Του Σταύρου Πραβή,
Καταβολές
Για περίπου δύο δεκαετίες (1871-1890), η ευρωπαϊκή ήπειρος βρισκόταν στην πορεία των πολύ «εύθραυστων κλωστών» της διπλωματίας του «σιδηρού καγκελάριου» Μπίσμαρκ, που το οποίο αργά η γρήγορα θα εγκλωβιζόταν στην ίδια του την φιλοδοξία. Ενός συστήματος έναντι του κοινοβουλευτισμού και της φιλελεύθερης εθνικιστικής έπαρσης. Ενός συντηρητικού και αμυντικού συστήματος, που είχε ως στόχο την διατήρηση της «τάξης των πραγμάτων» του «παλαιού καθεστώτος» και την καταστολή οποιουδήποτε επαναστατικού κινήματος.

Πράγματι, αυτό το πλέγμα διπλωματικών συστημάτων θα μπορούσε να κριθεί από πολλούς ως ένα σύστημα με περιορισμένη επιτυχία, και μια δόξα για τους Χοεντσόλερν που θα κρατούσε όμως για πολύ λίγο. Κομβικό σημείο στην αλλαγή του ιστορικού αυτού status quo, εκείνου που θα σχημάτιζε τα δύο «μέτωπα» του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι εκείνο της αλλαγής αυτοκράτορα στην Γερμανία, της στέψης του Κάιζερ Γουλιελμου Β’. Για αυτή την εικοσαετία, ο Μπίσμαρκ είχε στρέψει την πολιτική της Γερμανίας εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, μακριά από τα αποικιακά εγχειρήματα, αφήνοντας τις μελλοντικές δυτικές συμμαχικές δυνάμεις να έχουν ως κέντρο προσοχής μια παγκόσμια εμβέλεια, ούτως ώστε να μπορέσει η γερμανική πολιτική να θριαμβεύσει επί της «Γηραιάς Ηπείρου».
Ο νέος αυτοκράτορας των Γερμανών, αντιθέτως, είχε ως φιλοδοξία μια παγκόσμια πολιτική (Weltpolitik), την οποία ξεκίνησε με τεράστια ορμή αφού δέχθηκε την παραίτηση του Γερμανού καγκελάριου. Αυτό συνέβη όχι μόνο λόγω των αμφισβητήσεων της πολιτικής Μπίσμαρκ στην Ευρώπη, καθώς κρίθηκε «ρισκοφόρα» έως και επικίνδυνη, αλλά και η αποτυχία ανανέωσης της συμφωνίας «Αντασφάλισης» με τους Ρώσους, συμφωνία που θα διατηρούσε την ρωσική ουδετερότητα σε μια μελλοντική περίπτωση γαλλο-πρωσικού πολέμου.
Αυτή η παγκόσμια πολιτική του νέου Κάιζερ έθεσε ως στόχο την γερμανική επιβλητικότητα στις υπερωκεάνιες επιχειρήσεις και σε νέα αποικιακά εγχειρήματα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτή η πολιτική εγκλώβισε την Γερμανία διπλωματικά θα αναλυθεί εκτενέστερα, όμως άξια αναφοράς είναι η πενιχρή σημασία που έδωσε η γερμανική πολιτική πλέον στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι γερμανοί δεν νοιάστηκαν για μια νέα προσέγγιση με τους Ρώσους, έχοντας μόνο ως επίσημους συμμάχους την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία, μέσω της Τριπλής Συμμαχίας.
Αυτό καθιστούσε τις κέντρο-ευρωπαϊκές αυτές χώρες ευάλωτες διπλωματικά, με τις δυτικές χώρες να αποκτούν συμμαχικά δεσμά, με έναν κοινό αντίπαλο, και με την Ρωσία να αποκτά την εύνοια των Γάλλων στη συνέχεια, αφήνοντας έτσι τους Γερμανούς αντιμέτωπους με δύο τεράστια μέτωπα, το δυτικό και το ανατολικό.
Αλλαγή ισορροπιών
Η διπλωματική προσέγγιση των δυτικών δυνάμεων με στόχο την μελλοντική τους ασφάλεια όμως δεν έγινε φυσικά από την μια μέρα στην άλλη. Από το 1890 έως το 1907, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων αναπτυσσόταν περισσότερο σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, δεδομένων των τεράστιων αποικιακών αυτοκρατοριών τους. Προτού οι μελλοντικοί σύμμαχοι βρεθούν στο «ίδιο στρατόπεδο», άξιες αναφοράς είναι και οι παγκόσμιας εμβέλειας διαμάχες τους.
