Της Βασιλικής Καράμπαμπα,
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο όρος «εξισλαμισμός» ήταν γνωστός στον ελληνικό κόσμο ως «τούρκεμα» (στη δημώδη γλώσσα) ή «εκτουρκισμός». Όμως, από τους Έλληνες προξένους καταγράφεται ως η προσχώρηση στην «οθωμανική θρησκεία». Συνώνυμες λέξεις είναι: η αλλαξοπιστία, η αρνησιθρησκεία, η εξώμοση, η προσχώρηση στον μωαμεθανισμό.
Προκειμένου να εντοπίσουμε τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι εξισλαμισμοί στον ελληνικό χώρο και να τοποθετήσουμε συμβατικά τα χρονολογικά τους όρια, είναι σημαντικό να αναφερθούμε στη χρονολογική περίοδο την οποία καταλαμβάνει η Οθωμανική αυτοκρατορία από την ίδρυσή της εώς και τη πτώση της.
Συμβατικά, η Τουρκοκρατία ή Οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ολοκληρώνεται με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στη πραγματικότητα, όμως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο (Μ. Ασία, Ν. Βαλκάνια) αρχίζει το 1071 με την ήττα του βυζαντινού στρατού υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη από τους Σελτσούκους Τούρκους στη μάχη του Μάτζικερτ της Αρμενίας. Η εξάπλωσή τους ήταν σταδιακή και προοδευτικά κατέκτησαν όλη την έκταση της σημερινής Ελλάδας, με εξαίρεση τα νησιά του Ιονίου.
Σημαντική τομή στη περίοδο 1453 – 1821 είναι η άλωση του Χάνδακα της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού χώρου. Έτσι, δημιουργείται ένας ρευστός τριμερής χρονολογικός διαχωρισμός: (1) περίπου 1453 – περίπου 1600, (2) περ. 1600 – 1750 (μέσα 18ου αι.), (3) περ. 1750 – 1821. Συνεπώς, οι εξισλαμισμοί που συνέβησαν την περίοδο αυτή διακρίνονται σε φάσεις που συμπίπτουν με τη παραπάνω περιοδολόγηση.
Πιο αναλυτικά, στις αρχές του 15ου αι., δηλαδή πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, τούρκικα φύλλα, οι Σελτσούκοι Τούρκοι είχαν ήδη προχωρήσει στη διαδικασία εξισλαμισμού του πληθυσμού της Μ. Ασίας. Επρόκειτο για ένα γρήγορο εξισλαμισμό που διαδραμάτησε σπουδαίο ρόλο στη μετ’ έπειτα εξάπλωση της θρησκείας του Ισλάμ. Ήδη μέχρι το 1454, στα παράλια της Μ. Ασίας επικράτησαν τούρκικα τοπωνύμια που παραγκώνισαν τα προηγούμενα ελληνικά. Γενικά, όμως, οι εξισλαμισμοί που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πρώιμου 15ου αι. ήταν μικρής έκτασης και αφορούσαν κυρίως το στρατιωτικό σώμα, στο οποίο επιθυμούσαν πολλοί να ενταχθούν, αφού πρώτα ασπάζονταν την ισλαμική πίστη, προκειμένου να ανέλθουν κοινωνικά και να πετύχουν την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.
Την περίοδο μετά το 1453, τα αριθμητικά δεδομένα φαίνεται να αλλάζουν σημειώνοντας μια ανοδική πορεία. Η πτώση της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σήμανε τον νέο κατακτητή μαζί με όλα τα αρνητικά συνακόλουθα, όπως οικονομικές και θρησκευτικές πιέσεις. Αυτές ήταν και οι βασικές αιτίες που οδήγησαν στην προσχώρηση στο Ισλάμ προκειμένου να αποφευχθούν τα δεινά. Οι εξισλαμισμοί που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο αυτή μέχρι και το 1669, ήταν άλλοτε ομαδικοί και άλλοτε ατομικοί. Κατά τον 16ο αι. εφαρμόσηκε, επίσης, αρκετές φορές ο θεσμός του «παιδομαζώματος» (στρατολογία παιδιών χριστιανών).
Γενικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αι. παρατηρήθηκε μια κορύφωση των εξισλαμισμών, κυρίως των εθελούσιων, και συγκεκριμένα μέχρι τη τρίτη δεκαετία του 16ου αι. ο ρυθμός εξάπλωσης του Ισλάμ ήταν γρηγορότερος στα αστικά περιβάλλοντα παρά στα αγροτικά. Οι λόγοι της γρήγορης επέκτασης του φαινομένου αυτού στις πόλεις κρύβονται όχι μόνο στις οικονομικές δυσχέρειες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι χριστιανικοί πληθυσμοί, αλλά και στη διαρκή επαφή τους με τον τρόπο ζωής των μουσουλμανικών πληθυσμών. Στα τέλη του αιώνα παρατηρήθηκε μια αρθρόα εισχώρηση στο Ισλάμ και των αγροτικών μη – μουσουλμανικών πληθυσμών. Οι παράγοντες του φαινομένου αυτού ποικίλουν και πάλι (οικονομική καταπίεση, ατονία του θρησκευτικού συναισθήματος, επαφή με το Ισλάμ). Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι. η ραγδαία μείωση των μη–μουσουλμάνων στις αγροτικές περιοχές ήταν πλέον έκδιλη. Εκτός όμως από τους παραπάνω, στη δημιουργία της κατάστασης αυτής, συντέλεσαν και άλλοι παράγοντες, όπως πολλοί θάνατοι που προκλήθηκαν από επιδημίες.
Από τα τέλη του 17ου αι. και κυρίως μετά το 1669 ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης του φαινομένου. Δεν πραγματοποιούνται άλλοι εξισλαμισμοί ιδίως στον ελληνικό χώρο (π.χ. Κρήτη). Το παιδομάζωμα περιορίζεται δραματικά και το οθωμανικό κράτος προχωρά σε επίσημη απόφαση απαγόρευσης βίαιων εξισλαμισμών. Τα παραπάνω γεγονότα χαρακτηρίζουν την περίοδο μέχρι το 1770.
Για τη χρονολογική περίοδο από το 1770 μέχρι και τις απαρχές της Ελληνικής Επανάστασης (1821) διαθέτουμε περισσότερες πηγές σχετικές με τις καταπιέσεις που υπέστησαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί, οι οποίες μας επιβεβαιώνουν τη ραγδαία αύξηση των εξισλαμισμών που την περίοδο αυτή έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Τα αίτια της καταδυνάστευσης αυτής μπορούν να εντοπιστούν στα επαναστατικά γεγονότα του 1770 που ώθησαν τους Οθωμανούς να προσηλυτίσουν περισσότερους χριστιανούς ως αντίποινα για την ανυπακοή τους.
Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω κατάσταση μεταβάλλεται ξανά μετά το 1821 ακολουθώντας κατεύθυνση καθοδική. Ορισμένοι Βαλκάνιοι Ιστορικοί μιλούν για ένα «ξαφνικό σταμάτημα» της προέλασης του Ισλαμικού δόγματος στη μεγαλύτερη έκταση της Βαλκανικής Χερσονήσου μετά το β’ τέταρτο του 18ου αι. Στη Κρήτη συγκεκριμένα, η κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το θάνατο πολλών δυναμικών Τουρκοκρητών επέβαλε την άμεση αντίδραση πολλών χριστιανών και τη συμβολή τους στον περιορισμό της εξάπλωσης της θρησκείας του Ισλάμ. Ως τα τέλη του 19ου αι. οι εξισλαμισμοί γίνονταν σε μικρή κλίμακα και ήταν μόνο περιορισμένοι, όσον αφορά το γεωγραφικό κομμάτι της Βαλκανικής Χερσονήσου και ειδικότερα τον ελληνικό χώρο. Οι λόγοι που εξηγούν την αναχαίτηση της προέλασης του Ισλάμ κατά κόρον την περίοδο μετά το 1821 είναι αφενός η βελτίωση της οικονομικής θέσης των χριστιανών και αφετέρου η υποτονικότητα του ενδιαφέροντος των μουσουλμάνων για τη διάδοση του Ισλάμ.