Της Βάιας Σταυρίδου,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ιδιάζουσα μορφή υπερεθνικής πολιτικής οργάνωσης, οικοδομήθηκε επάνω σε θεμέλια θεσμικής συνεργασίας, δικαιοκρατικής παράδοσης και συνταγματικής λογικής, φιλοδοξώντας να ενσαρκώσει ένα υπόδειγμα δημοκρατικής ενοποίησης εθνών με κοινή ιστορική και πολιτισμική καταγωγή. Ωστόσο, στο μεταίχμιο των πολλαπλών κρίσεων του 21ου αιώνα —οικονομικών, μεταναστευτικών, υγειονομικών και γεωπολιτικών— παρατηρείται με αυξανόμενη ένταση ένα φαινόμενο αποδιάρθρωσης του δημοκρατικού ιστού, με θεσμικές παρεκκλίσεις και αξιακές εκπτώσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την πολιτική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών. Η κρίση αυτή δεν είναι ούτε συγκυριακή ούτε παροδική· αποτελεί, αντιθέτως, συστημικό σύμπτωμα της αδυναμίας της Ένωσης να μετασχηματίσει τη νομική της τάξη σε αυθεντική, συμμετοχική δημοκρατία για όλους τους ευρωπαίους πολίτες.
Πρωτίστως, είναι αναγκαίο να κατανοηθεί πως η λεγόμενη δημοκρατική οπισθοδρόμηση, που καταγράφεται σε σειρά κρατών-μελών, δεν περιορίζεται σε επιμέρους διοικητικές ανεπάρκειες, αλλά αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης τους. Η έκθεση της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη (Liberties) καταδεικνύει ότι σε κράτη όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Σλοβακία, παρατηρούνται συστηματικές και οργανωμένες παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης, περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου και πολιτικές στοχευμένες κατά της κοινωνίας των πολιτών. Η Ουγγαρία, ειδικότερα, προβάλλει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάβασης από τον φιλελεύθερο συνταγματισμό σε έναν πλειοψηφικό αυταρχισμό, όπου οι εκλογές μεν διεξάγονται, αλλά η ουσία της δημοκρατίας —η ισότητα της πρόσβασης, η πολυφωνία και η προστασία των μειονοτήτων— υπονομεύεται συστηματικά. Οι θεσμικές παρεκτροπές αυτές, όταν γίνονται ανεκτές, ενδέχεται να αποβούν μεταδοτικές και να επανακαθορίσουν σιωπηρά τις αρχές λειτουργίας του ευρωπαϊκού δημοκρατικού παραδείγματος.

Συναφώς, η ανταπόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές τις παρεκτροπές χαρακτηρίζεται, δυστυχώς, από διστακτικότητα, μερικότητα και ρητορική υπερχειλίζουσα από καλές προθέσεις, αλλά εντελώς φειδωλή σε θεσμική αποφασιστικότητα. Η δέσμη μέτρων που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την προάσπιση της δημοκρατικής ανθεκτικότητας κρίνεται από σειρά παρατηρητών ως ατελής και άνευ ουσιαστικού βεληνεκούς. Παράλληλα, ενώ υπάρχουν προβλέψεις για παρακράτηση πόρων, ενεργοποίηση του άρθρου 7 ΣΕΕ ή επιβολή πολιτικών κυρώσεων, η πολιτική βούληση των κρατών-μελών για τη χρήση τέτοιων εργαλείων παραμένει ημιτελής, καθηλωμένη συχνά σε λογικές ισορροπίας και σιωπηρής συνενοχής. Το αποτέλεσμα είναι ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα το οποίο, ενώ εγγυάται το δικαιικό του χαρακτήρα στα κείμενα, αποτυγχάνει να τον υπερασπιστεί στην πράξη όταν αυτός αμφισβητείται.
