Της Μαριτίνας Χριστοφυλάκου,
Οι δασμοί σε Νοτιανατολική Ασία και το γενικότερο πλαίσιο
Η είδηση της επιβολής δασμών του Ντόναλντ Τραμπ σάρωσε όλη την υφήλιο στις 2 Απριλίου του 2025, την «Ημέρα Απελευθέρωσης» του Αμερικανικού έθνους κατά τον ίδιο. Όλες οι χώρες επηρεάστηκαν, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο. Ιδιαίτερη εντύπωση έκαναν οι χώρες που «πήραν την πρωτιά» στη λίστα με τις υψηλότερες φορολογικές βάσεις: η Καμπότζη, με 49% φορολόγηση, το Λάος, με 48% φορολόγηση, το Βιετνάμ με 46% και το Μιανμάρ με 44%. Όλες οικονομίες χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος, αγροτικές και αναπτυσσόμενες, με μικρή εξαγωγική ικανότητα σε σχέση με άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία ή η Κίνα, στις οποίες επιβλήθηκαν δασμοί μεταξύ του 20 και του 35 τοις εκατό. Η θέση της κυβέρνησης Τραμπ, όσον αφορά τις σκληροπυρηνικές προστατευτικές πολιτικές της κατά των κρατών αυτών ήταν κατηγορηματική: Σύμφωνα με αυτή, η Κίνα χρησιμοποιεί τις χώρες της περιοχής της Ινδοκίνας ως «φορολογικούς παραδείσους» και ως φθηνές εναλλακτικές για το outsourcing της παραγωγής της, ώστε να αποφύγει τους ήδη υπάρχοντες δασμούς, που έχουν επιβληθεί στα δικά της αγαθά, και τα εξάγει στις ΗΠΑ ως διαφορετικής προέλευσης. Οι μέχρι στιγμής δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα δεν αποδείχθηκαν επαρκείς, καθώς το μόνο που επιτύγχαναν ήταν να δημιουργούν κίνητρα για τις κινεζικές βιομηχανίες να μετεγκαταστήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε χώρες με ακόμη χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Δεν είναι η πρώτη φορά, που οι αμερικανικές αρχές παίρνουν μέτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού του προερχόμενου από την Κίνα, μέσω αντιπροσώπου όμως. Μόλις τον Οκτώβριο του 2024, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ αύξησε τους συντελεστές φορολόγησης στο 8% για την Καμπότζη, στο 9% για τη Μαλαισία, στο 3% για το Βιετνάμ, και 23% για την Ταϊλάνδη, ενώ προηγουμένως τα προϊόντα αυτών των χωρών απολάμβαναν ανακουφιστικές φοροαπαλλαγές.
Ο λόγος; Στη βιομηχανία της παραγωγής ηλιακής ενέργειας, η Κίνα είχε επιδείξει ανησυχητικά επεκτατικές διαθέσεις από τις αρχές της δεκαετίας. Έπειτα, από τις μέχρι τότε πρωτόγνωρες για την παγκόσμια οικονομία επιβολές δασμών του Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία, κινεζικές εταιρείες με εργοστάσια σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας κατέκλυσαν την αμερικανική αγορά με φωτοβολταϊκά σε τιμές χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής τους, ταυτοχρόνως λαμβάνοντας επιδοτήσεις, με αποτέλεσμα να καθιστούν τα αντίστοιχα αμερικανικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά. Τα πάνελ διπλής όψης, ζωτικής σημασίας για την παραγωγή ηλιακής ενέργειας, εξαιρέθηκαν από την δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ κατά τη θητεία του Joe Biden για την υποστήριξη της εγχώριας κατασκευής και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέσω του εξαιρετικά χαμηλού κόστους, ώστε οι εισαγωγές από το Βιετνάμ, την Ταϊλάνδη, την Καμπότζη και της Μαλαισίας να φτάσουν να αντιπροσωπεύουν το 84% της αγοράς 2023.

