Της Κατερίνας Μανάδη,
Είναι μια αλήθεια παναθρώπινα αναγνωρισμένη, ότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Η διαρκής προσπάθεια κάθε μέλους του είδους μας να αναζητά φυσικά τη συντροφιά των ομοίων του, τόσο ευσύνοπτα διατυπωμένη από τον Αριστοτέλη, είναι μια συνήθεια ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας, στην απελπισμένη προσπάθεια να αποκλείσουμε το τρομακτικό ενδεχόμενο της μοναξιάς. Ωστόσο, αυτό που πολλές φορές αγνοούμε είναι ότι δεν είμαστε ποτέ πραγματικά μόνοι μας. Και όχι δεν αναφέρομαι στη ρομαντική ιδέα της εν πνεύματει παρουσίας των αγαπημένων μας προσώπων, ούτε φυσικά και στα φαντάσματα, αλλά στο μικροβίωμα του σώματός μας.
Ένα πρόσφατο εύρημα, με το οποίο οφείλουμε να συμφιλιωθούμε συνιστά η παρουσία διαφόρων μικροοργανισμών στο σώμα μας, οι οποίοι συνιστούν το λεγόμενο μικροβίωμα. Αν και τα μικρόβια στη συλλογική μας συνείδηση έχουν εντυπωθεί ως ορκισμένοι μας εχθροί, απειλώντας συνεχώς την υγεία μας στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, στην πραγματικότητα, η δική μας επιβίωση θα καθίστατο αδύνατη χωρίς αυτή τη βουβή συνεργασία. Πώς, όμως, αποσιωπάται ακριβώς αυτή η συνεργασία, σε βαθμό μάλιστα να μην έχουμε γνώση αυτής παρά μόνο μέχρι σχετικά πρόσφατα; Πώς, εύλογα αναρωτιέται κανείς, το ανοσοποιητικό μας σύστημα, ο εγγενής μας προστάτης, ανέχεται την αρμονική φαινομενικά αυτή συμβίωση; Πάμε, λοιπόν, να υψώσουμε τον μεγεθυντικό φακό της περιέργειάς μας πάνω από την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο αυτών αντιφατικών οντοτήτων.

Καταρχάς, προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η έρευνα πάνω στην προβληματική αυτή, οφείλουμε να δώσουμε σαφή ορισμό καθενός εκ των δύο συστατικών στοιχείων του πρωταγωνιστικού μας ντουέτου. Ειδικότερα, το ανοσοποιητικό μας σύστημα συνιστά ένα σύνθετο μηχανισμό άμυνας του οργανισμού έναντι παθογόνων μικροοργανισμών, αλλά και λοιπών κακοηθειών (π.χ. καρκίνος) που ενδέχεται να απειλήσουν την υγεία του ατόμου.
Το σύστημα αυτό αποτελείται από δύο συνιστώσες. Η πρώτη, το έμφυτο ανοσιακό σύστημα, αξιοποιεί κυρίως μηχανικούς φραγμούς για την παρεμπόδιση της εισόδου των παθογόνων οργανισμών στο σώμα. Αντιθέτως, η δεύτερη συνιστώσα, το επίκτητο ανοσοποιητικό, αποτελεί μια δυναμική ασπίδα με στόχο την προστασία από συγκεκριμένους παθογόνους παράγοντες. Ο προστατευτικός αυτός ρόλος εκπληρώνεται με αξιοποίηση χημικών παραγόντων, όπως τα Β- και Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία εξασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη μνήμη του σώματός μας, έναντι των μικροοργανισμών, που έχουν ήδη προσβάλλει τον οργανισμό, αλλά και διαφόρων κακοηθειών που ενδέχεται να αναπτύξει, βελτιώνοντας, κατά συνέπεια, την απόκρισή μας στις απειλές αυτές. Γενικότερα, τα Β-κύτταρα εμπλέκονται στην αναγνώριση και σηματοδότηση των δυνητικά βλαβερών παραγόντων με την παραγωγή αντισωμάτων, ενώ τα Τ-κύτταρα ενισχύουν τη δράση των Β- και επιτίθονται άμεσα στα ξένα σώματα. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος συνολικά, επηρεάζεται από διάφορα παγιωμένα χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία και το φύλο του ατόμου, αλλά και από δυναμικές επιλογές αυτού, όπως η διατροφή και η άσκηση.
