Της Φωτεινής Παπανικολάου,
Το άρθρο 66 παρ. 1β του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ) περιγράφει αναλυτικά τις περιπτώσεις όπου η φοροδιαφυγή, σε σχέση με το ΦΠΑ, το ΦΚΕ, το φόρο ασφαλίστρων, καθώς και τους παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, συνιστά ποινικό αδίκημα. Το έγκλημα αυτό διακρίνεται σε τρεις κύριες μορφές.
Η πρώτη μορφή του εγκλήματος
Η πρώτη περίπτωση φοροδιαφυγής συντελείται όταν ο φορολογούμενος δεν αποδίδει, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, τους φόρους που υποχρεούται να αποδώσει ή τους αποδίδει ανακριβώς, είτε μέσω εσφαλμένου συμψηφισμού είτε μέσω αναληθούς έκπτωσης. Η πράξη αυτή αφορά ποσά που υπερβαίνουν τις 50.000 ευρώ για το ΦΠΑ ή τις 100.000 ευρώ για τους υπόλοιπους φόρους, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος. Προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αποτελεί η ύπαρξη δόλου (ακόμη και ενδεχόμενου), ο οποίος να καλύπτει πλήρως τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης, αλλά και ο σκοπός του δράστη να αποφύγει την καταβολή των οφειλόμενων φόρων. Πρόκειται, δηλαδή, για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση.
Δεύτερη μορφή τέλεσης του εγκλήματος
Η δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνει την παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης μέσω της παρουσίασης ψευδών ως αληθινών γεγονότων ή την απόκρυψη αληθινών στοιχείων. Η πράξη αυτή τελείται όταν, ως συνέπεια της παραπλάνησης, ο δράστης αποδίδει ανακριβώς ή εισπράττει αχρεώστητα ποσά από επιστροφές ΦΠΑ, ΦΚΕ, φόρων ασφαλίστρων ή άλλων παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων. Ισχύουν τα ίδια χρηματικά όρια με την πρώτη μορφή τέλεσης, ενώ η υποκειμενική υπόσταση απαιτεί επίσης δόλο, χωρίς, ωστόσο, να απαιτείται ειδικός σκοπός. Πρόκειται, συνεπώς, για έγκλημα με κανονική υποκειμενική υπόσταση.

Τρίτη μορφή τέλεσης του εγκλήματος
Η τρίτη μορφή αφορά την απλή διακράτηση των φόρων αυτών, όταν ο δράστης δεν τους αποδίδει, είτε ολικώς είτε μερικώς, ξεπερνώντας τα ίδια όρια ποσών. Εδώ δεν απαιτείται απαραίτητα πράξη παραπλάνησης ή ενεργητικής ιδιοποίησης, αλλά η διατήρηση της παρανομίας μέσω της μη απόδοσης συνιστά το κρίσιμο στοιχείο. Πρόκειται για διαρκές έγκλημα, καθώς η πράξη συνεχίζεται όσο ο φόρος δεν αποδίδεται.
Επιπλέον, προκύπτουν κάποια ερμηνευτικά ζητήματα, ενώ είναι απαραίτητες μερικές νομικές επισημάνσεις. Η εγκληματική συμπεριφορά, σύμφωνα με τις δύο πρώτες μορφές, εδράζεται είτε στην πράξη ιδιοποίησης είτε στην παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης. Ως ιδιοποίηση νοείται η συμπεριφορά του δράστη που στοχεύει στη μόνιμη ενσωμάτωση του ποσού του φόρου στην προσωπική του περιουσία, αποστερώντας το από το Δημόσιο. Η παραπλάνηση ερμηνεύεται αυθεντικά από το νόμο ως η ψευδής παρουσίαση γεγονότων ή η αποσιώπηση της αλήθειας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η ποινική ευθύνη μπορεί να θεμελιωθεί ακόμη και στην περίπτωση που ο δράστης δεν έχει πράγματι εισπράξει ή παρακρατήσει το φόρο που όφειλε να αποδώσει. Παρότι αυτό ενδέχεται να δημιουργεί ερμηνευτικές δυσκολίες από άποψη νομικής πολιτικής, προβλέπεται ρητώς από τη διάταξη.
Η δεύτερη μορφή του εγκλήματος καλύπτει μεγάλο μέρος της πρώτης, καθώς στόχος του νομοθέτη είναι να εξαλείψει και τις σύνθετες μορφές απάτης, όπως η λεγόμενη “αλυσιδωτή απάτη” στο ΦΠΑ (Carousel fraud), κατά την οποία οργανωμένα κυκλώματα καταφέρνουν όχι μόνο να μην αποδίδουν τον οφειλόμενο ΦΠΑ, αλλά να λαμβάνουν και επιστροφή.
Όσον αφορά τις ποινικές κυρώσεις, η φοροδιαφυγή για ποσά άνω των 50.000 ευρώ και μέχρι 100.000 ευρώ για ΦΠΑ (ή μέχρι 150.000 ευρώ για τους λοιπούς φόρους) θεωρείται πλημμέλημα και επισύρει ποινή φυλάκισης από 2 έως 5 έτη ή χρηματική ποινή. Όταν τα ποσά υπερβαίνουν τα παραπάνω όρια, το αδίκημα χαρακτηρίζεται ως κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη από 5 έως 15 έτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Θεόδωρος Παπακυριάκου, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005