Το Υπουργείο Εμπορίου διεξήγαγε έρευνα για πιθανές πρακτικές “dumping” (όταν μια χώρα ή εταιρεία εξάγει αγαθά σε άλλη χώρα σε τιμή χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής) σε αυτές τις χώρες, μετά από αίτηση της Επιτροπής Εμπορίου της Αμερικανικής Ένωσης για την Κατασκευή Τεχνολογίας Ηλιακής Ενέργειας. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία των ΗΠΑ, η αξία των προϊόντων υπό έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες που εισήχθη από τις χώρες που εμπλέκονται στην υπόθεση το 2023 ήταν περίπου 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια από την Καμπότζη, 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια από τη Μαλαισία, 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια από την Ταϊλάνδη και 4 δισεκατομμύρια δολάρια από το Βιετνάμ. H Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ έκρινε ότι η εισαγωγή των σχετικών προϊόντων προκάλεσε σημαντική ζημία ή έστω έθετε απειλή σημαντικής ζημίας στην εγχώρια βιομηχανία των ΗΠΑ, και έτσι, μετά από εκτενείς καθυστερήσεις επιβλήθηκαν οι σχετικά χαμηλοί δασμοί το 2024 στις προαναφερθείσες χώρες, αλλά και 50% φορολόγηση στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών πλακιδίων, καθώς και στην κύρια πρώτη ύλη τους, το πολυπυρίτιο, το Δεκέμβριο του 2024 από την Κίνα και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Συζητήσεις περί της επιβολής δασμών στα ηλιακά πάνελ και στα εξαρτήματά τους προερχόμενα από την Νοτιοανατολική Ασία λάμβαναν τόπο ήδη από το 2021. Ο Biden, όμως, κόντρα στις πιέσεις των αμερικανών παραγωγών, ανακοίνωσε μία αμφιλεγόμενη πλήρη φορολογική απαλλαγή για τα πάνελ που προέρχονται από τις τέσσερις προαναφερθείσες χώρες τον Ιούνιο του 2022, μεγεθύνοντας το πρόβλημα. Τα τελικά μέτρα που λήφθηκαν, λοιπόν, από την κυβέρνησή του στα τέλη του 2024 θεωρήθηκαν μη επαρκή, ενώ η πρόθεση του Biden να θυσιάσει τη βιομηχανία της ίδιας του της χώρας με το πρόσχημα της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης, δημιουργώντας ένα ανεξέλεγκτο περιβάλλον, ευάλωτο σε διεισδύσεις από ξένες ανταγωνιστικές οικονομίες, είχε ήδη αποκαλυφθεί την περασμένη τετραετία.
Σε έναν κόσμο όπου η ηλιακή ενέργεια αποτελεί έναν από τους πιο υψηλά υποσχόμενους κλάδους και ένα μακροπρόθεσμο πλάνο για τον τομέα της ενέργειας διεθνώς, και όπου η Κίνα μεταφέρει με ευκολία και σε μαζικό επίπεδο ολόκληρα παραγωγικά οικοσυστήματα σε άλλες, φτωχότερες χώρες που μέχρι πρότινος ευνοούνταν φορολογικά από τις ΗΠΑ, ο Τραμπ απάντησε με μέτρα έκτακτης ανάγκης, σε μία προσπάθεια προάσπισης των συμφερόντων της χώρας του. ‘Ηδη από από τις 4 Φεβρουαρίου 2025, επέβαλε δασμό 10% σε επιλεγμένα κινεζικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων υλικών και εξαρτημάτων για την παραγωγή προϊόντων ηλιακής ενέργειας. Από τις 9 Απριλίου 2025, τα κινεζικά προϊόντα θα υπόκεινται σε δασμούς 54%, με τον διπλασιασμό του δασμού στο 20% που επιβλήθηκε τον Φεβρουάριο συν τον νέο «ανταποδοτικό» συντελεστή του 34%. Έπειτα, λοιπόν, από την εφαρμογή των «ανταποδοτικών» δασμών, όπως ο ίδιος ο Τραμπ τους αποκαλεί, μπαίνουν εμπόδια στην ασιατική υπερδύναμη να κυριαρχεί και να δημιουργεί υπερπροσφορά στη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας, όπως και σε άλλες, και αναμένεται η αναζωπύρωση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, καθώς οι δασμοί γενικά θεωρούνται έμπιστα εργαλεία για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής, όταν η διεθνής αγορά είναι δυσανάλογα ανταγωνιστική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η θετική έκβαση των πραγμάτων είναι εγγυημένη.

