Της Ωκεανίς Καπουσίδου,
Σε μια εποχή έντονων γεωπολιτικών μετατοπίσεων, η επανεμφάνιση του εθνικισμού στη διεθνή πολιτική σκηνή δεν φαίνεται να αποτελεί απλώς παροδική τάση, αλλά σημάδι βαθύτερων κοινωνικών, πολιτισμικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων. Στον πυρήνα αυτής της επαναδιαμόρφωσης του διεθνούς συστήματος βρίσκεται η ανάδυση ενός «διατλαντικού εθνικισμού», ο οποίος δεν απορρίπτει τη διακρατική συνεργασία, αλλά την επαναπροσδιορίζει υπό το πρίσμα εθνοκεντρικών, συντηρητικών και ενίοτε ευρωσκεπτικιστικών αξιών.
Η επίσκεψη της Georgia Meloni στο Λευκό Οίκο αποτέλεσε ιδιαίτερο σημείο αναφοράς για τις διατλαντικές σχέσεις και ανέδειξε τη μοναδική θέση της πολιτικού. Σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την πλειονότητα των Ευρωπαίων ηγετών χαρακτηρίζονται από επιφυλάξεις και αποστάσεις, η Meloni ξεχωρίζει ως η μόνη επικεφαλής κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγινε δεκτή με επίσημο πρωτόκολλο από την αμερικανική ηγεσία.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Donald Trump, οι δύο ηγέτες επιβεβαίωσαν την ιδεολογική τους εγγύτητα, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη για ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας και αμφισβήτηση των παραδοσιακών υπερεθνικών θεσμών. Αν και απέφυγαν να θίξουν άμεσα αμφιλεγόμενα γεωπολιτικά ζητήματα, η παρέμβαση της Meloni σχετικά με την ευθύνη της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία -παρά τις «δυσκολίες» στη μετάφραση και την περιορισμένη κατανόηση από πλευράς Trump- υπογράμμισε τις αποχρώσεις που μπορεί να υπάρχουν, εντός αυτού του πλαισίου, ακόμα και μεταξύ στενών ιδεολογικών συμμάχων. Παρά ταύτα, η συνάντηση ενίσχυσε τη μεταξύ τους πολιτική συμμαχία και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω θεσμοθέτηση μιας νέας μορφής διατλαντικής συνεννόησης, βασισμένης όχι πλέον στις αρχές του μεταπολεμικού φιλελευθερισμού, αλλά σε ένα πλαίσιο εθνικά προσανατολισμένης στρατηγικής σύμπραξης.
Παγκοσμίως, διάφορες κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, κατέστησαν δυνατή την πολιτική άνοδο εθνικιστικών κομμάτων. Στην Ευρώπη, η Ιταλία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δυναμικής. Η Meloni, επικεφαλής του εθνικοσυντηρητικού κόμματος FdI, ακολουυθεί τη λεγόμενη «ευρωρεαλιστική» προσέγγιση, επιδιώκοντας την προστασία των εθνικών συμφερόντων της χώρας της εντός ενός ευρωπαϊκού πλαισίου. Η στάση αυτή δικαιολογείται ως προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Η Meloni, παρουσίασε την Ιταλία ως «πυλώνα κοινής αξιακής κατεύθυνσης» μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, σε αντίστιξη με τις πιο φιλελεύθερες ευρωπαϊκές φωνές. Η Ιταλίδα Πρωθυπουργός επιδιώκει έναν «νέο άξονα συντηρητικής διακυβέρνησης» που φιλοδοξεί να ανατρέψει τις κυρίαρχες ισορροπίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο Trump προωθεί σταθερά την πολιτική “America First”, ένα παραδειγματικό μοντέλο εθνοκεντρικού ρεαλισμού, με την απόσυρση των Η.Π.Α από πολυμερείς συμφωνίες και αμφισβητώντας τη χρησιμότητα των διεθνών οργανισμών. Όμοια, η προσέγγισή του θεωρητικά βασίζεται στην ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας και την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων, εις βάρος των παραδοσιακών συμμαχιών.
