25.1 C
Athens
Τετάρτη, 23 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια του καταλογισμού στο ποινικό δίκαιο και η εν βρασμώ ψυχική...

Η έννοια του καταλογισμού στο ποινικό δίκαιο και η εν βρασμώ ψυχική ορμή ως λόγος άρσης του καταλογισμού


Της Ελένης Κοκαβέση, 

Ο καταλογισμός αποτελεί ένα από τα στοιχεία στοιχειοθέτησης του εγκλήματος. Όπως γνωρίζουμε, για να αποδοθεί μία κολάσιμη πράξη σε κάποιον, πρέπει η πράξη αυτή να είναι άδικη, δηλαδή να παραβαίνει κάποιον κανόνα-νόμο, να είναι τιμωρητή και καταλογιστή· δηλαδή, πρέπει η πράξη αυτή να καταλογίζεται στο δρώντα. Άλλωστε, σύμφωνα με τον δογματικό ορισμό του εγκλήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, για να μπορέσει να τιμωρηθεί κάποιος για αυτό που έπραξε, θα πρέπει η πράξη αυτή να πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, εκ των οποίων αποτελεί και ο καταλογισμός.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «καταλογισμός»; Ο καταλογισμός είναι η κατάσταση στην οποία ο δράστης, που ενεργεί μία πράξη, έχει πλήρη συνείδηση των πραττομένων του και γνωρίζει τη φύση της πράξης, καθώς και το πώς με αυτήν θέτει σε κίνδυνο ένα έννομο αγαθό. Όταν ο δράστης έχει καταλογισμό επί της πράξης του, σημαίνει ότι γνώριζε και επιθυμούσε την εφαρμογή της. Με τη διαπίστωση του καταλογισμού καταλήγουμε στην ενοχή του δράστη, καθώς διαφαίνεται και η προσωπική σύνδεσή του με την ενέργειά του.

Ο καταλογισμός αποτελείται από δύο στοιχεία: ένα υποκειμενικό και ένα βιολογικό. Το υποκειμενικό δηλώνεται στην υπαιτιότητα και αποτελεί την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εκφράζει, όπως δηλώθηκε παραπάνω, την προσωπική σύνδεση του δράστη με το έγκλημα που διαπράττει. Η υποκειμενικότητα εκφράζεται μέσω του δόλου, δηλαδή της επίγνωσης της άδικης πράξης και της επιθυμίας εκτέλεσής της. Το βιολογικό στοιχείο αποτελεί την ικανότητα προς καταλογισμό του δράστη, δηλαδή την ικανότητα του δράστη να αντιλαμβάνεται το άδικο της συμπεριφοράς του και να ενεργεί σύμφωνα με την περί αδίκου αντίληψή του.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: EyeEm

Με βάση το βιολογικό κριτήριο, μπορούμε να εξετάσουμε εάν ο δράστης μιας πράξης είναι ικανός να αντιληφθεί το άδικο που εμπεριέχει η πράξη αυτή. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος εκτελεί μία άδικη πράξη χωρίς, όμως, να είχε την πρόθεση να προκαλέσει κάποια προσβολή στην έννομη τάξη. Λείπει, δηλαδή, το υποκειμενικό στοιχείο της υπόστασης του εγκλήματος και, έτσι, η πράξη δεν μπορεί να του καταλογιστεί. Ο Ποινικός Κώδικας ορίζει πότε κάποιος βρίσκεται σε μειωμένη ικανότητα καταλογισμού και, επομένως, δεν μπορεί να του καταλογιστεί η πράξη· άρα, παραμένει ατιμώρητος ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό (λόγω της μεγάλης κοινωνικής απαξίας της πράξης του δράστη), η μειωμένη ικανότητα λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση και οδηγεί σε μειωμένη ποινή.

Χαρακτηριστική περίπτωση μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό αποτελεί η κατάσταση σε βρασμό ψυχικής ορμής. Βρασμός ψυχικής ορμής είναι η ψυχική κατάσταση που αποκλείει τη σκέψη και οφείλεται σε ψυχική υπερδιέγερση, που προκαλείται από αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους. Η κατάσταση αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 299 περί ανθρωποκτονίας. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού ορίζει την ανθρωποκτονία με δόλο, όταν δηλαδή ο δράστης αποφασίζει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να δολοφονήσει κάποιον και προβαίνει στην εκτέλεση της πράξης, που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου ορίζεται η εν βρασμώ ψυχικής ορμής ανθρωποκτονία, που τιμωρείται με κάθειρξη και όχι με ισόβια (λόγος μείωσης του αξιοποίνου). Φυσικά, η κατάσταση ψυχικής ορμής μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλα εγκλήματα, αναλογικά πέραν της ανθρωποκτονίας.

