Του Χάρη Καλπάκη,
Α) Η Έννοια της Δικαιοπραξίας και της Σύμβασης στον Αστικό Κώδικα
Η δικαιοπραξία αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις θεσμούς του αστικού δικαίου και ορίζεται στο άρθρο 158 του Αστικού Κώδικα ως η εκδήλωση βούλησης που αποβλέπει στην πρόκληση έννομων συνεπειών. Πρόκειται για εκδήλωση βούλησης που συνδέεται με το δίκαιο και παράγει άμεσα ή έμμεσα έννομα αποτελέσματα, όπως η δημιουργία, η τροποποίηση ή η κατάργηση έννομης σχέσης. Τα βασικά χαρακτηριστικά της δικαιοπραξίας περιλαμβάνουν τη βούληση, την εξωτερική εκδήλωσή της, τη συμβατότητα με το δίκαιο και την ικανότητα δικαιοπραξίας των προσώπων που τη συνάπτουν.
Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει τη δικαιοπραξία στο Γενικό Μέρος (άρθρα 158-199), καθορίζοντας προϋποθέσεις εγκυρότητας (π.χ. απουσία ελαττωμάτων βούλησης, νομιμότητα, τύπος) και συνέπειες ακυρότητας ή ακυρωσίας.
Ειδικότερη μορφή δικαιοπραξίας αποτελεί η σύμβαση, η οποία συνιστά διμερή ή πολυμερή δικαιοπραξία, κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη εκδηλώνουν σύμφωνη βούληση με σκοπό να δημιουργήσουν μεταξύ τους έννομη σχέση (άρθρο 361 ΑΚ). Η σύμβαση μπορεί να έχει διάφορες μορφές και να καταρτίζεται με διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται σε ποικίλες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Στην παρούσα μελέτη θα εξεταστούν οι ειδικές περιπτώσεις σύναψης συμβάσεων, με στόχο την κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, των κινδύνων που ενδέχεται να ενέχουν, καθώς και των προστατευτικών μηχανισμών που προβλέπει το δίκαιο.

Β) Ειδικές Περιπτώσεις Σύναψης Συμβάσεων
Αναγκαστικές Συμβάσεις
Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η σύναψη σύμβασης δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης, αλλά επιβάλλεται από το νόμο, π.χ. η υποχρέωση ασφαλιστικής κάλυψης έναντι τρίτων για τους κατόχους οχημάτων. Η αναγκαστικότητα δεν αναιρεί το χαρακτήρα της σύμβασης ως δικαιοπραξίας, αλλά περιορίζει την αυτονομία της βούλησης. Ο νομοθέτης επιβάλλει τέτοιες συμβάσεις για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος ή ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Συμβάσεις Προσχώρησης και Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ)
Οι συμβάσεις προσχώρησης χαρακτηρίζονται από την προκαθορισμένη μορφή τους, στην οποία ένα μέρος (συνήθως ο οικονομικά ή τεχνικά ισχυρότερος συμβαλλόμενος, π.χ. τράπεζα ή εταιρεία τηλεπικοινωνιών) προτείνει όλους τους όρους, ενώ το άλλο μέρος έχει μόνο τη δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψης της σύμβασης χωρίς διαπραγμάτευση.
Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) συνιστούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων προσχώρησης. Πρόκειται για συμβατικούς όρους, οι οποίοι δεν αποτελούν προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης, αλλά τίθενται εκ των προτέρων μονομερώς από το ένα συμβαλλόμενο μέρος, συνήθως τον ισχυρότερο (όπως μια επιχείρηση ή οργανισμός), με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σε πολλαπλές μελλοντικές συμβάσεις.
