15.2 C
Athens
Τρίτη, 29 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΜία σύντομη κριτική στα αθλητικά αδικήματα του άρθρου 41ΣΤ του Νόμου 2725/1999

Μία σύντομη κριτική στα αθλητικά αδικήματα του άρθρου 41ΣΤ του Νόμου 2725/1999


Του Σπύρου Σκοτώρη,

Συχνά στη χώρα μας παρατηρούνται περιστατικά σχετιζόμενα με την αθλητική βία, ευρείες συγκρούσεις οπαδών εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων αλλά και διαμάχες και αψιμαχίες μεταξύ των παραγόντων των αθλητικών συναντήσεων. Οι παραπάνω πράξεις αντιμετωπίζονται ποινικά στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 2725/1999 περί αθλητισμού και κυρίως με το άρθρο 41ΣΤ του νόμου αυτού. Είναι αυτονόητο ότι οι διατάξεις που θα αναλυθούν διακρίνονται για την αυστηρότητα και για την ανελαστικότητά τους, καθώς η πάγια λογική του Έλληνα νομοθέτη, είναι η όσο το δυνατόν πιο άμεση και αυστηρή επιβολή εκτιτέων ποινών διότι, απ’ ό,τι φαίνεται τουλάχιστον, με αυτόν τον τρόπο η πολιτική ηγεσία απεκδύεται των ευθυνών της και πετάει το «μπαλάκι» της αντεγκληματικής πολιτικής αποκλειστικά στη δικαιοσύνη.

Στις παραγράφους του μνημειώδους άρθρου 41ΣΤ, τιμωρείται εν πολλοίς κάθε παρεκκλίνουσα ανθρώπινη συμπεριφορά εντός ή εκτός αγωνιστικών χώρων, αρκεί να έχει αθλητικό υπόβαθρο, να σχετίζεται δηλαδή με αθλητικές ομάδες, με συγκεκριμένους αγώνες ή με αντιπαλότητα μεταξύ οργανωμένων οπαδών.

Ειδικότερα, με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος εντός αθλητικής εγκατάστασης ή στον περιβάλλοντα χώρο αυτής, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης, προβαίνει σε ρίψη οποιουδήποτε αντικειμένου πρόσφορου να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη, βιαιοπραγεί ή απειλεί κατά άλλου, κατέχει ή χρησιμοποιεί εύφλεκτες ύλες ή επικίνδυνα αντικείμενα ή εισέρχεται στους πιο πάνω χώρους έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Επειδή, όμως, για το νομοθέτη αυτό δεν είναι αρκετό, με την παράγραφο 2 διευρύνει το αξιόποινο και σε πράξεις οι οποίες τελούνται μακριά από την αθλητική εγκατάσταση ή πριν ή μετά την αναφερόμενη αθλητική συνάντηση, χαμηλώνοντας το κατώτατο όριο ποινής στους 3 μήνες. Εδώ λανθάνει ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον απειλείται η αθλητική δημόσια τάξη, όταν τελούνται αξιόποινες συμπεριφορές πολλά χιλιόμετρα μακριά από την τέλεση της αθλητικής συνάντησης.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: freepik.com

Σχολιάζοντας τις συγκεκριμένες διατάξεις θα πρέπει να παρατηρήσουμε την προσπάθεια του νομοθέτη να επιβάλει ποινικές κυρώσεις σε ήσσονος απαξίας συμπεριφορές. Αδυνατώ να αντιληφθώ τη λογική της ποινικής τιμώρησης της ρίψης ενός μπουκαλιού στον αγωνιστικό χώρο, ούτε τη μετατόπιση του αξιοποίνου χρονικά ακόμα και στην είσοδο του οπαδού με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του εντός του σταδίου. Η πρώτη συμπεριφορά θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται με διοικητικές κυρώσεις, για παράδειγμα με την απαγόρευση εισόδου στα γήπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα, ενώ η δεύτερη είναι τόσο χαμηλής απαξίας που η οποιαδήποτε ποινική ή διοικητική της αντιμετώπιση στερείται οποιασδήποτε λογικής.