Οι επιπτώσεις στην οικονομία των χωρών αυτών
Παράλληλα, η Καμπότζη, το Μιανμάρ, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη και το Λάος βρίσκονται στη μέση ενός εμπορικού ψυχρού πολέμου, στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης ξένων συμφερόντων, και υφίστανται σοβαρά πλήγματα στις οικονομίες τους, χωρίς να μπορούν να διαφύγουν την υπερμεγέθη κινέζικη επιρροή. Οι οικονομίες αυτών των χωρών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξαγωγική τους ικανότητα, η οποία με τη σειρά της προκύπτει από την αφθονία τους σε ορισμένες πρώτες ύλες και το συντριπτικά χαμηλό κόστος παραγωγής που προσφέρουν. Ήδη κυβερνήσεις όπως αυτή της Ταϊλάνδης, του Βιετνάμ, της Καμπότζης και της Μαλαισίας έχουν δείξει πρόθυμες να συζητήσουν χωρίς να «ρίχνουν μαύρη πέτρα» στις εμπορικές σχέσεις τους με τις ΗΠΑ και να κάνουν υποχωρήσεις, παρακάμπτοντας την επιβολή αντίστοιχων δασμών στα αμερικανικά προϊόντα ως απάντηση στην ιδιαίτερα εχθρική κίνηση, και δηλώνοντας ότι ενδιαφέρονται για διαπραγμάτευση και επίλυση του ζητήματος. Άλλωστε, με το να αποκλειστούν από μία τόσο μεγάλη αγορά όσο των ΗΠΑ, οι χώρες τους καταδικάζονται να γίνουν λιγότερο ελκυστικές για ξένες επενδύσεις, και κινδυνεύουν να χάσουν τις ήδη υπάρχουσες σε εργοστάσια παραγωγής ειδών όπως τεχνολογίας, ένδυσης και μηχανολογικού εξοπλισμού. Επίσης, εάν εφαρμοστούν τελικά αυτοί οι εξαιρετικά υψηλοί δασμοί, θα επηρεαστεί σημαντικά το εμπόριο καουτσούκ, το οποίο αποτελεί μείζον εισόδημα για όλες τις χώρες της περιοχής.
Το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη βρίσκονται μέσα στους πρώτους 15 εξαγωγείς αγαθών στις ΗΠΑ, καθώς πολλές πολυεθνικές εταιρείες έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους εκεί ως μέρος της στρατηγικής «Κίνα + 1» για να διαφοροποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους με μία επιπλέον ασιατική χώρα πέρα από την Κίνα. Το Βιετνάμ αποτελεί τόπο παραγωγής για κολοσσούς όπως η Apple, η Samsung και η Nike και εξήγαγε στις ΗΠΑ αγαθά συνολικής αξίας 140 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024, αυξημένες κατά 19% από το 2023, δηλαδή το 30% των συνολικών εξαγωγών του. Το μπλοκάρισμα, λοιπόν, από την αγορά των ΗΠΑ θα του στοίχιζε σημαντικά.
Όσον αφορά την Ταϊλάνδη, ο «ανταποδοτικός» δασμός του 37% θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες έως και 26 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την οικονομία της. Και οι δύο χώρες ικανοποιούν την υπέρογκη ανάγκη της Δύσης και συγκεκριμένα της Αμερικής για φθηνά προϊόντα τεχνολογίας, και μία αλλαγή σε αυτό το καθεστώς θα προκαλούσε ζημιές δισεκατομμυρίων, όπως και αύξηση της ανεργίας. Καταστροφικές θα ήταν επίσης οι επιπτώσεις για την Καμπότζη, στην οποία τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των συνολικών της εξαγωγών, και τα οποία εξάγονται σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ. Μάλιστα, περίπου το 50% των εξαγωγών της αναπτυσσόμενης οικονομίας κατευθύνεται προς την αμερικάνικη αγορά, κι άρα είναι εξαρτημένη από αυτή. Από τις 4 Απριλίου, η Καμπότζη έχει ανακοινώσει άμεση μείωση του δασμολογικού συντελεστή 35% στο 5% για την προώθηση των εισαγωγών προϊόντων από τις ΗΠΑ προς αυτή, σε μία προσπάθεια να αποτρέψει την κατάρρευση της βιομηχανίας της και άρα την αύξηση του ήδη υψηλού ποσοστού φτώχειας.
Τελικά, οι κινεζικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν τα τελευταία χρόνια στη Νοτιοανατολική Ασία ενδέχεται να μεταφέρουν την τεχνογνωσία τους στην ικανότητα και την παραγωγή σε άλλες, αναπτυσσόμενες περιοχές στις οποίες δεν έχουν επιβληθεί τόσο υψηλοί δασμοί από τις ΗΠΑ, αφήνοντας στις προηγούμενες ένα γόρδιο δεσμό να λύσουν μόνες τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Why are Trump’s tariffs in Southeast Asia highest among Indochina countries?, CNA, διαθέσιμο εδώ
-
US exempts tariffs on solar panels imported from Vietnam, VNTR, διαθέσιμο εδώ
-
Asia’s poorest pay as Trump tariffs target China by proxy, Asia Times, διαθέσιμο εδώ
-
Southeast Asia prepares for Trump’s tariff threats, DW, διαθέσιμο εδώ