14.9 C
Athens
Τρίτη, 29 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΌταν η ελεύθερη Ελλάδα αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα

Όταν η ελεύθερη Ελλάδα αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα


Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,

Τη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι γεγονός πως η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη, υπερασπίστηκε με σθένος και παροιμιώδη γενναιότητα τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, έναντι του αυταρχισμού και της καταπίεσης που πρέσβευαν οι νεότευκτες τότε ιδεολογίες του ναζισμού και του φασισμού. Το τίμημα για αυτή της τη στάση, βεβαίως, υπήρξε ο βαρύς φόρος αίματος που πλήρωσε, τόσο κατά τη διάρκεια των πολέμων με την Ιταλία και τη Γερμανία, όσο και κατά την περίοδο της τριπλής ξένης Κατοχής (γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής) που ακολούθησε. Το παρόν άρθρο εστιάζει στο πρώτο σκέλος, δηλαδή στην περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα όρθωσε ανάστημα και αντιστάθηκε στους επίδοξους κατακτητές της.

Η ελληνοϊταλική σύγκρουση

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η φασιστική ιταλική κυβέρνηση του Benito Mussolini απέστειλε στην έως τότε ουδέτερη και αμέτοχη στον πόλεμο Ελλάδα, τελεσίγραφο, με το οποίο αιτούνταν να επιτραπεί στα στρατεύματα της η ελεύθερη διέλευση από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Μέσω αυτού του τελεσίγραφου, το οποίο παρέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Emmanuelle Graci, η Ιταλία επιδίωκε να εισέλθει αναίμακτα στο ελληνικό έδαφος, ώστε να χρησιμοποιήσει μερικά από τα στρατηγικά σημεία της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια) για την εξυπηρέτηση των αναγκών ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεων του ιταλικού στρατού κατά την επικείμενη προώθησή του στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Η απάντηση του Μεταξά σε αυτές τις ιταλικές αιτιάσεις, που συνοψίστηκε στο περίφημο «ΟΧΙ», ήταν “Alors, c’est la guerre”, δηλαδή «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο».,

Ιταλοί στρατιώτες στο μέτωπο, Απρίλιος 1941. Πηγή Εικόνας: wikipedia.org / Δικαιώματα χρήσης: Archivio Centrale dello

Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως η Ιταλία ήταν προετοιμασμένη για μία τέτοια απάντηση και ως εκ τούτου κάθε άλλο παρά αναπάντεχη υπήρξε για την ίδια αυτή η εξέλιξη. Μάλιστα, δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί, ότι η ιταλική πλευρά προτιμούσε τρόπον τινά να εμπλακεί σε έναν πόλεμο με την Ελλάδα, παρά να καταλήξει σε μια εύκολη συμφωνία μαζί της, τόσο για λόγους εσωτερικούς, όσο και εξωτερικούς.

Ήταν την ίδια εποχή, άλλωστε, που το έτερο βασικό μέλος της συμμαχίας του Άξονα, η ναζιστική Γερμανία, θριάμβευε σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, πράγμα που αυτόματα ασκούσε πίεση στους Ιταλούς και τους δημιουργούσε την επιτακτική ανάγκη να αναζητήσουν μία μεγάλη στρατιωτική επιτυχία, που θα ισχυροποιούσε τη θέση τους εντός της συμμαχίας, αλλά και έναντι της ίδιας της Γερμανίας με την οποία, παρότι σύμμαχοι, υπήρχε και ένας άτυπος ανταγωνισμός. Οι μέχρι τότε ιταλικές επιτυχίες ήταν ισχνές και περιορίζονταν στην κατάληψη της Αλβανίας (1939), καθώς και ορισμένων βρετανικών βάσεων στην Αφρική, όπως η Σομαλιλάνδη (1940). Ως εκ τούτου, λοιπόν, η Ελλάδα φαινόταν να συνιστά μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επίτευξη μίας σπουδαίας νίκης στο πεδίο των μαχών, η οποία θα έστελνε προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα ότι ο ιταλικός στρατός δεν αποτελούσε αμελητέα δύναμη.

