Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (γνωστός και ως «Βρυξέλλες Ια») αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ενωσιακού δικονομικού οικοδομήματος. Η θέση του στο ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης είναι καίρια, καθώς εδραιώνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστικών συστημάτων των κρατών-μελών και συμβάλλει αποφασιστικά στην ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων.
Ο νέος Κανονισμός αντικαθιστά τον Κανονισμό 44/2001 («Βρυξέλλες Ι»), διατηρώντας το βασικό του πυρήνα αλλά ενσωματώνοντας ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις και τεχνικές βελτιώσεις. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Κανονισμός 44/2001 είχε ήδη αποτυπώσει, σε ενωσιακό επίπεδο, τις βασικές αρχές της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, που αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα εναρμόνισης των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας εντός της τότε ΕΟΚ. Με την πλήρη αντικατάσταση του προηγούμενου κανονιστικού πλαισίου (πλην των περιπτώσεων που καλύπτονται από τις μεταβατικές διατάξεις), ο Κανονισμός 1215/2012 καθιερώνεται ως το νέο θεμέλιο της διακρατικής δικαστικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού καλύπτει αστικές και εμπορικές υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, αποκλείοντας τομείς όπως το οικογενειακό δίκαιο και τις πτωχεύσεις. Εξαιρούνται, επίσης, ζητήματα δημοσίου δικαίου, όπως φορολογικά, τελωνειακά και διοικητικά. Η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» δεν ορίζεται ρητά στον Κανονισμό, αλλά έχει ερμηνευθεί αυτοτελώς από το ΔΕΕ, βάσει του σκοπού του Κανονισμού και των κοινών αρχών των εθνικών δικαίων των κρατών-μελών.
Το ΔΕΕ έχει υιοθετήσει μια λειτουργική προσέγγιση για τον χαρακτηρισμό μιας διαφοράς ως αστικής ή μη. Ο καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση της διαφοράς και των εμπλεκόμενων νομικών σχέσεων, όχι απλώς η «ταυτότητα» των διαδίκων. Για παράδειγμα, εάν μια δημόσια αρχή ενεργεί όχι με βάση δημόσια εξουσία αλλά ως ιδιώτης, τότε η διαφορά μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού.
Επιπλέον, ασφαλιστικά μέτρα εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, εφόσον αφορούν αστικά ή εμπορικά δικαιώματα. Ο προσωρινός ή οριστικός χαρακτήρας της απόφασης δεν επηρεάζει το χαρακτηρισμό. Από την άλλη, μέτρα που σχετίζονται στενά με εξαιρούμενους τομείς (π.χ. οικογενειακό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, διοικητικά πρόστιμα) δεν υπάγονται στον Κανονισμό.
Το ΔΕΕ έχει επίσης διευκρινίσει ότι η ιδιότητα ενός διαδίκου ως δημοσίου υπαλλήλου δεν αποκλείει αυτομάτως την εφαρμογή του Κανονισμού, εφόσον δεν ασκεί δημόσια εξουσία. Ενδεικτικά, αγωγές για αποζημίωση κατά καθηγητών δημόσιων σχολείων λόγω αμέλειας κατά τη διάρκεια σχολικής δραστηριότητας εμπίπτουν στον Κανονισμό.
Μεταξύ των καινοτομιών που εισάγει συγκαταλέγονται: η κατάργηση της διαδικασίας κήρυξης εκτελεστότητας (exequatur), η ενίσχυση της προστασίας των ασθενέστερων διαδίκων και η ενίσχυση των ρυθμίσεων για τις συμφωνίες επιλογής δικαιοδοσίας. Ειδικά για την κήρυξη της εκτελεστότητας, το άρθρο 39 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 καθιερώνει ότι κάθε εκτελεστή απόφαση που εκδίδεται σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ είναι αυτομάτως εκτελεστή και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, χωρίς να απαιτείται ενδιάμεση διαδικασία. Αυτό σηματοδοτεί την κατάργηση της παραδοσιακής ανάγκης αναγνώρισης ή κήρυξης εκτελεστότητας, και εφαρμόζεται η αρχή της εξομοίωσης (δηλαδή, η απόφαση τυγχάνει ίδιας μεταχείρισης με τις εγχώριες αποφάσεις του κράτους εκτέλεσης).

Με τον Κανονισμό αυτό, η ΕΕ απομακρύνεται από την παλαιά προσέγγιση, που απαιτούσε προηγούμενο έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας, της διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας, της απουσίας αντιφατικών αποφάσεων και της συμμόρφωσης με τη δημόσια τάξη του κράτους εκτέλεσης. Οι λόγοι αυτοί, που κάποτε εξετάζονταν αυτεπάγγελτα, πλέον αποτελούν ενστάσεις που μπορούν να προβάλλονται μόνο από τον καθ’ ου και μόνο κατά το στάδιο της εκτέλεσης.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή η σύγκλιση των δικαιικών αντιλήψεων στην Ένωση δεν έχει ολοκληρωθεί, ο Κανονισμός διατηρεί κρίσιμες θεσμικές εγγυήσεις. Αρχικά, προβλέπεται ένα ενιαίο και ομοιόμορφο σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας, που εξασφαλίζει την ορθή κατανομή αρμοδιοτήτων. Επιπλέον, διαφυλάσσεται το δικαίωμα άμυνας του καθ’ ου, τόσο κατά την έκδοση όσο και κατά την εκτέλεση της απόφασης. Ειδικά στο στάδιο της εκτέλεσης, η έγκαιρη επίδοση της απόφασης και της σχετικής βεβαίωσης αποτελεί προϋπόθεση εγκυρότητας των πράξεων εκτέλεσης.
Συνολικά, η ρύθμιση του Κανονισμού 1215/2012 αντικατοπτρίζει την πρόοδο προς έναν ενιαίο ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, όπου η εκτελεστότητα δεν περιορίζεται πλέον από τα εθνικά σύνορα, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Ε. Βασιλακάκης, Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά(2017), Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 6η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα