10.7 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΤα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και η πολιτική της απέναντι στην Ελληνική...

Τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και η πολιτική της απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση


Του Βασίλη Δημόπουλου,

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 απέναντι στον αφόρητο Τουρκικό ζυγό, διατηρεί περίοπτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ιστορία, τεκμηριώνοντας τη σθεναρή αντίσταση των αμέτρητων Ελλήνων έναντι των Οθωμανών και την τελική ανεξαρτητοποίηση της χώρας. Αναμφισβήτητα, το προαναφερθέν δε θα μπορούσε να καταστεί δυνατό, εάν δεν υπήρχε η εξωτερική βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα στη δύση των πολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1820. Η Μεγάλη Βρετανία, με το πρωτοφανές κύμα φιλελληνισμού και την περισσή στήριξή της στην πληγωμένη Ελλάδα, διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο και αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο αρωγής στη χώρα με τη στάση της, με αποκορύφωμα την ενεργό συμμετοχή της στη ναυμαχία του Ναυαρίνο, το 1827. Η εν λόγω στάση, βέβαια, μίας εκ των ναυαρχίδων των Δυνάμεων της Ευρώπης την εποχή εκείνη, δεν ήταν πάντοτε ευνοϊκή προς την ταλαιπωρημένη Ψωροκώσταινα.

Με την ήττα του Βοναπάρτη Ναπολέοντα στο Βατερλό της Φλάνδρας, στο σημερινό, δηλαδή, Βέλγιο, το 1815, η Ευρώπη φθάνει σε ένα δύστροπο σταυροδρόμι επιλογών σχετικά με το άμεσο μέλλον της. Τη διαφαινόμενη λύση στο αινιγματικό τούτο δίλημμα, έδωσε η δημιουργία της λεγόμενης «Ιεράς Συμμαχίας», λίγους μήνες αργότερα του ίδιου έτους, αποτελούμενη από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Αυτές ήταν η Αυστρία, η Ρωσία, η Πρωσία και η Μεγάλη Βρετανία, οι ίδιες, δηλαδή, χώρες που είχαν νικήσει το μέγα Γάλλο στρατάρχη.

Στόχος της Ιεράς Συμμαχίας, υπήρξε η κατάπνιξη οποιουδήποτε επαναστατικού κινήματος στη Γηραιά Ήπειρο και η προσπάθεια διατήρησης του status quo των πολεμικών δυνάμεων. Η ακανθώδης, ωστόσο, ατμόσφαιρα και η συνεχής αγανάκτηση των Ελλήνων πολιτών, απότοκα των εκτεταμένων βασανισμών που υπέστησαν από τους Οθωμανούς, δε θα μπορούσαν να περιοριστούν από την προαναφερόμενη διπλωματική έκβαση.

Την ίδια περίοδο, λοιπόν, που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η Ιερά Συμμαχία είχε να αντιμετωπίσει δύο άλλες επαναστατικές κινήσεις, των Ισπανών και των Ιταλών. Δεν παρατηρούσε με ανησυχία τη φλεγόμενη κατάσταση που διαδραματιζόταν τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στις Παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας, καθώς δεν θεωρούσε πως υπήρχε κίνδυνος που απαιτούσε την επισταμένη προσοχή της. Από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην Ιερά Συμμαχία, η Μεγάλη Βρετανία εμφάνισε πρώτη ορισμένα σημάδια ενόχλησης σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, ακόμα και αν δεν θεωρούσε πως πρόκειται για κάτι ανησυχητικό. Μάλιστα, η στάση της, εξαρχής, υπήρξε αρνητική, κυρίως διότι ήλπιζε σε γρήγορη καταστολή της από τους Οθωμανούς, καθώς διαφορετικά, η Ελλάδα θα ετίθετο υπό την προστασία της Ρωσίας και δη του τσάρου Αλέξανδρου.

