Του Δημήτρη Κυριαζή,
Σαν κάναμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα στις μπούκες των ντουφεκιώ μας. Ήτανε σα μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.
Ένα μικρό απόσπασμα από το Η ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη. Από τα κείμενα που στυλώνουν την κλασσική παιδεία και ανήκουν, μεταξύ πολλών άλλων, στην πολυδιαβασμένη γενιά του 30΄. Η ανάγκη μας για πολιτισμικές αναφορές σήμερα, γεννά την επιθυμία να ξαναδιαβαστούν οι εν λόγω πεζογραφίες. Η ανάγκη να ανατρέξει η κρίση σε πνευματικούς πατέρες και να ανασύρει τους παλιούς μεν, διαχρονικούς δε, προβληματισμούς από το συρτάρι των ελληνικών γραμμάτων, μαστίζει και έχει αστείρευτη αξία για ορισμένους. Για αυτό και γω ανατρέχω και διαβάζω με τη σειρά μου τον Μυριβήλη.
Τον πόλεμο δεν μπορείς να τον αισθανθείς υποφερτά και να τον κατανοήσεις αν δεν σε κάνει να συγκινηθείς η γραφή και οι αναπαραστάσεις ενός πολεμιστή, ενός εν τοις πράγμασι εμπόλεμου. Ο πόλεμος ως μία κανονικότητα σήμερα δεν μπορεί να εντοπιστεί και να περιγραφεί πιο γλαφυρά παρά μόνο μέσα από τις ίδιες τις αφηγήσεις άλλων —στην περίπτωση μας, των γενεών της Μεγάλης ιδέας, της μικρασιατικής καταστροφής και των αλλεπάλληλων στερήσεων. Στο όνομα των ιδανικών και των αξιών ζωής που είχαν αυτοί οι άνθρωποι, προέκυψε ένα ολόκληρο φιλολογικό οικοδόμημα, μία ολόκληρη αλήθεια και πραγματικότητα για την Ελλάδα του πολέμου, της καταστροφής, της ρήξης, του μαρασμού, αλλά και της υπομονής και του φιλότιμου.
Αυτήν την Ελλάδα μας υπαγορεύει ο βιωματικός Μυριβήλης μέσα από τη ματιά του και η επικαιρότητα μας επιτρέπει να πούμε ότι εμμέσως την προτυπώνει κιόλας στη συγχρονία της. Στην Ελλάδα του 25΄, στον κόσμο των πολλαπλών κρίσεων και των αναπλαισιωμένων στερήσεων, το απόσπασμα στην αρχή δεν είναι απλά μία φανφαρώνικη και στομφώδης εισαγωγή στο άρθρο, αλλά μία εύστοχη παραδοξολική αλήθεια του σήμερα. Τα όπλα είναι γεμισμένα με λουλούδια. Ο πόλεμος ψάχνει την ειρήνη, η θλίψη τη χαρά κι ο θάνατος την ανάσταση. Πως αυτή η εισήγηση να μην αποτελεί μία δήλωση βαθιάς κατανόησης του κόσμου; Του εμπόλεμου κόσμου συγκεκριμένα. Πως γίνεται να μην αποτυπώνει ένα γεμισμένο με παπαρούνες τουφέκι την ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά του οπλοκατόχου;
Κανείς δεν θέλει να πολεμήσει κατά βάθος. Κι αυτό το παραδέχεται ευθυτενώς κι ο ίδιος ο Μυριβήλης όταν μιλάει για το καθήκον του, να υπερασπιστεί την ύστατη αξία της πατρίδας που τον διατρέχει. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος θάνατος είναι αβέβαιος και παίζεται στη ρουλέτα της οβίδας η ζωή των χαρακωμάτων. Αυτές τις πλευρές παραδίδει η λογοτεχνία και καταλήγει έτσι στα δικά μας διδάγματα. Διδάγματα που μας επιτρέπουν όχι απλά να ερμηνεύσουμε και να κριτικάρουμε ορθολογικά, μα πρωτίστως να αισθανθούμε και να επιδοθούμε σε βαθύτατες συγκινήσεις που δεν τις προσφέρει κανένα επιστημονικό βιβλίο. Ο πόλεμος πάντα κρύβει την ανθρώπινη πλευρά τον εμπλεκόμενων. Μόνο που αυτή τείνει να καταπιέζεται και εν τέλει να χάνεται μέσα στις συγχύσεις και τη βαρβαρότητα που υποβάλλουν οι εκάστοτε συνθήκες. Πάντα όμως μετά τη φρίκη ψάχνει την ανάστασή του ο άνθρωπος. Δεν μπορεί διαφορετικά. Δεν πολέμησε χωρίς λόγο, δεν αμαυρώθηκε η ψυχή του χωρίς το τίμημα της ανάτασής της από τον έσχατο βαθμό οδύνης.

Αυτό είναι ο πόλεμος. Ένα πεζό κακώς κείμενο, μία τετριμμένη από το κοινό πρόζα, η οποία ξαναδιαβάζεται και επαναλαμβάνεται αδιαλείπτως. Δεν είναι παράλογο να ψάχνουμε τα αίτια του. Παράλογο είναι μην βλέπουμε το υπόστρωμα της ανθρωπινότητάς που τον υποβαστάζει, να αδιαφορούμε για τις επιπτώσεις του στην ανθρώπινη συνείδηση, να κοιτάμε μονάχα τους συσχετισμούς δύναμης, προκειμένου να τον αξιολογήσουμε. Δεν κρίθηκε κακός και μεγάλος κανένας πόλεμος μόνο από τους νεκρούς του. Μα από τον εκφυλισμό και τη σήψη που επέφερε στον πολιτισμό, στις σχέσεις και στην ίδια την ανθρωπιά. Όλη τη λύτρωση της εκβαρβαρισμένης ψυχής που μακιγιάρεται από τον πόνο, την οργή και τη βία ψάχνει ο στρατιώτης να την εξωτερικεύσει, να την επικοινωνήσει. Να δηλώσει ρητά πως πονά κι αυτός και νιώθει εξίσου θύμα. Έτσι το είδε κι ο Μυριβήλης.
Ο νικητής— ο επιζών— είναι το μεγαλύτερο θύμα. Γιατί έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο και τη φθορά σαν τους υπόλοιπους, αλλά δεν στάθηκε από τους τυχερούς που η απώλεια της ζωής τούς απάλλαξε από αυτά τα δεινά. Ο επιζών παραλαμβάνει ως λάφυρο τη γη την οποία ο ίδιος έκαψε, την οποία υποχρεώθηκε για κάτι «ανώτερο» να κάψει. Δοξολογεί την χαμένη του ζωή και υπομένει τον εν ζωή θάνατο προσδοκώντας την ανάστασή του. Καλή ανάσταση λοιπόν και καλό Πάσχα σε όλους μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ, politeianet.gr, διαθέσιμο εδώ