22.1 C
Athens
Τρίτη, 22 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο σύνορο ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια

Το σύνορο ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια


Της Φανής Υβόννης Κυρκιλή,

 Εισαγωγή στις βασικές έννοιες

Για την ολοκληρωμένη περιγραφή ενός εγκλήματος στον Ποινικό Κώδικα, δεν αρκούν μόνο αντικειμενικά στοιχεία (ποια πράξη, ποιο υποκείμενο, ποιο νομικό και υλικό αντικείμενο). Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί και υποκειμενικά στοιχεία, που εκφράζουν τον ψυχικό δεσμό του δράστη με την ενέργεια που επιχειρεί. Πρώτο και κυριότερο: η υπαιτιότητα!

Εκ της θεμελιώδους διάταξης του άρθρου 26 ΠΚ συνάγεται ότι: Πρώτον, η ποινική μας νομοθεσία απαιτεί ρητά υπαιτιότητα για την ύπαρξη εγκλήματος. Δεύτερον, η υπαιτιότητα αυτή είναι διχοτομημένη, δηλαδή χωρίζεται σε δύο βαθμούς: τον δόλο και την αμέλεια. Τρίτον, κακούργημα στοιχειοθετείται μόνο αν η πράξη τελέστηκε με δόλο. Τα πλημμελήματα τιμωρούνται καταρχήν αν διαπράχθηκαν με δόλο, κατ’ εξαίρεση από αμέλεια.

Διαφαίνεται, λοιπόν, η μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία της υπαιτιότητας, της ενδιάθετης (παρελθοντικής) κατάστασης του δράστη, όχι μόνο για την πλήρωση της υπόστασης κάποιου εγκλήματος, τον καταλογισμό του σε ενοχή και την επιβολή ποινής, αλλά και για την κατανόηση της φιλοσοφίας που κρύβεται πίσω από το ποινικό μας δίκαιο και την απονομή δικαιοσύνης. Τι θέλουμε να τιμωρούμε ως έννομη τάξη και γιατί; Τα ερωτήματα, όμως, αυτά ανοίγουν μια άλλη ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ας επιστρέψουμε τώρα στις βαθμίδες υπαιτιότητας.

 Ο δόλος

Ένας γενικός ορισμός του (παραπλήσιος με αυτόν που δίνει ο Έλληνας νομοθέτης στο άρθρο 27 ΠΚ) είναι: «η θέληση πραγμάτωσης μιας αξιόποινης πράξης με γνώση των αντικειμενικών περιστάσεων αυτής».

Γίνονται φανερά εδώ τα δύο συστατικά γνωρίσματα του δόλου: το γνωστικό και το βουλητικό, τα οποία είναι διαβαθμίσιμα ανάλογα με την έντασή τους. Έτσι, το γνωστικό μπορεί να είναι: α) γνώση, β) πρόγνωση βεβαιότητας ή γ) πρόγνωση ενδεχομένου. Αντίστοιχα, το βουλητικό μπορεί να είναι επιδίωξη ορισμένου αποτελέσματος ή αποδοχή του. Με βάση αυτές τις ταξινομήσεις, έχουν διαμορφωθεί τρία είδη δόλου: ο άμεσος πρώτου βαθμού, ο άμεσος δεύτερου βαθμού και ο ενδεχόμενος.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Kat Wilcox

Η αμέλεια

Προβλέπεται στο άρθρο 28 του ΠΚ. Ο λόγος τιμώρησής της έγκειται στο ότι ο δράστης δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε, απέναντι στο έννομο αγαθό το οποίο τελικά προσέβαλε. Έχουμε, δηλαδή, μία εσωτερική ψυχική στάση, την έλλειψη προσοχής ή σύνεσης, που εκδηλώνεται αντικειμενικά στο επελθόν αποτέλεσμα.

Ασυνείδητη είναι η αμέλεια όταν ο δράστης δεν προέβλεψε καν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε, ενώ ενσυνείδητη όταν το προέβλεψε μεν ως δυνατό, πίστεψε όμως —από επιπολαιότητα κι απερισκεψία— ότι θα το αποφύγει.

Διάκριση ενδεχόμενου δόλου κι ενσυνείδητης αμέλειας

Γενικά, το χαρακτηριστικό του δόλου (ή αλλιώς της πρόθεσης) είναι η απόφαση του δράστη να τελέσει την πράξη, αν και προβλέπει τις συνέπειές της. Η απόφαση αυτή διαφοροποιεί τον εκ δόλου από τον εξ αμελείας πράττοντα, που κι αυτός μπορεί να προείδε την προσβολή ενός εννόμου αγαθού —σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποφάσισε να το βλάψει.