Ο Robert Stewart Castlereagh. Έργο του Hugh Douglas Hamilton. Λάδι σε καμβά. Πηγή/pinterest.ru

Η Ρωσία, όμως, ακροβατούσε σε δύο καθόλα αντίθετες συνθήκες. Από τη μία, σαφώς επιθυμούσε να διατηρήσει ουδετερότητα απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση, φοβούμενη τυχόν επιπλοκές στις θυελλώδεις εμπορικές και πολεμικές σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ, από την άλλη, πιεζόταν να δράσει υπέρ της Επανάστασης από ανθρώπους που προέρχονταν από το περιβάλλον πλησίον του Τσάρου. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, μελλοντικός πρώτος κυβερνήτης της ανεξαρτητοποιημένης Ελλάδας, ο οποίος βρισκόταν τότε στη σημαίνουσα θέση του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου. Μέσω της διπλωματικής επιρροής του, ο Καποδίστριας προσπάθησε να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δράσουν άμεσα για την καταστολή της Επανάστασης, με βασικό επιχείρημα ότι η εν λόγω επαναστατική κίνηση διέφερε των υπολοίπων που εξακολουθούσαν να μαίνονται ανά την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν έγινε πλήρως αντιληπτό από τους Έλληνες αγωνιστές, κατά το πρώτο διάστημα της Επανάστασης, παρά μόνο στην πορεία που εκείνη ακολούθησε.

Ωστόσο, η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούσε να λάβει σαφή θέση στο διαφαινόμενο ζήτημα περί ουδετερότητας ή μη απέναντι στο ξέσπασμα των πρώτων πολεμικών συγκρούσεων στη Πελοπόννησο. Η Βρετανική Κυβέρνηση, θεώρησε ορθό να διατηρήσει αρνητική στάση απέναντι στην Επανάσταση, καθώς ήταν πολύ πιθανό να διαταραχθεί το ήδη κατεστημένο σύστημα διαμοιρασμού της πολεμικής δύναμης στην πολεμόχαρη Ευρώπη. Προτιμούσε να στηρίξει έμμεσα τους Οθωμανούς, με την ελπίδα πως ο αναβρασμός των Ελλήνων σταδιακά θα υποχωρούσε και θα επαναφερόταν η προηγούμενη τάξη. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Robert Stewart Castlereagh, συμμεριζόταν, μάλιστα, τούτες τις απόψεις, αν και συνεχώς παρόντα στον εσωτερικό λογισμό του, υπήρχαν σπέρματα σκέψεων κατανόησης για τους Έλληνες. Μολαταύτα, οι σκέψεις του αυτές δεν ήταν αρκετές, ώστε να έρθουν σε αντιπαραβολή με τις υφιστάμενες αποφάσεις του συνόλου της Βρετανικής Κυβέρνησης.

Η αγγλική πολιτική απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση συνέπιπτε με την πολιτική της Αυστρίας, η οποία επηρεαζόταν από την έντονη επιθυμία της τελευταίας για εδαφικές επεκτάσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο, γεγονός που θα εμποδιζόταν με τη δημιουργία νέων Χριστιανικών Κρατών. Η Μεγάλη Βρετανία, αν και δε διατηρούσε κρυφές επιθυμίες επεκτατικής πολιτικής, όπως η Αυστρία, επίσης δεν επιθυμούσε την σύσταση νέων Χριστιανικών Κρατών, καθώς κάτι τέτοιο θα εμφανιζόταν ως τροχοπέδη στις φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με την Υψηλή Πύλη και τις εμπορικές συνδιαλλαγές που απορρέαν από αυτού του είδους τις σχέσεις. Παρομοίως, όπως προαναφέρθηκε, φοβόταν πως η Ρωσία, ορμώμενη από τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, θα προσπαθούσε να πραγματοποιήσει επέκταση προς τη Μεσόγειο.