Επεκτείνοντας την κριτική μου και σε επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθώ και στην παράγραφο 5, η εφαρμογή της οποίας θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τις αντοχές του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση. Στην αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω παραγράφου, ποινικά κολάσιμη πράξη αποτελεί η καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μέσω δημοσίου λόγου, υποκίνηση φαινομένων αθλητικής βίας ή και απειλών εναντίον, εν πολλοίς, οποιουδήποτε σχετίζεται με τα αθλητικά δρώμενα της χώρας, είτε πρόκειται για στέλεχος κάποιας αθλητικής αρχής ή ομοσπονδίας, είτε πρόκειται για μέλος δικαιοδοτικού οργάνου του αθλητισμού, είτε ακόμη και για δημοσιογράφους/σχολιαστές. Πρόκειται για μία μορφή τυποποίησης της απόπειρας ηθικής αυτουργίας και της απόπειρας συνέργειας, οι οποίες αυτοτελώς δεν θα είχαν ποινικό ενδιαφέρον.

Παρενθετικά να αναφέρω πως σε περίπτωση ύπαρξης τετελεσμένης συνέργειας ή ηθικής αυτουργίας το ορθότερο εδώ θα ήταν να μιλήσουμε για φαινομενική συρροή. Επιπλέον, ζήτημα αποτελεί η τυποποίηση του συγκεκριμένου αδικήματος ως αφηρημένης διακινδύνευσης, καθώς για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί η αφηρημένη δυνατότητα των πράξεων αυτών να οδηγούν γενικά στη διάπραξη εγκλημάτων σχετιζόμενων με τον αθλητισμό. Πώς οριοθετούνται, όμως, οι απλές δημόσιες κρίσεις, έστω και δυσμενείς και με οξύ λόγο διατυπωμένες, από τις ποινικά ενδιαφέρουσες; Το συγκεκριμένο ερώτημα γίνεται ακόμη πιο καίριο μετά την εισαγγελική πρόταση (η οποία οδήγησε και σε παραπομπή των υψηλόβαθμων στελεχών της ΠΑΕ Ολυμπιακός στο ακροατήριο) σύμφωνα με την οποία θεωρήθηκε υποκίνηση σε διάπραξη αδικημάτων βίας, η αναφορά σε δημόσια ανακοίνωση των λέξεων και φράσεων «ντροπή», «μαφία», «εγκληματική οργάνωση», «διεφθαρμένο παρακράτος» και η ρητορική ερώτηση «Θα περιμένουμε μια ασύλληπτη τραγωδία για να ξυπνήσει η κυβέρνηση και να ασχοληθεί;». Η μετατροπή του συγκεκριμένου αδικήματος σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης θα μπορούσε να περιορίσει το αξιόποινο σε ένα λογικό μέγεθος.

Η αυστηρότητα του νομοθέτη δεν εξαντλείται όμως εκεί. Το τελειωτικό χτύπημα στην κοινή νομική λογική έρχεται με την παράγραφο 6. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτήν ορίζεται πως οι ποινές των ανωτέρω άρθρων δεν αναστέλλονται. Με το άρθρο 8 περίπτωση β’ αφαιρείται και η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης με την άσκηση έφεσης.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα xρήσης: Scapin

Αναφορικά με τη δικονομική μεταχείριση των δραστών των αναλυόμενων συμπεριφορών, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 8, η δίωξη των παραπάνω αδικημάτων είναι αυτεπάγγελτη, η εκδίκασή τους λαμβάνει χώρα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο και εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία του αυτοφώρου. Παράλληλα, επιβάλλεται υποχρεωτικά η παρεπόμενη ποινή της απαγόρευσης παρακολούθησης αγώνων της ομάδας σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο η υπόθεση εισαχθεί με την κύρια διαδικασία και μέχρι να εκδικαστεί, επιβάλλονται και πάλι χωρίς διακριτική ευχέρεια ιδιαίτερα αυστηροί περιοριστικοί όροι (άρθρο 41Η ν. 2725/1999). Με ρητή αναφορά της παραγράφου 9, εξαιρούνται της αυτόφωρης διαδικασίας οι διαιτητές και οι αθλητές του εκάστοτε αγώνα που υποπίπτουν στα αδικήματα του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999 εφόσον η πράξη τους είναι πλημμέλημα και στρέφεται κατά της τιμής ή πρόκειται για εντελώς ελαφριά σωματική βλάβη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Εισήγηση Εισαγγελέα Πρωτοδικών Γεωργίου Νούλη στην ΕΣΔΙ, 2024


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σπύρος Σκοτώρης
Σπύρος Σκοτώρης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2004. Είναι τριτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ενασχόληση με το Ποινικό και το Αθλητικό Δίκαιο και η παρακολούθηση σχετικών συνεδρίων. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και το τένις.