Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,
Για τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα -τουλάχιστον στα κράτη της Δύσης- το δικαίωμα να παντρευτούν το άτομο που αγαπάνε είναι αυτονόητο. Με τη συζήτηση να επικεντρώνεται πλέον στην κατοχύρωση του δικαιώματος των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο, θα φαινόταν σχεδόν αδιανόητη η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα αυτό με βάση φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια. Η πραγματικότητα αυτή, όμως, δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε αυτόματη· στις Η.Π.Α., για παράδειγμα, μια χώρα του πρώτου κόσμου, χρειάστηκε να δοθεί ένας μεγάλος αγώνας, για να φτάσουμε στο καθεστώς αυτό της γαμικής ελευθερίας.
Μέχρι και 50 χρόνια πριν, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπήρχε ακόμη πλήθος νόμων που απαγόρευε τον γάμο μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές «φυλές», καθιστώντας την τέλεσή του ποινικό αδίκημα, συχνά στο βαθμό κακουργήματος (!). Τα αναχρονιστικά και αναμφίβολα ντροπιαστικά αυτά νομοθετήματα δεν ήταν παρά ισχυρά κατάλοιπα της ταραχώδους ιστορίας της χώρας, με επίκεντρο τον φυλετικό διαχωρισμό (segregation), με τις απαρχές τους να εντοπίζονται στην εποχή της δουλείας του 19ου αιώνα. Εκφράζοντας ρατσιστικές αντιλήψεις, ήταν προφανές ότι αποσκοπούσαν στην αποτροπή «ανάμειξης» των φυλών, θυμίζοντας τίποτε άλλο από αντίστοιχες θεωρίες περί Αρίας φυλής.
Την αρχή τους τέλους για το καθεστώς αυτό -που, μάλιστα, ίσχυε σε τουλάχιστον 16 Πολιτείες- επρόκειτο να θέσει ένα ζευγάρι από τη Virginia: ο Richard και η Mildred Loving. Εκείνος ήταν λευκός, ενώ εκείνη ήταν Αφροαμερικανή, με καταβολές από τους ιθαγενείς της Νέας Ηπείρου. Ερωτεύτηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία και αποφάσισαν να παντρευτούν στην πρωτεύουσα Washington D.C. Με την επιστροφή τους στην Πολιτεία, όπου διέμεναν, γρήγορα συνάντησαν αντιδράσεις· το αποκορύφωμα αυτών συνέβη, όταν αστυνομικοί εισέβαλαν ένα βράδυ μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και συνέλαβαν τους δύο νεόνυμφους. Όπως θα περίμενε κανείς, τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για «παράνομη συμβίωση», κατά παράβαση της νομοθεσίας της Virginia για απαγόρευση των μεικτών γάμων και μετά την καταδίκη τους αναγκάστηκαν να φύγουν από την πόλη τους.
Όντας βαθιά πικραμένοι από το γεγονός, ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν στη πατρίδα τους ως ζευγάρι, ξεκίνησαν, το 1963, έναν δικαστικό αγώνα, επιχειρώντας να ανατρέψουν όχι μόνο τη δική τους εξορία, αλλά να αλλάξουν το ισχύον σύστημα για ολόκληρη τη χώρα. Με τη βοήθεια της Αμερικανικής Ένωσης Προάσπισης των Ατομικών Δικαιωμάτων, άσκησαν αλλεπάλληλες εφέσεις στην καταδικαστική απόφαση και η υπόθεσή τους κατέληξε στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, το οποίο επρόκειτο να εκδώσει μια απόφαση που έκοψε οριστικά τον γόρδιο δεσμό των απαγορεύσεων. Αποτελώντας σταθμό στην ιστορία των δικαιωμάτων των Η.Π.Α., η Loving vs. Virginia κήρυξε πανηγυρικά το 1967 ως αντισυνταγματικούς τους νόμους που περιορίζουν το δικαίωμα στον γάμο μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού χρώματος.
Ομόφωνα οι 9 Δικαστές του Supreme Court απέρριψαν τη δικαιολογία της Πολιτείας, ότι τέτοιοι νόμοι «βαρύνουν ισάξια τόσο λευκούς όσο και έγχρωμους ανθρώπους», και συντάχθηκαν κατηγορηματικά υπέρ της αντισυνταγματικότητάς τους. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί, ακριβώς επειδή στηρίζονται στο χρώμα του δέρματος των ατόμων, παραβιάζουν καταφανώς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που καθιερώνει το Αμερικανικό Σύνταγμα. Ο εισηγητής Warren έγραψε ότι «ο περιορισμός στην ελευθερία των ανθρώπων να παντρευτούν που στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια αντιτίθεται στο κεντρικό νόημα της κατοχυρωμένης ίσης μεταχείρισης των Πολιτών».
Παράλληλα, το Δικαστήριο έγειρε διαχρονικά επιχειρήματα που έμελλαν να διατελέσουν τη βάση για πλήθος διαφορετικών αποφάσεων σχετικά με το ελευθερία του γάμου, «το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο για την ευτυχία των ανθρώπων». Έτσι, έκρινε ότι η επιβολή φυλετικών περιορισμών σε ένα τόσο βασικό αγαθό καθίσταται ανεπίτρεπτη για την έννομη τάξη, διότι είναι παντελώς ανυποστήρικτη (συνταγματικά) και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έννοια της ισότητας.
Φυσικά, η απόφαση αυτή χαιρετίστηκε ως κορυφαία στιγμή στο κίνημα των Ατομικών Δικαιωμάτων της εποχής και αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην μάχη κατά του φυλετικού διαχωρισμού. Στον απόηχό της, κατέστησαν μονομιάς ανεφάρμοστοι όλοι οι σχετικοί νόμοι, όχι μόνο στη γενέτειρα των Loving, αλλά σε κάθε Πολιτεία της χώρας, ιδίως στον βεβαρυμμένο με προβληματικό και ρατσιστικό παρελθόν Νότο. Την ίδια στιγμή, οι γάμοι μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλετικών καταβολών απέκτησαν νομιμοποίηση σε εθνικό επίπεδο και γνώρισαν μεγάλη άνθιση φτάνοντας από το 0,4% (το 1960) στο 15% του συνόλου κατά τον 21ο αιώνα.
Αναμφίβολα, η κληρονομιά των Loving είναι μεγάλη. Στα βαθιά της γεράματα, η Mildred Loving εκδήλωσε δημόσια την πεποίθηση, ότι όταν ένας άνθρωπος αγαπάει έναν άλλο, πρέπει έχει το δικαίωμα να τον παντρευτεί, υπερβαίνοντας τους φόβους και τις προκαταλήψεις των άλλων. Διακήρυξε την πίστη της, ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου ή προσανατολισμού, δικαιούνται την ίδια αυτή ελευθερία. Άλλωστε, είπε, αυτό σημαίνει να αγαπάς (That’s what Loving is about).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Loving V. Virginia, HISTORY, διαθέσιμο εδώ
- On this day, Supreme Court hears Loving arguments, Constitutioncenter.org, διαθέσιμο εδώ
- Loving v. Virginia, Encyclopedia Brittanica, διαθέσιμο εδώ