Της Άννας Ηλίου,
Η γυναικεία φύση δε δίστασε κι ούτε διστάζει ποτέ να προκαλέσει θαυμασμό. Κάθε όργανο του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος έχει τον δικό του, μοναδικό σκοπό και η ομαλή λειτουργία έκαστου δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία του υψίστου ίσως δώρου, του δώρου της ζωής. Η μήτρα, ένα πολυδύναμο όργανο που αποτελείται από 3 στιβάδες (ενδομήτριο, μυομήτριο και περιμήτριο), χαρακτηρίζεται από την ικανότητα κυοφόρησης κι όμως ενίοτε γεννά… εκπλήξεις.
Η αδενομύωση αποτελεί μια χρόνια γυναικολογική πάθηση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυττάρων του ενδομητρίου (της εσωτερικής επένδυσης της μήτρας) μέσα στο μυομήτριο, δηλαδή στο μυϊκό τοίχωμα της μήτρας. Σχετίζεται με εκσεσημασμένο πόνο και αιμορραγία κατά την περίοδο και παρά το γεγονός ότι περιγράφηκε πρώτη φορά το 1860, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωριστεί ευρέως η σημασία της για την υγεία και την ποιότητα ζωής των γυναικών.

Παθογένεια και αιτιολογία
Η ακριβής αιτία της αδενομύωσης παραμένει άγνωστη, ωστόσο, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες. Η πιο αποδεκτή υποστηρίζει ότι η πάθηση οφείλεται σε διαταραχή του φραγμού μεταξύ του βασικού στρώματος του ενδομητρίου και του υποκείμενου μυομητρίου, με αποτέλεσμα τη διείσδυση κυττάρων από το ενδομήτριο στο μυϊκό τοίχωμα. Η κατάσταση αυτή προκαλεί αγγειογένεση (δηλαδή δημιουργία αγγείων) αλλά και υπερπλασία καθώς και υπερτροφία των μυϊκών ινών. Η τοπική επίδραση των οιστρογόνων, η αντίσταση στην προγεστερόνη και η φλεγμονή συμβάλλουν επίσης στην παθογένεια της νόσου.
Μια εναλλακτική προσέγγιση αναφέρει ότι αρχέγονα κύτταρα, που σχηματίζουν τη μήτρα κατά την εμβρυογένεση μπορεί να διαφοροποιηθούν λανθασμένα, οδηγώντας στη δημιουργία ενδομήτριου ιστού σε μη φυσιολογική θέση. Ακόμη, προτείνεται και η εμπλοκή κυττάρων του μυελού των οστών ή η διαταραγμένη λεμφική αποχέτευση, αν και οι θεωρίες αυτές έχουν λιγότερη υποστήριξη.
Επιδημιολογία και παράγοντες κινδύνου
Οι ακριβείς επιδημιολογικές διαστάσεις της αδενομύωσης είναι δύσκολο να καθοριστούν λόγω της υποδιάγνωσης τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, με πρόσφατα δεδομένα να τοποθετούν τη συχνότητα εμφάνισης μεταξύ 20–35%. Η πάθηση αφορά κυρίως γυναίκες ηλικίας 30–50 ετών, ιδιαίτερα πολυτόκες, αλλά πλέον αναγνωρίζεται και σε νεότερες ηλικίες, ιδίως με τη μορφή της «νεανικής κυστικής αδενομύωσης».
Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η πρώιμη έναρξη της περιόδου, οι σύντομοι εμμηνορρυσιακοί κύκλοι (μικρότεροι από 28 ημέρες), η αυξημένη έκθεση σε οιστρογόνα (συμπεριλαμβανομένων των αντισυλληπτικών χαπιών), ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος και οι επεμβάσεις στη μήτρα, όπως η καισαρική τομή και οι αποξέσεις.
Συμπτωματολογία
Η αδενομύωση συχνά εκδηλώνεται με έντονη δυσμηνόρροια (έντονα επώδυνη περίοδο) και με σημαντική αιμορραγία (μηνορραγία). Άλλα πιθανά συμπτώματα περιλαμβάνουν στικτή αιμορραγία μεταξύ περιόδων, χρόνιο πυελικό άλγος, δυσπαρεύνια (δηλαδή άλγος κατά τη σεξουαλική επαφή), ακόμα και υπογονιμότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι έως και το ένα τρίτο των γυναικών μπορεί να είναι ασυμπτωματικές.
Διαγνωστική προσέγγιση
Η διαγνωστική διαδικασία περιλαμβάνει τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων με παρόμοια συμπτωματολογία, όπως τα ινομυώματα μήτρας ή η ενδομητρίωση. Η απεικόνιση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο: το διακολπικό υπερηχογράφημα, ιδιαίτερα με έγχρωμο Doppler, αποτελεί το πλέον προσιτό και συχνά χρησιμοποιούμενο μέσο για τη διάγνωση, αν και η μαγνητική τομογραφία θεωρείται εξίσου διαγνωστική.
Η ιστολογική διάγνωση τίθεται μέσω βιοψίας, με την ανεύρεση ενδομήτριου ιστού (αδένων και στρώματος) μέσα στο μυομήτριο. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς το βάθος διείσδυσης που απαιτείται για την επιβεβαίωση της διάγνωσης.

Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της αδενομύωσης εξαρτάται από την επιθυμία της γυναίκας για διατήρηση της γονιμότητας. Ως οριστική θεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί υστερεκτομή, αλλά για γυναίκες που επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους ή να αποφύγουν εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις, υπάρχουν διάφορες φαρμακευτικές ή και ελάχιστα επεμβατικές θεραπείες. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση του πόνου, ενώ διάφορες ορμονικές θεραπείες, όπως τα από του στόματος αντισυλληπτικά, το ενδομήτριο σπείραμα λεβονοργεστρέλης (IUD) και οι αναστολείς της αρωματάσης, στοχεύουν στη μείωση των ορμονικών επιδράσεων που οδηγούν σε υπερπλασία του έκτοπου ενδομητρίου. Το IUD θεωρείται γενικά η κύρια θεραπεία λόγω του μειωμένου προφίλ παρενεργειών και των συνολικών ποσοστών επιτυχίας. Επιπλέον, νεότερες κι ελάχιστα επεμβατικές θεραπείες αποτελούν ο εμβολισμός μητριαίων αρτηριών και η αφαίρεση των εστιών αδενομύωσης με υπέρηχους υψηλής έντασης.
Κοινωνικές προεκτάσεις
Η αδενομύωση δεν είναι μόνο μια ιατρική πάθηση, αλλά και ένα παράδειγμα του πώς ο πόνος και η δυσφορία των γυναικών μπορούν να υποτιμηθούν ή να κανονικοποιηθούν στην καθημερινή ζωή και στην κλινική πράξη. Πολλές γυναίκες ζουν για χρόνια με συμπτώματα που επηρεάζουν τη γονιμότητα, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, την εργασία και την ψυχική τους υγεία, χωρίς σαφή διάγνωση ή υποστήριξη. Η ευαισθητοποίηση γύρω από την αδενομύωση είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη βελτίωση της διάγνωσης και της θεραπείας, αλλά και για την ενίσχυση της φωνής των γυναικών στην υγειονομική φροντίδα και τον δημόσιο διάλογο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Adenomyosis, National Institutes of Health (NIH), διαθέσιμο εδώ