17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΆμυνα, Βρασμός Ψυχικής Ορμής και Ανθρωποκτονία: Το «παράδειγμα» του αστυνομικού

Άμυνα, Βρασμός Ψυχικής Ορμής και Ανθρωποκτονία: Το «παράδειγμα» του αστυνομικού


Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,

Σύμφωνα με το αρ. 22 παρ. 2 ΠΚ: «άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτεθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους». «Επίθεση» είναι ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, η οποία απειλεί έννομο αγαθό και εκφράζει «εγκληματικό άδικο», χωρίς να απαιτείται η άδικη επίθεση να είναι και καταλογιστή στον δράστη, ενώ ο όρος «παρούσα» υποδηλώνει την επίθεση που επίκειται αμέσως ή έχει αρχίσει και συνεχίζεται. Σε περίπτωση διαρκούς εγκλήματος, η επίθεση θεωρείται «παρούσα» καθ’ όλη την διάρκεια της παράνομης καταστάσεως, ενώ στα εγκλήματα, όπου η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης διαχωρίζεται χρονικά από την ουσιαστική αποπεράτωση (κλοπή, ληστεία), δικαίωμα άμυνας χωρεί μέχρι την περάτωση αυτών. Δεν είναι «παρούσα» η επίθεση όταν έχει παύσει να απειλείται το έννομο αγαθό, π.χ. όταν ο δράστης αφοπλίστηκε ή ο ληστής έχει διαφύγει με τα κλοπιμαία και έχει οριστικά διασφαλίσει την κατοχή τους. Όσον αφορά την αμυντική πράξη, συνάγεται ότι καλύπτεται από την άμυνα μόνο η βλάβη εννόμων αγαθών του επιτιθέμενου, η οποία θα πρέπει να είναι σχετική με την επίθεση και να κατατείνει στην άμεση, ασφαλή και οριστική απόκρουση αυτής. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει χρονική εγγύτητα μεταξύ άμυνας και επιθέσεως.

Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας, τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης, το είδος της βλάβης που απειλούσε και από τις λοιπές περιστάσεις (αρ. 22 παρ. 3 ΠΚ). Παρότι δεν είναι αναγκαία κάθε φόρα η στάθμιση της αξίας του απειλούμενου από την επίθεση και του προσβαλλόμενου από την αμυντική πράξη αγαθού, θεωρία και νομολογία υποστηρίζουν πως όταν υπάρχουν περισσότεροι εξίσου ασφαλείς τρόποι απόκρουσης, ο αμυνόμενος υποχρεούται να κάνει χρήση του ηπιότερου από αυτούς. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η ενάσκηση του δικαιώματος άμυνας εξικνείται μέχρι του σημείου θανάτωσης του δράστη;

Κατά το αρ. 23 ΠΚ: «όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις σχετικές με αυτήν διατάξεις. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση». Υπέρβαση άμυνας είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην εκάστοτε ειδική περίπτωση μέτρο. Κρίνεται αντικειμενικά, σύμφωνα με το αρ. 22 παρ. 3 ΠΚ, ενώ οι «λοιπές περιστάσεις» εκτιμώνται από τον δικαστή, ο οποίος σταθμίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιο ήταν το αναγκαίο μέτρο και πώς ο αμυνόμενος το υπερέβη. Επί καταδίκης, θα πρέπει επιπροσθέτως να καθορίζεται στην απόφαση κατά ποιον άλλον τρόπο μπορούσε να αποκρουστεί η επίθεση και να διασαφηνίζεται αν η υπέρβαση έγινε από πρόθεση ή αμέλεια, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, η ποινική μεταχείριση του υπαιτίου είναι διαφορετική.

Μια σημαντική διευκρίνηση θα πρέπει να γίνει όσον αφορά τον φόβο ή την ταραχή που οδήγησαν τον αμυνόμενο στην υπέρβαση του αμυντικού του δικαιώματος και τον βρασμό ψυχικής ορμής που οδηγεί στην τέλεση ανθρωποκτονίας, σύμφωνα με την υπ’αρ. 996/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΣΤ,ΠΟΙΝΙΚΕΣ).