Τα πράγματα, όμως, δεν είναι πάντα τόσο απλά κι ευδιάκριτα.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: Ο κυβερνήτης ενός πλοίου φεύγει από το σημείο ελέγχου και πλοήγησής του, προκειμένου να δειπνήσει με επιφανείς επιβάτες. Αφήνει στη θέση του ένα δόκιμο, ο οποίος κάποια στιγμή τον ενημερώνει για σήματα στα ραντάρ που υποδεικνύουν ύφαλο. Ο πλοίαρχος το αγνοεί. Το ίδιο και μετά από δεύτερη προειδοποίηση για τις ενδείξεις. Ώσπου το καράβι προσκρούει σε βράχο, βουλιάζει και δέκα επιβάτες πεθαίνουν. Ευθύνη για ανθρωποκτονία με (ενδεχόμενο) δόλο ή από (ενσυνείδητη) αμέλεια;

Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε στην πράξη τις δύο μορφές υπαιτιότητας; Πότε συμβαίνει το ένα και πότε το άλλο;

Πλήθος απόψεων έχουν διατυπωθεί σε επιστήμη και νομολογία, ειδικά με αφορμή πολύνεκρες καταστροφές. Ας δούμε κάποιες βασικές θεωρίες.

Θεωρία της πιθανότητας

Εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά στο γνωστικό στοιχείο: ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης θεωρεί το αποτέλεσμα ως πιθανό να πραγματωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ ενσυνείδητη αμέλεια όταν το θεωρεί απλώς δυνατό. Ωστόσο, η θεωρία αυτή παραμερίζει τελείως το βουλητικό στοιχείο. Ταυτόχρονα —και κυριότερα— φαίνεται ανέφικτο να προσδιορίσουμε με ασφαλή κριτήρια το ακριβές ποσοστό πρόβλεψης εκ μέρους του δράστη τη δεδομένη χρονική στιγμή κι έτσι να οριοθετήσουμε σαφώς την πιθανότητα από τη γενικότερη δυνατότητα επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος!

 Θεωρία της επιδοκιμασίας (ταυτόσημη η θεωρία της συναίνεσης)

Αποφασιστικό εδώ είναι το βουλητικό στοιχείο. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης εγκρίνει το αποτέλεσμα, συγκατατίθεται προς αυτό, είναι σύμφωνος με αυτό (συναισθηματική εσωτερική κατάφαση). Μειονέκτημα της εν λόγω άποψης αποτελεί ότι είναι υπερβολικά στενή και, άρα, ανεπαρκής, διότι δεν καλύπτει τις περιπτώσεις που ο δράστης δεν παραιτείται από τη συμπεριφορά του, έστω κι αν προβλέπει ότι με αυτήν ενδέχεται να παραχθεί ένα περαιτέρω ανεπιθύμητο εγκληματικό αποτέλεσμα. Επομένως, μία θετική ψυχολογική στάση απέναντι στην πραγμάτωση του εγκλήματος είναι προϋπόθεση για την παραδοχή δόλου στους κόλπους αυτής της θεωρίας, η οποία εμφανίζει δογματική συνέπεια με τον άμεσο δόλο. Είτε ο δράστης επιδιώκει είτε επιδοκιμάζει, έχει συμπεριφορά εχθρική προς το δίκαιο.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Θεωρία της αποδοχής

Βρίσκεται στο επίκεντρο των βουλητικών θεωριών και είναι η εύστοχη επιλογή που υιοθετεί ο Ποινικός μας Κώδικας. Σύμφωνα με αυτήν, το όριο μεταξύ ενδεχόμενου δόλου κι ενσυνείδητης αμέλειας εντοπίζεται ακριβώς στο σημείο που μπορεί να διαπιστωθεί η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος! Η έννοια της αποδοχής είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοκιμασίας, διότι περιλαμβάνει και τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

Κατά το γράμμα του νόμου στο άρθρο 27, λοιπόν, ενδεχόμενο δόλο έχει όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά που απαρτίζουν μία αξιόποινη πράξη και το αποδέχεται. Αποδέχεται την πιθανή πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, σε αντίθεση με τον αμελή δράστη, που πιστεύει ότι δε θα συμβεί. Τί ακριβώς σημαίνει, όμως, η λέξη «αποδέχεται»; Πολυάριθμες προσπάθειες έχουν γίνει για την εξειδίκευση του περιεχομένου της.

Η αδυναμία διατύπωσης ενός πλήρους και καθαρού ορισμού οδήγησε στη χρήση εμπειρικών κριτηρίων, εκ των οποίων ο δικαστής μπορεί να καταγνώσει την υπαιτιότητα —αυτό το αθέατο κι αμφίσημο μέγεθος. Πρόκειται, στην ουσία, για μία διαδικασία αναδρομικού συμπεράσματος, κατά την οποία συλλέγουμε κι αξιολογούμε πραγματικά περιστατικά και αντικειμενικά δεδομένα (που μπορούν, δηλαδή, να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης). Η αποδοχή, έτσι, του αξιόποινου αποτελέσματος ανάγεται μεν στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, διαπιστώνεται όμως από εξωτερικά στοιχεία της συμπεριφοράς του!