Κοινός παρονομαστής της ρητορικής και των δύο ηγετών είναι το σχήμα του σκληρού πολιτικού λαϊκισμού, όπου η έννοια της εθνικής ταυτότητας, η αυταρχική διακυβέρνηση και η περιφρόνηση προς υπερεθνικές δεσμεύσεις συναρθρώνονται σε ένα συνεκτικό ιδεολογικό μόρφωμα. Η Meloni μιλά συχνά για την ανάγκη προστασίας της ευρωπαϊκής «χριστιανικής ταυτότητας», ενώ ο Trump αναφέρθηκε στην «πνευματική αναγέννηση της Δύσης» βασισμένη στην πίστη, την οικογένεια και τα εθνικά σύνορα. Η επικοινωνία τους βασίζεται σε άμεση, απλοποιημένη γλώσσα, έντονη χρήση των κοινωνικών δικτύων και έμφαση στην «κοινή λογική». Η επικοινωνιακή αυτή στρατηγική έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην πόλωση του εκλογικού σώματος, την καλλιέργεια έντονων πολιτικών ταυτοτήτων και την ανατροφοδότηση της πολιτικής επιρροής των ηγετών.

Τα γεγονότα υπαινίσσονται μια μετατόπιση προς ένα τύπο εθνικισμού, που προωθεί ένα πλέγμα πολλαπλών διμερών συνεργασιών, με συνδετικούς κρίκους μεταξύ των συμβαλλόμενων καθεστώτων την διεκδίκηση της κρατικής «αυτονομίας» και την έμφαση σε πολιτισμικές σταθερές. Η συνεργασία μεταξύ ηγετών όπως η Meloni και ο Trump επιβεβαιώνουν την τάση αυτή, προωθώντας μια πολιτική ατζέντα που συνδυάζει -με παράδοξο τρόπο- τον εθνικισμό με τη συνεργασία, υπό όρους που εξυπηρετούν συμφέροντα συγκεκριμένων ελίτ.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι δύο ηγέτες εκπροσωπούν μια γνωστή μορφή «ιδεολογικής διπλωματίας», όπου η πολιτική συγγένεια αντικαθιστά τις θεσμικές ή γεωστρατηγικές συμμαχίες. Αυτή η τάση ενδέχεται να σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο χτίζονται οι διεθνείς σχέσεις -ή υπό διαφορετική σκοπιά, η νεοαποικιοκρατία.
Ο «διατλαντικός εθνικισμός» που φαίνεται να οικοδομείται, λοιπόν, δεν υπαγορεύει μια επιστροφή στον απομονωτισμό, αλλά μάλλον μια νέα μορφή επιλεκτικής συνεργασίας. Πρόκειται για μια συνεργασία μεταξύ «συμμάχων της ταυτότητας», οι οποίοι αναζητούν να προασπίσουν την «παραδοσιακή Δύση» σε έναν κόσμο που θεωρούν απειλούμενο τόσο από εξωτερικές πιέσεις όσο και από «εσωτερική αποδόμηση».
Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι το εάν αυτές οι διμερείς ιδεολογικές συμμαχίες μπορούν πράγματι να λειτουργήσουν ως «γέφυρες» ή εάν πρόκειται να παγιδεύουν τα κράτη και τους διεθνείς θεσμούς στη δίνη αυτής της διαιρετικής πολιτικής. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθορίσει όχι μόνο τις μελλοντικές ισορροπίες εξουσίας στην Ευρώπη, αλλά και το είδος της «Δύσης» που θα διαμορφωθεί στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Meloni struggles to influence Trump’s trade policy, Le Monde, διαθέσιμο εδώ
- Giorgia Meloni whispers soothing words to Trump on ‘western nationalism’, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Meloni, Trump, and a test of transatlantic resolve, Atlantic Council, διαθέσιμο εδώ