Σειρά τώρα έχει το έτερο μέλος του κεντρικού μας διδύμου. Συγκεκριμένα, ως ανθρώπινο μικροβίωμα ορίζεται ένα σύνολο βακτηρίων, μυκήτων και ιών που έχουν εποικίσει τον οργανισμό μας, κυρίως σε κοιλότητες όπως η στοματική, η κολπική και η γαστρεντερική. Η μικροβιακή αυτή σύνθεση επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις διατροφικές μας επιλογές, αλλά και από την ένταση και συχνότητα της σωματικής μας άσκησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η αναλογία των μικροβίων έναντι των ανθρώπινων κυττάρων είναι 1.3 προς 1, γεγονός που υποδεικνύει ότι με αυστηρά μαθηματικούς όρους είμαστε περισσότερο «μικρόβια» παρά άνθρωποι. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό η αλληλεπίδραση των ξένων αυτών σωμάτων με τον οργανισμό μας καλύπτεται από ένα πέπλο άγνοιας, το οποίο, ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια διαλύεται. Στον φωτισμό αυτής της ιδιαίτερης συμβιωτικής συνθήκης αποδείχτηκε καίριας σημασίας η δημιουργία γνωστοβιοτικών πειραματόζωων, τα οποία και στερούνται του μικροβιώματός τους, καθώς η πιο αποτελεσματική συνθήκη για να μελετήσει κανείς την επίδραση μιας οντότητας ερευνητικού ενδιαφέροντος είναι η απουσία της.
Τα μέχρι τώρα ερευνητικά αποτελέσματα καταδεικνύουν τον ιδιαίτερο προστατευτικό ρόλο που φέρει το μικροβίωμα, ιδιαίτερα αναφορικά με την ενίσχυση της εγγενούς μας ανοσίας. Πιο συγκεκριμένα, στον λεμφικό ιστό του γαστρεντερικού μας σωλήνα, όπου και εντοπίζεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση των μικροβιωτικών παραγόντων, το ανοσοποιητικό μας σύστημα φαίνεται να ισχυροποιείται από την παρουσία αυτών, καθώς εμφανίζει αυξημένη αντίσταση στην ανάπτυξη αποικιών παθογόνων, όπως και ταχύτερη αντιμετώπιση των παραγόντων που κατορθώνουν να διαπεράσουν τους προστατευτικούς μας φραγμούς. Το μικροβίωμα φαίνεται, μάλιστα, να ενισχύει την παραγωγή κλασσικών ανοσιακών παραγόντων, όπως κυτοκίνες και Τ-λεμφοκυττάρων, ενώ με τη σύνθεση στοχευμένων αντιβακτηριακών πεπτιδίων, «ξαλαφρώνει» το ανοσιακό μας σύστημα από ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς του. Μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζει ο πιθανός του ρόλος στην αποτροπή εγκατάστασης αλλεργιών, σημεία δυσλειτουργίας του ανοσιακού μας συστήματος, με την αλληλεπίδραση του μικροβιώματος της μητέρας με το αντίστοιχο μικροβίωμα του νεογνού κατά τον φυσιολογικό τοκετό.

Υπό φυσολογικές, συνθήκες, γίνεται κατανοητό ότι το μικροβίωμα συνυπάρχει αρμονικά με το ανοσοποιητικό μας σύστημα, και συνεπώς με τον οργανισμό μας γενικότερα. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα. Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η αρμονική αυτή συμβίωση διαταράσσεται; Για την περιγραφή της απορρύθμισης αυτής χρησιμοποιείται ο όρος «δυσβίωση», ο οποίος και συνδέεται με την απώλεια καλοήθων μικροβιακών παραγόντων, ή υπερπληθυσμό αντίστοιχα δυνητικά παθογόνων στοιχείων. Αίτια αυτής της ανισορροπίας αποτελούν έντονες αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες του ατόμου, εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών, όπως και επαναλαμβανόμενες μολύνσεις. Διάφορες παθολογικές καταστάσεις, ιδιαίτερα αυτοάνοσα νοσήματα, έχουν συσχετιστεί με την απορρύθμιση αυτή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, HIV, αλλά και διάφοροι τύποι καρκίνου.
