Του Γιώργου Γκέργκη,
Η ψυχική υγεία είναι ένας κόσμος πολύπλοκος, και οι θεραπείες που επιλέγονται για κάθε διαταραχή χρειάζεται να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις εμπειρίες και την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Η διπολική διαταραχή, ως μια από τις πιο απαιτητικές και πολυδιάστατες ψυχιατρικές διαγνώσεις, προκαλεί έντονο ενδιαφέρον όσον αφορά στις θεραπευτικές προσεγγίσεις. Σε αυτό το άρθρο, εξετάζουμε τι είναι η διπολική διαταραχή και συγκρίνουμε δύο σημαντικές θεραπευτικές μεθόδους: την ψυχαναλυτική και τη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία.
Τι είναι η διπολική διαταραχή;
Η διπολική διαταραχή κατατάσσεται στο DSM-5 (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) και περιλαμβάνει διάφορους τύπους, αλλά οι πιο κοινές είναι η Διπολική Ι και Διπολική II διαταραχή.
Η διπολική Ι χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον ένα επεισόδιο μανίας, το οποίο μπορεί να συνοδεύεται από επεισόδιο κατάθλιψης. Η μανία είναι μια κατάσταση έντονης υπερέντασης, ευφορίας και υπερβολικής ενέργειας, η οποία μπορεί να διαρκέσει για αρκετές ημέρες ή και εβδομάδες. Τα άτομα που βιώνουν μανία συνήθως έχουν αισθήματα υπερβολικής αυτοεκτίμησης, μεγαλοπρέπειας και αυξημένης δραστηριότητας, ενώ συχνά αναλαμβάνουν επικίνδυνες ή απερίσκεπτες ενέργειες. Από την άλλη, τα επεισόδια κατάθλιψης περιλαμβάνουν συμπτώματα όπως θλίψη, απώλεια ενδιαφέροντος για τις καθημερινές δραστηριότητες, κόπωση και έλλειψη ενέργειας.
Η διπολική II περιλαμβάνει επεισόδια υπομανίας και κατάθλιψης, χωρίς ωστόσο να φτάνει στην πλήρη μανία. Η υπομανία χαρακτηρίζεται από αυξημένη διάθεση και ενέργεια, αλλά σε λιγότερο έντονο επίπεδο από τη μανία. Αν και τα άτομα που βιώνουν υπομανία εμφανίζουν υπερβολική διάθεση και αυξημένη ενεργητικότητα, τα συμπτώματα δεν είναι τόσο έντονα και δεν προκαλούν τόσο σοβαρές συνέπειες στην καθημερινή ζωή. Η υπομανία μπορεί να διαρκέσει για λιγότερο χρόνο και, σε αντίθεση με τη μανία, συνήθως δεν οδηγεί σε επικίνδυνες συμπεριφορές ή σοβαρές διαταραχές στη λειτουργικότητα του ατόμου.

Σύμφωνα με το DSM-5, τα κύρια χαρακτηριστικά των επεισοδίων μανίας και υπομανίας περιλαμβάνουν:
- Αίσθημα υπερβολικής ευφορίας ή έντονης ενεργητικότητας.
- Γρηγορότερη σκέψη και ομιλία.
- Αίσθημα υπερβολικής αυτοεκτίμησης ή μεγαλοπρέπειας.
- Ελάττωση της ανάγκης για ύπνο (π.χ., μόνο 3 ώρες ύπνου).
- Συμπεριφορές που δεν είναι σύμφωνες με την πραγματικότητα (π.χ., σπατάλη χρημάτων).
- Δυσκολία στην εστίαση ή στην ολοκλήρωση έργων.
- Ανησυχία ή εύκολη απογοήτευση.
