγκάμπε. Το αποτέλεσμα ήταν η προφυλάκιση της προεδρικής οικογένειας τον Νοέμβριο του 2017 στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, το οποίο εκτελέστηκε από τους πρώην συμμάχους του.
Όλα αυτά μας οδηγούν στο 2018, έτος κατά ο οποίο ο Έμερσον Μνανγκάγκουα με νόθες εκλογές, συνοδευόμενες για άλλη μια φορά από νεκρούς και τραυματίες, εκλέγεται επίσημα τρίτος Πρόεδρος της Ζιμπάμπουε. Δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει φυσικά το γεγονός πως η αλλαγή του πολιτικού ηγέτη δεν είχε ως αποτέλεσμα και την μεταβολή στον τρόπο διοίκησης. Το τελευταίο μόλις έτος αυξήθηκε σημαντικά ο πληθωρισμός της χώρας, οι εκδηλώσεις βίας εναντίον πολιτικών αντιπάλων αποτελούν συχνό φαινόμενο, και μάλιστα διακόπηκε η λειτουργία ίντερνετ δύο φορές σε ολόκληρη τη χώρα υπό τον φόβο μετάδοσης θλιβερών σκηνών βίας στον υπόλοιπο κόσμο.
Όπως φαίνεται ωστόσο οι ανθρώπινη τραγωδία που πραγματοποιείται μέχρι και σήμερα δεν πέρασε απαρατήρητη από τη διεθνή σκηνή. Παρά την πολύ χαρακτηριστική φράση του Μνανγκάγκουα «Η Ζιμπάμπουε είναι ανοιχτή για επιχειρήσεις», δε φαίνεται οι δυνατοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ να συγκινούνται ιδιαίτερα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κατάλληλη εμπιστοσύνη σε μια ίδια στην ουσία κυβέρνηση, η οποία φοράει το προσωπείο της αλλαγής. Αντίθετα οι δυο χώρες που φαίνεται να βρίσκουν ενδιαφέρον στην περιοχή είναι η Κίνα και η Ρωσία. Και οι δυο τελευταίες ωστόσο γνωρίζοντας την εξασθενημένη κατάσταση της χώρας, διαθέτουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης μέσω της επιβολής ευνοϊκών για αυτές όρους.
Το μέλλον του νέου κράτους μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως άστατο και οι πολίτες της φαίνεται να δέχονται χτυπήματα από κάθε πλευρά, με την καθεμία να καταλογίζει την ευθύνη στην άλλη. Ο αγώνας ωστόσο εναντίον της εκμετάλλευσης και υπέρ της πραγματικής ελευθερίας είναι τόσο ζωντανός τώρα, όσο και ήταν και το 1980.
Γεννηθείσα το 1998 στη Γεωργία, απόγονος Ποντίων προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως λάτρης της διεθνούς πολιτικής και ιστορίας, όποτε βρίσκει χρόνο από τις ακαδημαϊκές της ασχολίες, ταξιδεύει και λαμβάνει μέρος σε ευρωπαϊκά προγράμματα με σκοπό μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.