Ο Thomas Maitland. Έργο Αγνώστου. Εκτίθεται στο Thirlestane Castle. Πηγη/artuk.org

Φυσικά επακόλουθα των προειρημένων, υπήρξαν οι πρώτες επιχειρήσεις κατά της Ελληνικής Επανάστασης από την Αγγλική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων, μερικούς μήνες μετά την έναρξη της στην Πελοπόννησο. Ύστερα από τη ναυμαχία της Πάτρας, το Φεβρουάριο του 1822, στην οποία οι Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις αντίστοιχες ναυτικές δυνάμεις των Οθωμανών, με διαφαινόμενους ηγέτες τους Θεοφιλόπουλο και Μιαούλη, ο τουρκικός στόλος αναγκάσθηκε να καταφύγει προς τα παράλια της Ζακύνθου. Ο μαινόμενος επαναστατικός αναβρασμός των Ελλήνων, τους οδήγησε να ακολουθήσουν τις τουρκικές ναυαρχίδες και να προσπαθήσουν να εισέλθουν στα χωρικά ύδατα του νησιού. Η Αγγλική Διοίκηση, όμως, της Ζακύνθου, τους απαγόρευσε την είσοδο και ζήτησε επιτακτικά την άμεση απομάκρυνση των ελληνικών πλοιαρίων, με την αιτιολογία πως έπρεπε να διαφυλαχθεί η ουδετερότητα και να μην πραγματοποιηθεί η προσάραξη κανενός εχθρικού καραβιού στα παράλια του νησιού, παρά μόνο για λόγους ανάγκης και «φυσικής δυστυχίας».

Το εν λόγω περιστατικό, όπως ήταν λογικό, ενόχλησε ιδιαίτερα τους Έλληνες Ναυτικούς, κυρίως διότι με τους ίδιους όρους όφειλε η Αγγλική Διοίκηση να αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό στόλο, ο οποίος ήταν ήδη προσαραγμένος ανατολικά της Ζακύνθου. Σαφώς απογοητευμένοι από την εχθρική στάση των Άγγλων, οι Έλληνες αποφάσισαν να αποπλεύσουν από τα παράλια της νήσου και να επιστρέψουν προς το Μεσολόγγι. Μόνο ο Μιαούλης παρέμεινε στα ανοιχτά, καθώς επιθυμούσε να πραγματοποιεί ανιχνευτικές επιχειρήσεις στα παράλια της Αιτωλίας και της Ηπείρου, προς συνδρομή, παράλληλα, του αγώνα που γινόταν στο Σούλι.

Για ακόμα μία φορά, ωστόσο, εκδηλώθηκε ένα περιστατικό ανθελληνικής συμπεριφοράς της Μεγάλης Βρετανίας κατά της Επανάστασης, όταν η προαναφερόμενη ναυτική μοίρα υπό το πρόσταγμα του Μιαούλη, βρισκόταν στα Ηπειρωτικά παράλια. Ο σπουδαίος θαλασσομάχος, στις αρχές Μαρτίου του 1822, επιχείρησε να προσβάλει μία μικρή Οθωμανική ναυτική μοίρα, που βρισκόταν στο λιμάνι του Μούρτου, στη Θεσπρωτία. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, όφειλε να διαβεί τον πορθμό μεταξύ Κέρκυρας και Ηπείρου. Η Αγγλική Διοίκηση, βέβαια, απαγόρευσε την ελεύθερη διάβαση του Έλληνα Ναυτικού, καθώς υποστήριζε πως η ναυτική τούτη ζώνη χαρακτηριζόταν ως «ουδέτερη». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν εμπόδισε τους Τούρκους να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο σημείο ως ναυτική βάση, εξαγριώνοντας τους Έλληνες.

Στις επακόλουθες διαμαρτυρίες των Ελλήνων, οι Άγγλοι αντέδρασαν με τη σύλληψη του πλοιάρχου Αντώνη Ραφαήλ, ο οποίος είχε σταλθεί από τον ίδιο το Μιαούλη, ώστε να επιδώσει τη διαμαρτυρία. Προς απάντηση, μάλιστα, του αιτήματος των Ελλήνων Ναυτικών να επιβληθούν με παρόμοιο τρόπο στις Τουρκικές ναυτικές μοίρες που βρίσκονταν προσαραγμένες μερικά μίλια μακριά από εκείνες και στο εσωτερικό της αναφερόμενης ως «ουδέτερης» ζώνης, οι Άγγλοι απέστειλαν μέσω του Ύπατου Αρμοστή των Ιονίων, Thomas Maitland, ένα περιφρονητικό έγγραφο, στο οποία μνημονευόταν έμμεσα η εχθρική στάση της Αγγλίας στην Ελληνική Επανάσταση, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, τους Έλληνες αγωνιστές ως αλαζόνες που προσπάθησαν να διασπάσουν την καθεστηκυία ουδετερότητα.