Ως βρασμός ψυχικής ορμής (ή αψιθυμία, όπως ο όρος αυτός αποδίδεται από την επιστήμη της ψυχολογίας) νοείται η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση του συναισθήματος ή του πάθους, η οποία, ως ενεργός αιτία, κυριαρχεί ή καθορίζει την απόφαση και εκτέλεση του εγκλήματος και οδηγεί τον δράστη στην αδυναμία στάθμισης με ηρεμία των αιτιών που τον ωθούν προς το έγκλημα και εκείνων που τον απωθούν από αυτό, χωρίς να τον οδηγεί μέχρι την διατάραξη της συνειδήσεώς του, η οποία επιφέρει στέρηση της ικανότητας ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά την έννοια των αρ. 34 και 36 ΠΚ (σχέση αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην ψυχική υπερδιέγερση αφενός και στην απόφαση και εκτέλεση της πράξης αφετέρου).

Ωστόσο, ο φόβος του δράστη ανθρωποκτονίας, ως συναισθήματος, που οδηγεί σε αιφνίδια υπερδιέγερση από οποιαδήποτε αιτία και δημιουργεί την κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, η οποία οδηγεί σε ηπιότερη μεταχείριση (αρ. 299 παρ. 2), είναι εντελώς διαφορετικός από τον φόβο ή την ταραχή που προκαλείται αποκλειστικά λόγω της επίθεσης και αποτελούν την αιτία υπέρβασης των ορίων της άμυνας, η οποία οδηγεί στο ατιμώρητο της πράξης του. Μια ανθρωποκτονία που τελείται στο πλαίσιο ενάσκησης του δικαιώματος άμυνας είναι αναμφίβολο ότι τελείται σε βρασμό ψυχικής ορμής λόγω της ξαφνικής επιθέσεως. Όμως ο βρασμός ψυχικής ορμής που οδηγεί στην ανθρωποκτονία δεν ισχύει ως αιτιολογία και για την υπέρβαση της άμυνας, με την έννοια ότι αυτός δεν δύναται να αποτελέσει τον λόγο υπέρβασης των ορίων του αμυντικού δικαιώματος. Παραδείγματος χάριν: Όταν ο Α (αστυνομικός) δέχεται επίθεση με πέτρα από τον Β και επιλέγει να τον πυροβολήσει στο κεφάλι (ενώ είναι δεδομένο ότι μπορεί να τον απωθήσει με μια ελαφρά σωματική βλάβη ή να τον ακινητοποιήσει πυροβολώντας τον σε άλλο μέρος του σώματος), τότε έχουμε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τελούμενη εν βρασμώ ψυχικής ορμής και υπέρβαση άμυνας, η οποία δεν μπορεί παρά να έγινε συνειδητά (δόλια/εκ προθέσεως υπέρβαση).

Είναι σαφές ότι, εν προκειμένω, αυτή η υπέρβαση δεν μπορεί να αποδοθεί στον φόβο ή στην ταραχή που προκάλεσε η επίθεση, καθώς, ενώ η περιέλευση σε κατάσταση φόβου δεν μπορεί να αποκλειστεί για οποιονδήποτε άνθρωπο, πρέπει να αναμένεται ότι ο αστυνομικός, λόγω της ειδικής εκπαίδευσής του στη χρήση πυροβόλου όπλου, θα διατηρεί την ψυχραιμία του και δεν θα υπερβαίνει υπό το κράτος ταραχής τα όρια που διαγράφει ο νόμος για την ορθή χρήση του (βλ. και Ν 3169/2003). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η υπέρβαση των ορίων της άμυνας προς απόκρουση της επιθέσεως του θύματος οφείλεται στον φόβο και ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, αφενός δεν δεσμεύει το δικαστήριο και αφετέρου η κρίση επί της πρώτης δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την δεύτερη. Παράλληλα, παρατηρείται και αδυναμία εννοιολογικής ταύτισης των δυο εννοιών. Επομένως πρόκειται για δυο αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι θα πρέπει να αποδεικνύονται ξεχωριστά.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΑΠ 996/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
  • Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά των προσωπικών αγαθών

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελληκαίτη Κουρτάκη
Ελληκαίτη Κουρτάκη
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1999. Διανύει το τρίτο έτος των προπτυχιακών της σπουδών στο τμήμα της Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να συλλέγει γνώσεις και εμπειρίες τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον ευρωπαϊκό και διεθνή δικαιϊκό κόσμο, παρακολουθώντας σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της. Στα έξω-νομικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται ο εθελοντισμός, η ανάγνωση βιβλίων και, κατά τον τελευταίο χρόνο, η αρθρογραφία.