Η πολυδιάστατη επίδραση του μικροβιώματος στην υγεία μας διαφαίνεται και από την έκταση της συμβολής του στην ανάπτυξη δύο ιατρικών μάστιγων της εποχής μας, του διαβήτη και του καρκίνου, ειδικότερα του ορθοκολικού, ο αυξημένος επιπολασμός των οποίων υποτιμά την προστατευτική δύναμη του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Ειδικότερα, στον διαβήτη τύπου 1, η επίθεση των Τ-λεμφοκυττάρων στα ινσουλινοπαραγωγά β-παγκρεατικά κύτταρα φαίνεται να ενισχύεται κατόπιν απορρύθμισης του εντερικού μικροβιώματος, ύστερα από την επιβολή συγκεκριμένου διατροφικού προτύπου, αν και ακόμη δεν είμαστε σε θέση να αποσαφηνίσυυμε πλήρως τους μικροβιακούς παράγοντες που εμπλέκονται στην παθογενετική διαδικασία. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, πιστεύεται ότι η παρουσία διαφόρων μικροβιοτικών οργανισμών στον εντερικό σωλήνα διαμορφώνει κατάλληλο ογκογενετικό περιβάλλον, ωστόσο, η ακριβής φύση αυτής της αλληλεπίδρασης βρίσκεται ακόμη υπό διερεύνηση.

Έχοντας εξετάσει, λοιπόν, την επίδραση της σχέσης αυτής στην παθογένεση, δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι αυτό το ιδιαίτερο ερευνητικό εύρημα φαίνεται να βρίσκει επίσης εφαρμογή στο πεδίο της θεραπείας. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη συσχέτιση αυτή είναι η με ακρίβεια ταυτοποίηση των εμπλεκόμενων στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος παραγόντων. Μέχρις στιγμής, ωστόσο, ακόμη και αν δεν έχουμε επίγνωση του ακριβούς μηχανισμού συσχέτισής των δύο, το μικροβίωμα αξιοποιείται στην κλινική πράξη ως θεραπευτικός παράγοντας. Η μεταμόσχευση κοπράνων —και κατά συνέπεια μικροβιώματος– όσο αηδιαστική και να ακούγεται, χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση διαφόρων βακτηριακών μολύνσεων, όπως η CDI. Ακόμη, προβιοτικοί και συμβιοτικοί παράγοντες αποδεικνύουν τη χρησιμότητά τους στο πεδίο της αλλεργιολογίας, με ενίσχυση του αποτρεπτικού ρόλου του ανοσοποιητικού συστήματος στην εμφάνιση των αλλεργιών.
Συνολικά, παρά τις όποιες ανησυχίες θίξαμε παραπάνω, το σίγουρο είναι ότι η μοναξιά δεν θα αποτελέσει ποτέ πρόβλημα για εμάς, καθώς η εκτενής αυτή ανάλυση του μικροβιώματος αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ότι είμαστε ποτέ απόλυτα μόνοι μας, ούτε καν στο ίδιο μας το σώμα. Στη σκιά, λοιπόν, των φαινομενικά αταίριαστων αυτών «παικτών», οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο θα παραμείνουν… φιλικές και εγκάρδιες, αποτρέποντας το όποιο σχέδιο προδοσίας στο μοναδικό αυτό πεδίο της μάχης.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η ιερή αυτή συμμαχία μεταξύ των δυο αυτών παραγόντων ενέχει τόσο ευεργετικές, όσο και καταστροφικές διαστάσεις. Το ευρύ ερευνητικό περιθώριο, που σε μεγάλο βαθμό η ανεξερεύνητη αυτή σχέση μας παρέχει, τονώνει το ενδιαφέρον για τις ήδη πολλά υποσχόμενες προοπτικές της, ιδιαίτερα στο πεδίο της θεραπείας. Ας φροντίσουμε, επομένως, η ιερή αυτή συμμαχία να μην έχει την τύχη της ιστορικής της αντίστοιχης. Ας φροντίσουμε αυτή η συμμαχία να μην καταλήξει από ιερή… ανίερη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Impact of the Microbiome on the Immune System, National Library of Medicine, διαθέσιμο εδώ
- Microbiome, Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Immune System, Britannica, διαθέσιμο εδώ