Της Ζαμπέτας Παπασταύρου,
Η έννοια της συναίνεσης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ποινικής αξιολόγησης των σεξουαλικών εγκλημάτων. Στο πλαίσιο της προστασίας της σεξουαλικής αυτονομίας και της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου, το ελληνικό ποινικό δίκαιο εξελίσσεται, ανταποκρινόμενο τόσο σε διεθνείς νομικές υποχρεώσεις όσο και σε κοινωνικές απαιτήσεις. Η εισαγωγή της «συναίνεσης» ως διακριτού στοιχείου στον ορισμό του βιασμού, μέσω της τροποποίησης του άρθρου 336 ΠΚ (Ν. 4619/2019), σηματοδότησε μια νομοθετική στροφή προς την αναγνώριση της αυτοδιάθεσης του ατόμου ως αυτόνομου υποκειμένου. Παρότι η μεταρρύθμιση αυτή ήταν αναγκαία, εγείρει ερμηνευτικά και αποδεικτικά ζητήματα που απαιτούν περαιτέρω επιστημονική και νομική διερεύνηση.
Πριν την τροποποίηση του άρθρου 336 ΠΚ, ο βιασμός προϋπέθετε την άσκηση σωματικής βίας ή την απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Η συναίνεση, αν και ουσιώδης, δεν εξεταζόταν ως ανεξάρτητο στοιχείο· η έλλειψή της υπονοούνταν μόνο μέσω της απόδειξης του εξαναγκασμού. Μετά την ενσωμάτωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και υπό την πίεση της κοινωνίας των πολιτών, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε σε θεμελιώδη αλλαγή: με την προσθήκη της παρ. 4 στο άρθρο 336 ΠΚ ορίστηκε ότι «Όποιος επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη». Η νέα αυτή ρύθμιση κατάργησε την απαίτηση για άσκηση βίας και ευθυγραμμίστηκε με τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη σεξουαλική αυτονομία, αναγνωρίζοντας τη συναίνεση ως θετική έκφραση της βούλησης του προσώπου.

Για να θεωρηθεί έγκυρη, η συναίνεση πρέπει να είναι σαφής, ελεύθερη από εξαναγκασμό, παραπλάνηση ή φόβο και να εκφράζεται ενεργά. Δεν αρκεί η απουσία άρνησης· απαιτείται η παρουσία θετικής, ενσυνείδητης και εθελούσιας βούλησης. Η συναίνεση δεν είναι στατική: μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της πράξης. Η νομική αναγνώριση αυτής της δυναμικής φύσης της συναίνεσης συνιστά πρόοδο, αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα προκλήσεις στην απόδειξη της απουσίας της.
Η απόδειξη της έλλειψης συναίνεσης παραμένει ένα από τα δυσκολότερα σημεία στην εφαρμογή του νέου πλαισίου. Ως εσωτερική και υποκειμενική κατάσταση, η συναίνεση είναι συχνά δύσκολο να αποδειχθεί ή να διαψευστεί μέσω αντικειμενικών στοιχείων. Η σιωπή, η μη αντίσταση ή η ψυχολογική παράλυση του θύματος δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ένδειξη συναίνεσης. Παρόλα αυτά, στην πράξη, πολλοί δικαστές και εισαγγελείς ενδέχεται να παρερμηνεύσουν τέτοιες συμπεριφορές. Η ερμηνεία της «ελεύθερης και ενσυνείδητης βούλησης» δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί πλήρως στη νομολογία· ασαφές παραμένει πότε μια συναίνεση θεωρείται ακυρωτέα λόγω κοινωνικής πίεσης, απειλής ή εξαπάτησης. Αυτή η ερμηνευτική ρευστότητα δημιουργεί αβεβαιότητα και ενίοτε ανισότητα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Υπάρχουν παραδείγματα αποφάσεων που αποδεικνύουν αυτήν τη διάσταση: ορισμένα δικαστήρια θεώρησαν ότι η παθητικότητα του θύματος συνιστά συναίνεση, ενώ άλλα έκριναν ότι η έλλειψη αντίστασης δεν συνεπάγεται αποδοχή της πράξης. Οι διαφορετικές αυτές ερμηνείες παράγουν ανισότητες και πλήττουν την ασφάλεια δικαίου. Επιπλέον, η διαχείριση αυτών των ζητημάτων γίνεται ακόμα πιο σύνθετη υπό το πρίσμα του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο δεν πρέπει να παραβλέπεται.