Κατά κανόνα, ο χρήστης των ΓΟΣ (δηλαδή αυτός που τους καταρτίζει και τους εφαρμόζει) δε διαπραγματεύεται με τον αντισυμβαλλόμενό του (συνήθως καταναλωτή) επί των όρων αυτών, αλλά τους ενσωματώνει στο σύνολο της σύμβασης με τη μορφή τυποποιημένου πλαισίου, που καλείται ο πελάτης να αποδεχτεί ή να απορρίψει συνολικά, χωρίς δυνατότητα τροποποιήσεων («take it or leave it»). Οι βασικές προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηριστεί ένας όρος ως ΓΟΣ είναι οι εξής:
- Να είναι συμβατικός όρος, δηλαδή να ρυθμίζει στοιχεία της συμβατικής σχέσης.
- Να έχει τυπικό, γενικό και προκαθορισμένο χαρακτήρα, προοριζόμενος να εφαρμοστεί σε πολλές συμβάσεις.
- Να τίθεται μονομερώς από τον ένα συμβαλλόμενο (χρήστη) προς τον άλλο.
- Να μην έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, αλλά να είναι τυποποιημένος.
Ο σκοπός τους είναι καθαρά πρακτικός: η οικονομία χρόνου και κόστους, η ομοιομορφία στις συναλλαγές και η πρόβλεψη επαναλαμβανόμενων καταστάσεων. Ωστόσο, η μονομερής επιβολή τους ενέχει κινδύνους καταχρηστικότητας, γι’ αυτό και προβλέπεται αυξημένη προστασία του αδύναμου συμβαλλόμενου (συνήθως του καταναλωτή) μέσω του ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών. Όταν, για παράδειγμα, μια τράπεζα χορηγεί δάνεια, εφαρμόζει τυποποιημένους όρους σε όλες τις συμβάσεις, όπως προκαθορισμένα επιτόκια, όρους καθυστέρησης, έξοδα φακέλου κ.λπ. Ο πελάτης δεν έχει ουσιαστικά λόγο στη διαμόρφωση αυτών των όρων.
Συμβάσεις Εκτός Εμπορικού Καταστήματος και Από Απόσταση
Οι συμβάσεις αυτές ρυθμίζονται από το ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με βάση την Οδηγία 2011/83/ΕΕ. Πρόκειται για συμβάσεις που συνάπτονται εκτός φυσικής παρουσίας των μερών (π.χ. τηλεφωνικά, διαδικτυακά, μέσω ταχυδρομείου ή κατ’ οίκον επισκέψεων) και συχνά ενέχουν αυξημένους κινδύνους παραπλάνησης.

Ο νόμος προβλέπει υποχρεώσεις ενημέρωσης του καταναλωτή, δικαίωμα υπαναχώρησης εντός 14 ημερών χωρίς αιτιολογία, καθώς και κυρώσεις για μη συμμόρφωση του προμηθευτή.
Συμβάσεις με Διαγωνισμό ή Πλειστηριασμό
Το άρθρο 199 ΑΚ αφορά συμβάσεις που δεν καταρτίζονται με απευθείας συμφωνία των μερών, αλλά μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, όπως πλειστηριασμοί ή διαγωνισμοί ανάθεσης έργων/προμηθειών. Η ιδιαιτερότητα εδώ είναι ότι η σύμβαση ολοκληρώνεται με την αποδοχή της προσφοράς που υπερισχύει, δηλαδή της καλύτερης προσφοράς σύμφωνα με τους όρους της προκήρυξης. Πρόκειται για μια ανωδοτική διαδικασία στον πλειστηριασμό (κερδίζει η υψηλότερη προσφορά), ενώ σε άλλες περιπτώσεις (όπως δημόσιες προμήθειες) μπορεί να είναι μειοδοτική (κερδίζει η χαμηλότερη τιμή ή η πιο συμφέρουσα συνολικά προσφορά).