Ενδείκτες δόλου

Εδώ συμπεριλαμβάνονται οι συνθήκες τέλεσης της πράξης, η ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης, η λήψη μέτρων για την αυτοπροστασία του, ενώ συνυπολογίζονται και οι δηλώσεις του, οι σχέσεις του με το θύμα κ.λπ.

Ο σημαντικότερος είναι η εν ανάγκη εμμονή του στη συνέχιση της επικίνδυνης ενέργειας, παρά την πρόβλεψη του αποτελέσματος ως ενδεχόμενου—κάτι που ενδεικνύει ότι συμβιβάστηκε με την επέλευσή του, αποφάσισε να το ανεχθεί (πχ προκειμένου να μην παραιτηθεί από το σχέδιο και το σκοπό του).

 Αντενδείκτες δόλου

Η αποδοχή του πιθανολογηθέντος αποτελέσματος αποκλείεται όταν ο δράστης έχει την αίσθηση ότι «η κατάσταση ελέγχεται» και όταν εκδηλώνει εμπράκτως την πρόθεσή του να το αποφύγει, με τη λήψη αποτρεπτικών μέτρων. Καίρια είναι κι η αμοιβαιότητα του κινδύνου, που υπάρχει όταν το κινδυνεύον έννομο αγαθό αφορά και τον ίδιο ή όταν αυτός τρέφει φιλική στάση απέναντί του!

Ως εκ τούτου, στο παράδειγμά μας με το ναυάγιο, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι ο καπετάνιος αποδέχτηκε το ενδεχόμενο θανάτου των επιβατών, από τη στιγμή μάλιστα που κι ο ίδιος θα βρισκόταν εξίσου εκτεθειμένος στον κίνδυνο αυτόν.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Souandresantana

 Τροφή για σκέψη

Τα τελευταία χρόνια η νομολογία οδηγήθηκε σε μια υπερβολική διεύρυνση του ενδεχόμενου δόλου και στην κακουργηματοποίηση ανθρωποκτονιών (που κανονικά θα κρίνονταν ως περιπτώσεις αμέλειας με χαμηλότερο πλαίσιο ποινής), υπαγορευόμενη από την ανάγκη ικανοποίησης του περί δικαίου αισθήματος, σε πολύκροτες υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων, καταρρεύσεων κτιρίων από σεισμούς και ναυαγίων, με γνωστότερο αυτό του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ το 2001.

Διάφορες λύσεις έχουν υποστηριχθεί προκειμένου να καταστεί εφικτή η τιμώρηση σε βαθμό κακουργήματος των ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών, οι οποίες οφείλονται σε βαρύτατες παραβιάσεις του καθήκοντος επιμέλειας, που προσεγγίζουν οριακά τον ενδεχόμενο δόλο.

Έχει προταθεί, λοιπόν: α) μία αυστηρότερη τιμώρηση της βαριάς (αλλιώς: επαυξημένης, ασύγγνωστης) αμέλειας, που χαρακτηρίζεται από την επικίνδυνη επιλογή του δράστη να μην ασχοληθεί καν με το ενδεχόμενο της βλάβης, παρά την ύπαρξη σοβαρών λόγων να το κάνει,

β) από λίγους πιο ρηξικέλευθους, η τριχοτόμηση της υπαιτιότητας, με την παρεμβολή μίας νέας μορφής ανάμεσα στο δόλο και την αμέλεια (βλ. τη recklessness του αμερικανικού Model Penal Code), που θα εδράζεται στη μεγάλη (αλλιώς: ιδιαιτέρως επίμεπτη, ακραία) αδιαφορία–περιφρόνηση για το έννομο αγαθό (βαθιά αντικοινωνική στάση).

Ωστόσο, τέτοιες νομοθετικές κινήσεις αμφισβητείται κατά πόσο θα ήταν πρακτικές. Ίσως περιέπλεκαν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, δημιουργώντας νέα δογματικά προβλήματα και πυροδοτώντας αλυσιδωτά αλλαγές σε όλο το σύστημα του ποινικού δικαίου. Η επιστημονική αναζήτηση, πάντως, παραμένει πάντα ζωντανή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020
  • Γεωργία Βαρελά, Η διάκριση ενδεχομένου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας: θεωρητικές και νομολογιακές προσεγγίσεις, pergamos.lib.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Φανή Υβόννη Κυρκιλή
Φανή Υβόννη Κυρκιλή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2003, όπου και μεγαλώνει. Πλέον είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική (ΕΚΠΑ), με προτίμηση στα μαθήματα φιλοσοφίας και ποινικού δικαίου. Αγαπάει τον χορό, ιδιαίτερα το μπαλέτο, τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα την ποίηση, το θέατρο και τα ταξίδια. Από πάντα νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια και ηρεμία στον γραπτό λόγο, έτσι καταφεύγει σε αυτόν για να εκφραστεί και να αποφορτιστεί. Έμπνευση αντλεί, μεταξύ άλλων, από τη θάλασσα και το σύμπαν που μας περιβάλλουν.