Πορτραίτο του George Canning. Έργο του Richard Evans (1825) Λάδι σε καμβά. Πηγή/commons.wikimedia.org

Η σταδιακή μεταστροφή της Μεγάλης Βρετανίας, ξεκίνησε να πραγματοποιείται στις αρχές του επόμενου έτους, όταν αναγνώρισαν του Έλληνες ως εμπόλεμους. Στη συνέχεια, αναγνώρισαν το ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Οι λόγοι της εν λόγω μεταστροφής του ενδιαφέροντος των Βρετανών ποικίλλουν και παρατηρούνται σε αρκετά φάσματα της κοινωνικής και διπλωματικής κατάστασης που βρίσκεται εκείνη την περίοδο η Ευρώπη. Η επανάσταση και η μετέπειτα καταστροφή στο νησί της Χίου, που συντάραξε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και, παράλληλα, η γενικότερη κατάσταση με τη βάναυση μεταχείριση των Οθωμανικών δυνάμεων στους Επαναστατημένους Έλληνες, αναμφισβήτητα συνέδραμαν στην προαναφερόμενη μεταστροφή της Μεγάλης Βρετανίας, κυρίως σε ψυχολογικό υπόβαθρο. Μετά το θάνατο του Castlereagh, ο άνθρωπος που τον διαδέχτηκε υπήρξε ο George Canning, ο οποίος αποτέλεσε τον κύριο πυλώνα σταδιακής απομάκρυνσης της παλαιάς Αγγλικής πολιτικής κατά της Ελληνικής Επανάστασης, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας στην καθοριστική ναυμαχία του Ναυαρίνο, το 1827.

Συνοψίζοντας, η θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης κατά τα πρώιμα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης ήταν σαφώς αρνητική και επεδίωκε την τήρηση ανθελληνικής στάσης απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Τα γεγονότα που συνέβησαν στα Ιόνια Νησιά, αλλά και σε διάφορα προξενεία ανά τη χώρα, κυρίως σε εκείνο της Πάτρας, έμειναν χαραγμένα στις σκέψεις των Ελλήνων της εποχής. Η σταδιακή μεταστροφή της Μεγάλης Ευρωπαϊκής δύναμης, διαθέτει τις ρίζες στην αρχική πεποίθησή της για την τήρηση συνεχούς ουδετερότητας, η οποία άφηνε ουσιαστικά αβοήθητους τους Έλληνες αγωνιστές. Το τελευταίο προστίθεται σε μία μακρά λίστα επιχειρημάτων, τεκμηριώνοντας τη ψυχική και πολεμική υπέρβαση που επετεύχθη με την έναρξη των γεγονότων του 1821.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1976) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Β. Κρεμμυδάς (2016), Η Επανάσταση του 1821 Αθήνα: Εκδ. GUTENBERG
  • Κ. Κώστας (2018) Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα: Εκδ. ΠΑΤΑΚΗΣ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Δημόπουλος
Βασίλης Δημόπουλος
Γεννημένος το 1998, μεγάλωσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στην πόλη της Καλαμάτας. Από τα σχολικά του χρόνια μέχρι και σήμερα, αφιερώνει σημαντικό κομμάτι του ελεύθερου του χρόνου στην μελέτη της Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας και στην συμμετοχή του σε Ιστορικές και Φιλολογικές ημερίδες. Του αρέσει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα η καλαθοσφαίριση, η μαγειρική, η παρακολούθηση σειρών και η συναναστροφή με τους κοντινούς του ανθρώπους.