Στην πράξη, η δέσμευση της πρότασης από τον ενδιαφερόμενο ισχύει μέχρι να υποβληθεί καλύτερη προσφορά ή να υπάρξει κατακύρωση. Αν κάποιος υποβάλει προσφορά, δεσμεύεται από αυτήν για ένα διάστημα—δεν έχουμε σύμβαση ακόμη, αλλά μόνο δεσμευτική πρόταση. Το άρθρο 199 ΑΚ έρχεται να ρυθμίσει ακριβώς αυτό το μεσοδιάστημα, δηλαδή πότε και πώς ολοκληρώνεται η σύμβαση μέσα από μια ανταγωνιστική διαδικασία προσφορών, ενισχύοντας τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα και την ίση μεταχείριση, κυρίως σε δημόσιες διαδικασίες.
Ηλεκτρονικά Καταρτιζόμενες Συμβάσεις
Στο σύγχρονο πλαίσιο των συναλλαγών, η κατάρτιση συμβάσεων μέσω ηλεκτρονικών μέσων (π.χ. διαδικτυακές πλατφόρμες, εφαρμογές κινητών, email) αποτελεί πλέον καθιερωμένη πρακτική, ιδιαίτερα στο χώρο του εμπορίου (e-commerce), των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των τραπεζικών συναλλαγών. Η ηλεκτρονική σύναψη της σύμβασης πραγματοποιείται με την ανταλλαγή δηλώσεων βούλησης σε ψηφιακή μορφή (άρ. 8 ΠΔ 131/2003, αρ. 5 ν. 2251/1994). Δηλαδή, η αποστολή μιας πρότασης (π.χ. με την υποβολή παραγγελίας σε ένα e-shop) και η αποδοχή της (π.χ. με επιβεβαιωτικό email) οδηγούν στη σύναψη της σύμβασης κατά τον ίδιο τρόπο που θα συνέβαινε και με φυσική παρουσία, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης (πρόταση, αποδοχή, συμφωνία επί των ουσιωδών όρων).
Κομβικό ρόλο στην εγκυρότητα και τη δεσμευτικότητα των ηλεκτρονικών συμβάσεων διαδραματίζει η ηλεκτρονική υπογραφή. Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 910/2014 (ν. 4727/2020), υπάρχουν διάφορα είδη ηλεκτρονικής υπογραφής (ΠΔ 150/2001):
- Απλή ηλεκτρονική υπογραφή (π.χ. το όνομα σε email ή το τικάρισμα ενός κουτιού «συμφωνώ στους όρους»),
- Προχωρημένη ηλεκτρονική υπογραφή (που συνδέεται μοναδικά με τον υπογράφοντα και επιτρέπει την ταυτοποίησή του),
- Εγκεκριμένη (ή «ψηφιακή») υπογραφή, που είναι νομικά ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή, εφόσον χρησιμοποιείται εγκεκριμένο πιστοποιητικό και ασφαλής συσκευή δημιουργίας υπογραφής.
Η νομοθεσία αναγνωρίζει την ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού. Έτσι, δεν απαιτείται φυσική παρουσία ή έγχαρτη υπογραφή για τη σύναψη μιας έγκυρης σύμβασης, όπως όταν ένας καταναλωτής αποδέχεται online τους όρους παροχής υπηρεσιών μιας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας και επιβεβαιώνει την αγορά του μέσω SMS ή email.

Γ) Επίλογος
Η έννοια της σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο παρουσιάζει ευελιξία, επιτρέποντας τη διαμόρφωσή της σε διάφορες μορφές που ανταποκρίνονται στις εξελισσόμενες κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες. Βέβαια, αυτό το πλαίσιο της συνεχούς εξέλιξης και ανανέωσης του συμβατικού δικαίου κάθε άλλο παρά προβλεψιμότητα παρέχει για τις συναλλακτικές σχέσεις των ιδιωτών, την οποία θα καλούνται κάθε φορά να προλάβουν οι νομικοί της πράξης. Γιατί όρια στη φαντασία του ανθρώπου και στους τρόπους συναλλαγής που μπορεί αυτός να επινοήσει δε μπορούν να τεθούν!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
- Δημήτριος Η. Παπαστερίου – Δέσποινα Ι. Κλαβανίδου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021