Της Χαράς Αναστασιάδου,
Συχνά, στις διατάξεις τελευταίας βούλησης εντοπίζεται ο θεσμός του καταπιστεύματος, δηλαδή μιας έννοιας με την οποία ο διαθέτης επιθυμώντας να προσπορισει σε κάποιον μια κληρονομιά μετά από έκπτωση αυτού που απεκτησε αρχικά ή μετά από ένα χρονικό διάστημα η προθεσμία. Τα σχετικά άρθρα είναι τα 1923 επ. του Αστικού Κώδικα, όπου δίνονται κατευθύνσεις για το πως κινείται αυτή η διαδικασία. Το σημαντικότερο μεταξύ αυτών είναι ότι αυτός που αποκτά εν τέλει (νομικά, ο καταπιστευματοδόχος) δεν βρίσκεται σε αυτή τη θέση αυτοδικαίως, δηλαδή χωρίς να λάβει χώρα κάποια παράδοση, αλλά με ενέργεια του έως τότε κατόχου της κληρονομιάς (νομικά, βεβαρυμενος με καταπίστευμα). Από αυτό το σημείο θα ήταν ορθό να λεχθεί ότι στο παραπάνω γίνονται δύο επαγωγές της κληρονομίας, μια σε κάθε πρόσωπο. Στο τελευταίο σημείο διαφέρει από την καταπιστευτική υποκατάσταση, καθώς εδώ έχουμε έναν αρχικό και έναν επικουρικό κληρονόμο, που αποκτά αν και μόνο αν ο πρώτος εκπέσει (= δεν καταστεί δηλαδή κληρονόμος).
Ένα παράδειγμα για την εγκατάσταση κάποιου ως καταπιστευματοδόχου αποτελεί η περίπτωση που ο κληρονομούμενος αφήνοντας την περιουσία του στον γιο του Α, όρισε πως επιθυμεί μετά από τέσσερα χρόνια αυτή να καταλήξει στον εγγονό του Β, που είναι γιος του Α. Βλέπουμε δηλαδή ότι αρχικά η κληρονομία επάγεται στον Α και σε ένα δεύτερο σημείο θα επαχθεί στον Β. Με άλλα λόγια, για να λάβει χώρα η δεύτερη επαγωγή θα πρέπει να περάσουν τέσσερα χρόνια από όταν αποκτήσει ο Α, τότε αυτός θα υποχρεούται να παραδώσει τα κληρονομιαία αντικείμενα στον Β.
Μεγάλης σημασίας είναι το άρθρο 1927, όπου ορίζεται ότι απαγορεύεται να γίνει διάθεση της κληρονομίας, καθώς έτσι θα θιγόταν το δικαίωμα προσδοκίας του καταπιστευματοδόχου να πάρει την κληρονομιά. Έτσι, ο έχων αρχικά την περιουσία δεν μπορεί να προβεί σε μεταβίβαση λόγω πώλησης ή δωρεάς προς τρίτο πρόσωπο, γιατί τότε επέρχεται απώλεια του αντικειμένου και όπως είναι γνωστό δεν μπορεί με μεταγενέστερο χρόνο να δώσει (στον καταπιστευματοδόχο) κάτι που έχει ξεφύγει από το πρόσωπο του. Βέβαια, ο νόμος απαγορεύει την διάθεση, δηλαδή την εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία εκλπηρωνετσο η υπόσχεση που έδωσε. Άρα, συνάγεται ότι εγκυρως μπορεί να υποσχεθεί, αλλά θα είναι άκυρη οποιαδήποτε μεταβίβαση (σαν να μην έγινε, για προστασία του καταπιστευματοδόχου). Όμως, τα παραπάνω δεν είναι απόλυτα, καθώς σε περίπτωση που συναινεί ο καταπιστευματοδόχος , το επιβάλλει η τακτική διαχείριση ή συντρέχει το άρθρο 1939 ( “Το επέτρεψε ο διαθέτης”), η διάθεση δεν θα είναι άκυρη ως ελαττωματική, αλλά καθόλα έγκυρη.