Οι προκλήσεις στην επιλογή θεραπείας
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στη θεραπεία της διπολικής διαταραχής είναι η διαχείριση των απότομων και έντονων μεταβολών της διάθεσης. Η εναλλαγή μεταξύ μανίας και κατάθλιψης όχι μόνο επιβαρύνει τη λειτουργικότητα του ατόμου, αλλά δυσχεραίνει και τη σταθερότητα στη θεραπευτική διαδικασία. Κάθε φάση της διαταραχής ενδέχεται να απαιτεί διαφορετική προσέγγιση, γεγονός που καθιστά την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας μια διαρκή πρόκληση.
Η φαρμακευτική αγωγή είναι συχνά αναγκαία για την αντιμετώπιση των επεισοδίων. Ωστόσο, η πορεία προς τη σταθερότητα δεν εξαρτάται μόνο από τα φάρμακα. Η θεραπεία απαιτεί συνεχείς αναπροσαρμογές και εξατομικευμένο σχεδιασμό, αφού η ανταπόκριση στις παρεμβάσεις διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο.
Μπροστά σε αυτή την πολυπλοκότητα, συχνά αναδεικνύεται η ανάγκη συνδυαστικών παρεμβάσεων – όπως η ψυχοθεραπεία. Και εδώ ακριβώς γεννιέται το ερώτημα: ποια μορφή ψυχολογικής υποστήριξης είναι πιο κατάλληλη για τον κάθε άνθρωπο.
Θεραπεία της διαταραχής
Όσον αφορά τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής, υπάρχουν διάφορες ψυχολογικές προσεγγίσεις. Δύο από τις πιο κοινές είναι η ψυχαναλυτική θεραπεία και η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT). Και οι δύο προσεγγίσεις στοχεύουν στην ανακούφιση των ψυχικών συμπτωμάτων, αλλά χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και έχουν διαφορετική φιλοσοφία.
Ψυχαναλυτική θεραπεία
Η ψυχαναλυτική θεραπεία βασίζεται στις θεωρίες του Sigmund Freud και επικεντρώνεται στην κατανόηση του υποσυνείδητου και των ασυνείδητων ψυχικών διαδικασιών. Ο στόχος της θεραπείας είναι να βοηθήσει το άτομο να συνειδητοποιήσει τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα βαθύτερα συναισθηματικά τραύματα που μπορεί να επηρεάζουν τη συμπεριφορά και την ψυχική υγεία του. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι ασθενείς αποκτούν μεγαλύτερη αυτογνωσία και αναπτύσσουν στρατηγικές για να διαχειριστούν τα συναισθηματικά τους προβλήματα.
Η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική όταν το άτομο αντιμετωπίζει βαθιά συναισθηματικά τραύματα ή ανεκπλήρωτες συγκρούσεις που σχετίζονται με την παιδική ηλικία ή σημαντικές προσωπικές εμπειρίες. Σε περιπτώσεις διπολικής διαταραχής, η ψυχαναλυτική προσέγγιση μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε άτομα που βιώνουν εντονότερη συναισθηματική σύγχυση ή αναταραχή και αναζητούν μια βαθύτερη κατανόηση των ψυχικών αιτίων των επεισοδίων μανίας ή κατάθλιψης.
- Ειδικότερα, η ψυχαναλυτική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση και επεξεργασία κρυμμένων ανασφαλειών, που ενδέχεται να προκαλούν τα επεισόδια ή να επηρεάζουν τις αντιδράσεις του ατόμου στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως οι οικογενειακές σχέσεις ή οι κοινωνικές πιέσεις.
Αν και απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, η ψυχαναλυτική θεραπεία μπορεί να προσφέρει βαθύτερη ανακούφιση και μια πιο βιώσιμη διαχείριση των υποκείμενων αιτίων που οδηγούν στην εκδήλωση της διπολικής διαταραχής.
Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT)
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) είναι μια πιο πρακτική και στοχευμένη προσέγγιση. Εστιάζει στην κατανόηση και αναγνώριση των αρνητικών σκέψεων και των παραμορφωμένων πεποιθήσεων που οδηγούν σε ανεπιθύμητες συμπεριφορές και συναισθήματα. Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής, η CBT βοηθά τους ασθενείς να κατανοήσουν τα συναισθηματικά πρότυπα που οδηγούν σε επεισόδια μανίας ή κατάθλιψης και να μάθουν πώς να τα αναγνωρίζουν και να τα διαχειρίζονται.

Η CBT είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διαχείριση επεισοδίων κατάθλιψης ή υπομανίας, καθώς βοηθά το άτομο να εντοπίσει σκέψεις και τις συμπεριφορές που ενδέχεται να ενισχύουν ή να επιδεινώνουν τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα.
- Για παράδειγμα, όταν το άτομο βιώνει έντονη κατάθλιψη ή αισθάνεται ότι χάνει τον έλεγχο, η CBT μπορεί να βοηθήσει στο να κατανοήσει πώς οι αρνητικές σκέψεις και τα μοτίβα συμπεριφοράς συμβάλλουν στην κακή διάθεση και να μάθει στρατηγικές για την αλλαγή αυτών των προτύπων.
Επιπλέον, η CBT είναι πολύ χρήσιμη για την πρόληψη των υποτροπών σε άτομα με διπολική διαταραχή, καθώς τα εργαλεία της μπορούν να ενισχύσουν τη δυνατότητα του ατόμου να διαχειριστεί τη διάθεση και τις εξωτερικές πιέσεις. Η CBT προσφέρει πρακτικές στρατηγικές για την αναγνώριση των πρώιμων σημείων ενός επεισοδίου και την προσαρμογή της συμπεριφοράς και των σκέψεων προτού φτάσει στην πλήρη εκδήλωση ενός επεισοδίου μανίας ή κατάθλιψης.
Συμπερασματικές σκέψεις
Η διπολική διαταραχή είναι μια απαιτητική αλλά διαχειρίσιμη ψυχική συνθήκη. Παρότι δεν υπάρχει μία ενιαία θεραπεία που να λειτουργεί για όλους, υπάρχουν πολλοί δρόμοι που μπορούν να οδηγήσουν στη σταθερότητα και στην καλύτερη ποιότητα ζωής. Ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχολογικής υποστήριξης, προσαρμοσμένος στις ανάγκες του κάθε ανθρώπου, αποτελεί τον πιο ελπιδοφόρο και ρεαλιστικό δρόμο προς τη διαχείριση των συμπτωμάτων.
Η ψυχοθεραπεία, είτε πρόκειται για μια βαθύτερη, ερμηνευτική προσέγγιση όπως η ψυχαναλυτική, είτε για μια πιο πρακτική και δομημένη όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική, μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά εργαλεία και βαθύτερη κατανόηση. Το σημαντικό είναι να αντιμετωπίζεται το άτομο ως σύνολο – με τη μοναδικότητα της εμπειρίας του, τις δυσκολίες του, αλλά και τις δυνατότητές του.
Με την κατάλληλη υποστήριξη και τη σωστή θεραπευτική σχέση, είναι απολύτως εφικτό να υπάρξει σταθερότητα, εξέλιξη και ουσιαστική ανακούφιση. Η πορεία δεν είναι πάντα γραμμική, αλλά η ελπίδα παραμένει υπαρκτή – και η θεραπεία, όταν είναι προσωποκεντρική και ευέλικτη, μπορεί να γίνει πραγματικά μεταμορφωτική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ψυχοεκπαίδευση σε ασθενείς με Διπολική Διαταραχή, Ι.Κ.Ε.Ε., διαθέσιμο εδώ
- Γνώσεις και αντιλήψεις του πληθυσμού σχετικά με τη διπολική διαταραχή, Ιδρυματικό καταθετήριο Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδος, διαθέσιμο εδώ
- Treatment of bipolar disorder, The Lancet, διαθέσιμο εδώ