Έτσι, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, αμέσως μετά την απόρριψη του τελεσίγραφου από τον Μεταξά, ξεκίνησε η ιταλική εισβολή. Αρχικά, η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων υπήρξε αξιοσημείωτα ταχεία, γεγονός που προκάλεσε έντονο ενθουσιασμό μεταξύ των Ιταλών αξιωματικών που βρίσκονταν επικεφαλής, οι οποίοι, σε συνδυασμό και με τη γενικότερη υποτίμηση που είχαν για το αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, έφταναν στο σημείο να διαβεβαιώνουν τον Mussolini πως σε μόλις 15 με 20 ημέρες θα προέλαυναν προς την Αθήνα. Σε αυτές τους τις προβλέψεις ενθαρρύνονταν και από το γεγονός ότι εκείνες τις πρώτες ημέρες ο ελληνικός στρατός, βάσει σχεδιασμού, προχώρησε σε σύμπτυξη των δυνάμεών του, κάτι που οι ίδιοι ερμήνευσαν ως εσπευσμένη υποχώρηση.

Γρήγορα, πάντως, θα αποδεικνυόταν ότι αυτές οι εκτιμήσεις διέπονταν από πέραν του δέοντος αισιοδοξία. Πιο συγκεκριμένα, στις 3 Νοεμβρίου τα ελληνικά στρατεύματα ξεκινούν τη σταδιακή αντεπίθεση τους και σημειώνουν τις πρώτες επιτυχίες, πράγμα που εξαναγκάζει την ιταλική πλευρά να ζητήσει ενισχύσεις. Ο Mussolini ανταποκρίνεται άμεσα και αποφασίζει την αποστολή 12 επιπλέον μεραρχιών στο αλβανικό μέτωπο. Ακόμη και τότε, η ελληνική αντίσταση δεν κάμπτεται, αλλά αντιθέτως η πίεση προς τις ιταλικές δυνάμεις συνεχώς αυξάνει. Έτσι, μέχρι τα μέσα του ίδιου μήνα ο ελληνικός στρατός κατορθώνει να απωθήσει τον ιταλικό σε όλα εκείνα τα σημεία από τα οποία είχε εισβάλει και ακολούθως να ξεκινήσει τη γενική αντεπίθεση του, η οποία σηματοδότησε την έναρξη διείσδυσης των ελληνικών δυνάμεων στα αλβανικά εδάφη. Οι επιτυχίες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη και οδήγησαν στην κατάληψη σημαντικών αλβανικών περιοχών, όπως η Κορυτσά.

Αντιαρματικές περιφράξεις στη γραμμή Μεταξά, 1941. Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως συνέπεια, σε συνδυασμό και με τις διαρκείς δολοπλοκίες από μερίδα Ιταλών αξιωματικών, που συμμετείχαν στην εκστρατεία και ήταν προσκολλημένοι στις προσωπικές τους φιλοδοξίες, να επικρατήσουν έντονοι κλυδωνισμοί στο ιταλικό στρατόπεδο. Υπήρχαν, μάλιστα, ακόμη και σκέψεις να υπάρξει επίσημο αίτημα για εκεχειρία προς την Ελλάδα, με τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας, κάτι που όμως γρήγορα απορρίφθηκε από τον ίδιο τον Mussolini, καθώς μία τέτοια κίνηση θεωρήθηκε πως θα εξέθετε ανεπανόρθωτα την Ιταλία και θα αποκάλυπτε την αδυναμία της να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις της στο πεδίο της μάχης.

Έτσι, ο πόλεμος θα συνεχιζόταν και τους επόμενους μήνες, με τη δυναμική και του ελληνικού στρατού, όμως, να εξαντλείται, εξαιτίας των μεγάλων δυσκολιών ανεφοδιασμού στα ορεινά εδάφη και του σκληρού χειμώνα που ακολούθησε. Τελικά, οι δύο αντίπαλες πλευρές θα οδηγηθούν σε έναν αδιέξοδο πόλεμο φθοράς, από τον οποίο δεν θα κατορθώσουν να εξέλθουν ούτε κατά τη φάση της λεγόμενης ιταλικής «εαρινής επίθεσης», διάρκειας δύο εβδομάδων, τον Μάρτιο του 1941, που αποκρούστηκε από τους Έλληνες.