Για να εφαρμοστεί η παρ. 2 του άρθρου 299, πρέπει ο βρασμός ψυχικής ορμής να υπάρχει τόσο κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης όσο και κατά τον χρόνο εκτέλεσης της πράξης. Έτσι, η λήψη της απόφασης του δράστη πρέπει να είναι αιφνίδια και η εκτέλεση της πράξης απαράσκευη· να μην υπήρχε σχεδιασμός ή προμελέτη της πράξης. Αν η απόφαση είχε ληφθεί σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και δεν προκλήθηκε κάτω από κάποια εξάπτουσα αφορμή που να έφερε το δράστη σε μία κατάσταση αδυναμίας να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, τότε δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν βρασμώ ψυχικής ορμής και ο δράστης θα τιμωρηθεί για το έγκλημα που διέπραξε με δόλο.

Πότε όμως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μία πράξη ως εν βρασμώ ψυχικής ορμής; Αναφέρθηκε ότι σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται ο δράστης όταν βιώνει ένα τόσο έντονο συναίσθημα, το οποίο αίρει την ικανότητα διάκρισης του αδίκου. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι βρασμό ψυχικής ορμής προκαλεί μία αφόρητη συναισθηματικά κατάσταση, που θέτει το δρώντα σε τέτοια κατάσταση ώστε να εκτελεί την πράξη χωρίς να έχει την ικανότητα να σκεφτεί αυτό που κάνει. Επομένως, δε μιλάμε για σθενικό συναίσθημα (π.χ. θυμός) ή για συναισθήματα που βιώνουμε όλοι και, παρότι μας φέρνουν σε δυσάρεστες καταστάσεις, δεν αίρουν τη συνείδηση για αυτά που κάνουμε. Βρασμός ψυχικής ορμής είναι ένα ακαταμάχητο συναίσθημα που μας κυριεύει αιφνίδια και σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούμε να ελέγξουμε τη λογική μας.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: fabrikasimf

Το πιο σωστό κριτήριο για να καταλάβουμε εάν ο δράστης βρισκόταν σε βρασμό ψυχικής ορμής ή όχι αποτελεί η δυνατότητά του να αντιληφθεί την πράξη. Εάν ο δράστης έχει χρόνο να σκεφτεί την πράξη που θέλει να εκτελέσει και αντιλαμβάνεται την επικινδυνότητά της, τότε διαθέτει καταλογισμό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος άρσης του καταλογισμού το τυχόν έντονο συναίσθημα που βίωσε, διότι είχε τη δυνατότητα να αναλογιστεί την πράξη του. Εάν, όμως, το συναίσθημα που τον κυριεύει είναι τόσο ισχυρό, που τον οδηγεί στο να πράττει ακουσίως, χωρίς να έχει την ικανότητα να αντιληφθεί την επικινδυνότητα της πράξης του, τότε ο βρασμός ψυχικής ορμής λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο.

Ειρήσθω εν παρόδω, από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η άρση του καταλογισμού υπάρχει μόνο όταν ο δρών μιας πράξης δεν είχε προσχεδιάσει την πράξη του και η εκτέλεση του εγκλήματος έγινε κάτω από αιφνίδιο γεγονός, το οποίο ήταν τόσο ισχυρό ώστε να οδηγήσει στην ακούσια εκτέλεση μιας πράξης. Εάν διαπιστωθεί ότι ο δράστης είχε τον έλεγχο των πραττομένων του ή ότι το αιφνίδιο γεγονός που υπέστη δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να οδηγήσει σε άρση του καταλογισμού, τότε ο δράστης δεν θεωρείται ανίκανος για καταλογισμό και θα δικαστεί κανονικά για το έγκλημα που εκτέλεσε με δόλο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Άλκης Καραγιαννόπουλος(2024), Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα
  • Χρίστος Μυλωνόπουλος(2020), Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Κοκαβέση
Ελένη Κοκαβέση
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο ΕΚΠΑ και συνεχίζει τις σπουδές της στη Νομική Αθηνών, ως τελειόφοιτη φοιτήτρια. Κατάγεται από τη Χιμάρα και μένει στο Μαρκόπουλο. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μουσική, είναι μέλος στη Μουσική Φιλαρμονική Μαρκοπούλου και παίζει κλαρινέτο, κάνει εθελοντική εργασία και διαβάζει βιβλία.