Υπήρχε σύγκρουση των Βρετανών με τους Ρώσους στην κεντρική Ασία, αλλά και η Ιταλία στη Μεσόγειο και στο «Κέρας» της Αφρικής, με το μεσογειακό ζήτημα να αλλάζει συνεχώς ισορροπίες, ενώ ο πιο αξιοσημείωτος ανταγωνισμός παραμένει στα χέρια της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αποκρυσταλλώνεται το 1898, καθώς οι δύο χώρες ήρθαν στα πρόθυρα του πολέμου γύρω από την κατοχή της θέσης Φασόντα στον Άνω Νείλο. Αυτό το διπλωματικό επεισόδιο αποφεύγει την τελευταία στιγμή ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Τεοφίλ Ντελκασέ.
Έπειτα από αυτή τη διπλωματική κρίση, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται τη σημασία της απομόνωσης που τους διακατείχε στην Ευρώπη, και έστρεψαν ξανά τα βλέμματα τους στην ήπειρο, με τον κίνδυνο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας να κυριαρχεί ακόμα. Στόχος των Γάλλων ήταν η εύρεση φιλικών προς αυτούς δυνάμεων, ούτως ώστε να αλλάξουν οι ισορροπίες.
Ο Ντελκασέ προσεγγίζει την πλέον απομονωμένη Ρωσία, με στόχο την ανταλλαγή συμφερόντων. Το πρώτο ήταν η επέμβαση της Γαλλίας στην περίπτωση μιας Αυστροουγγρικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, περιοχής ακράδαντα συνδεδεμένης για πολλά χρόνια με τον επεκτατισμό της Ρωσίας, ενώ ως αντάλλαγμα θα μπορούσε να ήταν μια Ρωσική επέμβαση στο ζήτημα της Αλσατίας-Λοραίνης, με μια πιθανή σύγκρουση.

Ο Ντελκασέ επίσης προκάλεσε ένα μικρό ρήγμα στην Τριπλή Συμμαχία, ξεκαθαρίζοντας τα ζητήματα που «έβαζαν φωτιά» στις γαλλο-ιταλικές σχέσεις. Προέκυψε συμφωνία για την Τυνησία το 1896 και μια εμπορική ρύθμιση το 1897 που θα έβαζε τέλος σε έναν δεκαετή «τελωνειακό πόλεμο», το οποίο διασφάλιζε την ουδετερότητα των δύο σε περίπτωση που οι Γάλλοι έκαναν επέμβαση στο Μαρόκο ή οι Ιταλοί στην Τριπολιτίδα (1900). Επίσης, προέκυψε και μια ενδιαφέρουσα μυστική συμφωνία μεταξύ των χωρών η οποία «εξασφάλιζε» το 1902 την ουδετερότητα της Ιταλίας προς την Γαλλία, σε μια μελλοντική σύγκρουση που θα προκαλούσε η Γερμανία.
Θεαματική επιτυχία του Ντελκασέ ήταν η προσέγγιση με το Ηνωμένο Βασίλειο, που προκάλεσε μια «αδιανόητη συμμαχία» μεταξύ των δύο χωρών, αμέσως μετά την κρίση της Φασόντα. Μια τέτοια διπλωματική συμφιλίωση ήταν απρόσμενη, όμως η ηπειρωτική απομόνωση της Βρετανίας, η στρατιωτική της αδυναμία, ο έντονος ναυτικός ανταγωνισμός που της επέβαλε η Γερμανία σε οικονομικό-εμπορικό επίπεδο, ήταν δεδομένα που ο Ντελκασέ διαχειρίστηκε με επιδεξιότητα. Η παγκόσμια ναυτική πολιτική της Γερμανίας, που έσπευσε να κυριαρχήσει, ήταν ο «κινητήριος μοχλός» που έφερε κοντά διπλωματικά και στην συνέχεια στρατιωτικά, τις χώρες της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Ειδικότερα, ούσα προτεραιότητα των Βρετανών, η ναυτική κυριαρχία τους τέθηκε σε κίνδυνο σε παγκόσμιο επίπεδο από το ανερχόμενο γερμανικό ναυτικό. Η Βρετανία είχε ως κύριο πολιτικό στόχο τον έλεγχο των θαλασσών και κατά επέκταση το εμπόριο αυτών και ξεκίνησε να διατηρεί μια πολιτική έναντι της Γερμανίας, δημιουργώντας έναν μεγάλο ανταγωνισμό. Μάλιστα, μια συμφωνία το 1904 «θέτει τέρμα» στην γαλλο-βρετανική αποικιακή διένεξη, εγκαθιστώντας «ένα κλίμα εγκαρδιότητας» ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, προετοιμάζοντας αναμφισβήτητα μια στενότερη προσέγγιση.
Ένα φαινόμενο από «Ντόμινο»
Ξεκάθαρα, είχε ήδη φανεί η «εγκάρδια» Τριπλή Συνεννόηση των Γάλλων, των Ρώσων και των Άγγλων, γεγονός που έσπευσε να διαλύσει ο Κάιζερ. Mέσω του Μαροκινού Ζητήματος το 1905, υπονόμευσε την πολιτική πορεία του Ντελκασέ. Η Γερμανία αμφισβήτησε τη γαλλική επιρροή στο Μαρόκο, με τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’ να επισκέπτεται την Ταγγέρη για να στηρίξει την ανεξαρτησία του Μαρόκου. Η κρίση κατέληξε στη Διάσκεψη της Αλγεθίρας (1906), όπου οι περισσότερες χώρες στήριξαν τη Γαλλία, απομονώνοντας τη Γερμανία. Η Βρετανία στάθηκε σθεναρά υπέρ της Γαλλίας, ενισχύοντας την Αντάντ.
Στην ανατολική Ευρώπη, προέκυψε άλλο ένα ζήτημα που θα δημιουργούσε ένταση στην Συνεννόηση, και αυτό ήταν το Βοσνιακό. Η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προκαλώντας την οργή της Σερβίας, που ήθελε την ένωση με τους Σλάβους της περιοχής. Η Ρωσία, αρχικά αντίθετη, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω γερμανικών πιέσεων, δημιουργώντας εχθρότητα και ενίσχυση των σλαβικών εθνικιστικών κινημάτων. Στη Σερβία αναπτύχθηκαν μυστικές οργανώσεις, όπως η Μαύρη Χειρ, που αργότερα συνδέθηκε με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου.
Έπειτα από την Entente Cordiale το 1904 (αγγλο-γαλλική συμμαχία), προκύπτει η πολύ γνωστή ομαδοποίηση των χωρών της «Τριπλής Συνεννόησης» το 1907 με την προσέγγιση των Άγγλων προς την Ρωσία να παίρνει μέρος, την στιγμή που η «Τριπλή Συμμαχία» ήταν αποδυναμωμένη και καταδικασμένη λόγω της στάσης της Ιταλίας. Σε ένα «φαινόμενο ντόμινο» προκύπτει άλλη μια κρίση στο Μαρόκο το 1907-1911.

Η Γερμανία έστειλε το πολεμικό πλοίο Panther στο Άγκαντιρ, προστατεύοντας τα γερμανικά ενδιαφέροντα στην περιοχή και απειλώντας την Γαλλία, η οποία είχε αυξήσει την επιρροή της στο Μαρόκο. Η κρίση αποκλιμακώθηκε με τη Γερμανία να λαμβάνει τμήμα του Κονγκό, αλλά να νιώθει ταπεινωμένη. Η ένταση οδήγησε σε αντι-γερμανικά αισθήματα στη Βρετανία, που επιτάχυνε τον ναυτικό της εξοπλισμό, γεγονός που αποτελεί το μεγάλο δείγμα του απογείου της κούρσας των εξοπλισμών.
Στα πρόθυρα του «Μεγάλου Πολέμου» των εθνών, προέκυψαν και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι το 1912-1913. Η Σερβία, η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία νίκησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά σύντομα συγκρούστηκαν μεταξύ τους στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, αυξάνοντας την αστάθεια στα Βαλκάνια. Η Σερβία βγήκε ενισχυμένη, ανησυχώντας την Αυστροουγγαρία, που πλέον την έβλεπε ως απειλή.
Το κλίμα πολέμου ήταν πλέον αναπόφευκτο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτές οι συγκρούσεις στην «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» αποτέλεσαν έναν «καθρέπτη» για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου, η οποία έμελλε να βιώσει τον πιο καταστροφικό (έως τότε) πόλεμο στην ιστορία, τον «πόλεμο που θα σταματούσε όλους τους πολέμους».