Έχοντας πει αυτά, να αναφερθεί ότι το καταπίστευμα είναι εγκύρως συμφωνημένο για μια μόνο γενιά, δηλαδή γίνεται άπαξ και όχι σε επαναλαμβανόμενη βάση. Επιπλέον, ο καταπιστευματοδόχος είναι έμμεσος διάδοχος, αφού μεσολαβεί, μεταξύ του κληρονομουμένου και του καταπιστευματοδόχου, ένα άλλο πρόσωπο, ο βεβαρυμενος με καταπίστευμα. Τα υφιστάμενα χρέη βαρύνουν και τον καταπιστευματοδόχο, αποτελώντας έτσι καθολικό διάδοχο του κληρονομουμένου. Το τελευταίο, μάλιστα αποτελεί ειδοποιό διαφορά καταπιστευματοδόχου και κληροδόχου, αφού ο τελευταίος δεν φέρει καμία ευθύνη για τα τυχόν χρέη.
Με την επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο, μπορεί να προβεί σε αποποίηση με τους όρους του άρθρου 1847 (τέσσερις μήνες μετά την γνώση της επαγωγής), καθώς κανένας δεν τον υποχρεώνει να αποδεχθεί. Αυτό δικαιολογείται αφού η αποδοχή τον δεσμεύει και τον περιάγει σε θέση ευθύνης για χρέη. Μετά την αποδοχή εκ μέρους του καταπιστευματοδόχου, ο κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και υποχρεούται να παραδώσει την κληρονομιά στον καταπιστευματοδόχο. Επιπροσθέτως, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία, όμως οφείλει να αποζημιώσει τον βεβαρυμένο με καταπίστευμα για το πόσο που βρέθηκε να δαπανήσει.
Ως προς τις δαπάνες που μπορούν να αξιωθούν, την απάντηση δίνει το άρθρο 1938 ΑΚ , βάσει του οποίου αποκαθίστανται μόνο οι αναγκαίες δαπάνες, δηλαδή όσες ήταν απαραίτητες για την συντήρηση του κληρονομιαίου αντικειμένου λαμβάνοντας υπόψη το τι επιτάσσει η τακτική διαχείριση. Για να γίνει σαφέστερο, αν υποθέσουμε ότι το κληρονομιαίο αντικείμενο είναι ένα παλιό ακίνητο, ο βεβαρυμένος με καταπίστευμα , αν επισκευάσει την στέγη και προβεί σε καλύτερη μόνωση , προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές φθορές από υγρασία , μπορεί μετά την επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο να αξιωση την αξία των ενεργειών αυτών. Απεναντίας, αν είχε κάνει μη αναγκαίες δαπάνες, αλλιώς επωφελείς, δεν θα μπορούσε να ζητήσει το πόσο που δαπάνησε. Για παράδειγμα θα αποτελούσε πολυτελή δαπάνη το να βάλει ακριβά πλακάκια, καθώς αυτά δεν επιτελούν καμία λειτουργία, αλλά μόνο βελτιώνουν εμφανισιακά το ακίνητο. Εδώ, να επισημανθεί πως οποιαδήποτε δαπάνη γίνει μετά την επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο, βαρύνει αποκλειστικά αυτόν.
Μια ενδιαφέρουσα απόφαση για τον θεσμό του καταπιστεύματος είναι αυτή του Αρείου Πάγου, 158/20011, όπου ο διαθέτης άφησε την κληρονομία του στον αδερφό του και όρισε ως καταπιστευματοδόχο αυτόν που προέβη στην άσκηση αγωγής, αφού θεώρησε πως θίγεται από το ότι δόθηκαν χρήματα της περιουσίας στον εναγόμενο και βεβαρυμένο με καταπίστευμα, όταν κινήθηκαν οι διαδικασίες για δικαστική συμπαράσταση αυτού. Συγκεκριμένα στήριξε τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι ο εναγόμενος είχε ικανή περιουσία και ήταν αδικαιολόγητο να δαπανηθεί το πόσο που εν τέλει δικαιούται ως καταπιστευματοδόχος, καθώς αυτό δεν εμπίπτει σε αναγκαία δαπάνη, επομένως έπρεπε να του επιστραφεί.
Εν κατακλείδι, ο θεσμός του καταπιστεύματος, παρόλο που πολλές φορές δεν δηλώνεται πανηγυρικά, συναντάται σε αρκετές διαθήκες και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς πολλές φορές το σημείο επαγωγής στον καταπιστευματοδόχο δεν είναι εξόφθαλμα αλλά εξαρτάται από κάποια αίρεση, δηλαδή από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, με βάση το άρθρο 201επ. ΑΚ.21
Πηγές
- efotopoulou.gr, καταπίστευμα
- foroline.gr , διαδικασία σχετική με καταπίστευμα
- ΑΠ 158 /2011
- Κληρονομικό Δίκαιο, Γεωργιάδης
- Επιτομή Κληρονομικού Δικαίου, Βαρελάς