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που υιοθέτησε το μοντέλο του βιασμού βάσει απουσίας συναίνεσης. Παρόμοιες μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν στη Σουηδία (2018), στην Ισπανία (2022) και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες υιοθέτησαν το πρότυπο “Only yes means yes”. Σε αυτά τα συστήματα απαιτείται ρητή, ελεύθερη και διαρκής συναίνεση για κάθε μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας. Παρότι τα νομοθετικά πλαίσια εκσυγχρονίστηκαν, η πρακτική εφαρμογή τους αποδεικνύει ότι η αλλαγή του νόμου δεν αρκεί από μόνη της: η αύξηση των καταγγελιών δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αύξηση των καταδικαστικών αποφάσεων. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη αλλαγής και της δικαστικής κουλτούρας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μετατόπιση από τη βία στην απουσία συναίνεσης αποτελεί θεμελιώδες βήμα για την προστασία των θυμάτων. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, στο άρθρο 36, ορίζει ρητά ότι η συναίνεση πρέπει να εκτιμάται βάσει της «ελεύθερης βούλησης του θύματος, υπό το φως των περιστάσεων». Διεθνείς οργανισμοί όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπογραμμίζουν την ανάγκη για σαφή και αποτελεσματική νομοθεσία που να προστατεύει την προσωπική αυτονομία και τη σεξουαλική ελευθερία των πολιτών.

Παρά τη θετική κατεύθυνση της νομοθετικής μεταρρύθμισης, η εφαρμογή της νέας έννοιας της συναίνεσης προϋποθέτει συστηματική εκπαίδευση των λειτουργών της δικαιοσύνης. Οι έμφυλες προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα συχνά επηρεάζουν την κρίση των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Για παράδειγμα, στερεότυπα όπως «αν δεν φώναξε, συναινούσε» ή «η ενδυμασία του θύματος υποδηλώνει πρόθεση» είναι όχι μόνο εσφαλμένα, αλλά και επικίνδυνα. Η εκπαίδευση των λειτουργών της δικαιοσύνης σε ζητήματα έμφυλης βίας και τραυματολογίας θυμάτων είναι επιτακτική. Ερμηνευτικές εγκύκλιοι, ειδικά σεμινάρια και ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών για τα θύματα μπορούν να ενισχύσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.
Στην ελληνική ποινική διαδικασία, η τεκμηρίωση της έλλειψης συναίνεσης είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Συχνά τα αποδεικτικά στοιχεία είναι περιορισμένα, ελλιπή ή αμφισβητούμενα. Ο κατηγορούμενος μπορεί να επικαλεστεί συναίνεση χωρίς αυτή να συνοδεύεται από αντικειμενικά τεκμήρια. Αντίστοιχα, η προσπάθεια του θύματος να αποδείξει την απουσία της μπορεί να συναντά εμπόδια λόγω της απουσίας μαρτύρων, της χρονικής απόστασης από την πράξη ή της έλλειψης υλικών αποδείξεων. Το δικαστήριο καλείται τότε να σταθμίσει την αξιοπιστία των ισχυρισμών, μια διαδικασία εξαιρετικά ευαίσθητη.
Η ποινική αξιολόγηση της συναίνεσης σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας δεν είναι απλώς ένα τεχνικό νομικό ζήτημα· αποτελεί ένα σύγχρονο και ουσιώδες εργαλείο προστασίας της προσωπικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Η νομοθετική πρόοδος, αν δεν συνοδεύεται από κοινωνική ευαισθητοποίηση, αποσαφήνιση της έννοιας και συνέπεια στην απονομή δικαιοσύνης, κινδυνεύει να αποτύχει στον ουσιαστικό της στόχο. Μόνο με ένα συνδυασμό νομικής σαφήνειας, δικαστικής ετοιμότητας και κοινωνικής συνείδησης μπορεί το ποινικό δίκαιο να ανταποκριθεί στην αποστολή του: την αποτροπή εγκλημάτων, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοσύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χριστίνα Γραικού, Βιασμός (336 ΠΚ): Συναίνεση και όρια της αυτοδιάθεσης στο ποινικό δίκαιο, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ας μιλήσουμε για το «ναι» – Νόμοι με βάση τη συναίνεση στην Ευρώπη, thepressproject.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τι σημαίνει σεξουαλική συναίνεση;, socialpolicy.gr, διαθέσιμο εδώ