Η γερμανική εισβολή και το τέλος του πολέμου

Η αποτυχία της Ιταλίας να νικήσει την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την παρέμβαση της Γερμανίας. Μέχρι τότε, βέβαια, η γερμανική πλευρά είχε παραμείνει αμέτοχη. Βλέποντας, όμως, ο Hitler τη συνεχιζόμενη αδυναμία των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν τα ελληνικά εδάφη, τα οποία ο Άξονας χρειαζόταν για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του στη Βόρεια Αφρική, αλλά και ενόψει της προετοιμαζόμενης «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, αποφάσισε να αποστείλει τα, κατά πολύ υπέρτερα των ιταλικών, γερμανικά στρατεύματα, προκειμένου να ολοκληρώσει αυτό που δεν κατόρθωσαν οι Ιταλοί σύμμαχοι του.

Έτσι, λοιπόν, νωρίς το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 ξεκινάει η γερμανική εισβολή («Επιχείρηση Μαρίτα») στην Ελλάδα, κατά μήκος των ελληνογιουγκοσλαβικών και ελληνοβουλγαρικών συνόρων, με επίσημη αιτιολογία την πρόσδεση της Αθήνας στη Μεγάλη Βρετανία, πράγμα που κατά το Βερολίνο συνιστούσε ευθεία απειλή για τον λεγόμενο γερμανικό «ζωτικό χώρο».

Η ελληνική άμυνα κατά τη σφοδρότατη γερμανική επίθεση στα οχυρά της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης («Γραμμή Μεταξά»), αν και είχε πολύ σύντομη διάρκεια, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις υπερφαλαγγίστηκαν από τα δυτικά, χαρακτηρίστηκε από αυταπάρνηση και ηρωισμό. Στις 9 Απριλίου ο γερμανικός στρατός, που εν τω μεταξύ είχε εισέλθει στην Ελλάδα και μέσω της Δυτικής Μακεδονίας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Τις επόμενες ημέρες κατέρρευσε ολοκληρωτικά και το μέτωπο στην Αλβανία, με τον ήδη εξουθενωμένο από την πολύμηνη αντίσταση εκεί ελληνικό στρατό να εξαναγκάζεται σε υποχώρηση και τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Ήπειρο.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώνονται στην Κρήτη (Μάϊος 1941). Πηγή Εικόνας: aspectsofhistory.com

Στην Αθήνα η κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ βρίσκονταν υπό τεράστια πίεση, η οποία έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου (μετέπειτα πρωθυπουργός της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης) υπέγραψε στις 20 Απριλίου πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς και τρείς ημέρες μετά οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης και με τους Ιταλούς. Την ίδια ημέρα ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός (ο Μεταξάς είχε πεθάνει) αναχωρούσαν από την Αθήνα, εγκαταλείποντας, μαζί με την υπόλοιπη κυβέρνηση τη χώρα.

Το τελευταίο βήμα που απέμενε για την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ελλάδας ήταν η κατάληψη της Κρήτης, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι εναπομείνασες ελληνικές (και κάποιες βρετανικές) δυνάμεις. Στις 20 Μαΐου, έτσι, ξεκίνησε η γερμανική προσπάθεια κατάληψης του νησιού, που ολοκληρώθηκε δέκα ημέρες μετά, παρά την εξαιρετικά σκληρή αντίσταση του στρατού και των κατοίκων, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Μάχη της Κρήτης. Πλέον, ο πόλεμος εναντίον του Άξονα έφτανε στο τέλος του και ξεκινούσε μία σκοτεινή εποχή για την Ελλάδα. Η αντίσταση του ελληνικού λαού, ωστόσο, θα συνεχιζόταν και καθ’ όλη την περίοδο της Κατοχής (1941-1944), με τελικό σκοπό την απελευθέρωση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κώστας Κωστής (2013), Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα: εκδ. Πατάκη
  • Σπύρος Λιναρδάτος (1995), Ο πόλεμος του 1940-41 και η μάχη της Κρήτης, Αθήνα: εκδ. Προσκήνιο
  • Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-1941), Ελληνογερμανικός πόλεμος – Μάχη Κρήτης 1941, xronos.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαήλ Ιωαννίδης
Ραφαήλ Ιωαννίδης
Γεννήθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από το Κιλκίς. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας (με ειδίκευση στην Ιστορία) της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ επιπλέον είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Στρατηγική και τη Διεθνή Πολιτική από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, καθώς και θεμάτων Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Είναι, επίσης, λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων, του μπάσκετ και των ταξιδιών.