Ακόμη, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ο νέος τύπος απειλής που προκύπτει από τις εξωτερικές παρεμβάσεις και την εργαλειοποίηση της τεχνολογίας στις πολιτικές διαδικασίες. Οι κυβερνοεπιθέσεις, η παραπληροφόρηση μέσω πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και η στοχευμένη διασπορά ψευδών ειδήσεων έχουν αναδειχθεί ως εργαλεία υπονόμευσης του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού και της λαϊκής εντολής. Παρότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. έχει προχωρήσει σε συμπεράσματα για την ανάγκη προστασίας των εκλογών, ελάχιστες είναι οι δεσμευτικές ρυθμίσεις που υιοθετούνται σε επίπεδο πρόληψης και απόδοσης ευθυνών. Εν προκειμένω, η δημοκρατική ανθεκτικότητα δεν είναι αφηρημένο ιδεώδες αλλά τεχνοπολιτική αναγκαιότητα που επιβάλλεται να ενσωματωθεί στο ίδιο το θεσμικό DNA της Ένωσης.
Πέραν των επιμέρους πολιτικών εκτροπών, το πλέον σοβαρό και δομικό ζήτημα είναι το διαρκώς επισημαινόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» στην ίδια τη θεσμική συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάκριση μεταξύ των εκτελεστικών και των αντιπροσωπευτικών οργάνων, η απουσία δυνατότητας πρωτοβουλίας εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο, ενισχύουν την εικόνα μιας γραφειοκρατικής τεχνοκρατίας απομακρυσμένης από τους πολίτες. Όπως τεκμηριώνει η Πηνελόπη Σταύρου, η εσωτερική δυναμική των θεσμών αναπαράγει την ανισότητα συμμετοχής, δημιουργώντας ένα σύστημα στο οποίο η πολιτική απόφαση δεν υπόκειται σε ουσιαστική δημοκρατική λογοδοσία. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια μορφή «ορθής διακυβέρνησης χωρίς πολιτική νομιμοποίηση», που εκτρέφει την απάθεια και ενίοτε τη δυσπιστία των πολιτών.
Εντός αυτού του πλαισίου, ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν και σε εξέλιξη, παραμένει περιορισμένος και συχνά διακοσμητικός. Η απουσία πλήρους νομοθετικής πρωτοβουλίας, η συμβολική φύση της ψήφου μομφής κατά της Επιτροπής και η πολυφωνία που προκαλείται από την εθνοκρατική σύσταση των ευρωομάδων, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του Κοινοβουλίου ως αντιπροσωπευτικού θεσμού. Η πρόοδος με τη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν συνοδεύθηκε από ουσιαστική μετατόπιση εξουσιών· έτσι, το Κοινοβούλιο παραμένει κατά κανόνα αποδέκτης πολιτικών επιλογών, και όχι πρωτογενής συνδιαμορφωτής πολιτικής βούλησης. Το δημοκρατικό έλλειμμα, επομένως, δεν εστιάζεται μόνο στην αδυναμία συμμετοχής των πολιτών, αλλά και στην υπολειτουργία του πλέον δημοκρατικά νομιμοποιημένου ευρωπαϊκού θεσμού.

Συνεκδοχικά, η υπέρβαση των προαναφερθέντων θεσμικών στρεβλώσεων δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την ανάγκη για ριζική θεσμική αναδιάταξη και επανανοηματοδότηση της δημοκρατίας σε υπερεθνικό επίπεδο. Η χορήγηση πλήρους νομοθετικής πρωτοβουλίας στο Κοινοβούλιο, η καθιέρωση υπερεθνικών ψηφοδελτίων, η ενίσχυση της διαφάνειας στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου και η λειτουργική ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών συνιστούν ελάχιστα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιπλέον, η ενίσχυση του δημόσιου διαλόγου και η θεσμική εγγύηση της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ενισχύουν όχι μόνο τη νομιμοποίηση των θεσμών, αλλά και την ουσιαστική ενσωμάτωση της έννοιας του «ευρωπαίου πολίτη». Η θεσμική δημοκρατία δεν είναι τυπική διαδικασία αλλά εσωτερική λειτουργία, έμπρακτη πράξη και διαρκής αρετή.
Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να απαντήσει, όχι απλώς θεσμικά αλλά ουσιαστικά, στο ερώτημα αν επιθυμεί να παραμείνει μία κοινότητα οικονομικής συνεργασίας ή να εξελιχθεί σε μία αυθεντική δημοκρατική οντότητα βασισμένη σε κοινές αρχές, συνταγματικές αξίες και αδιαπραγμάτευτη πολιτική ελευθερία. Η μέχρι σήμερα πορεία δείχνει ότι η δημοκρατία ούτε είναι δεδομένη ούτε διασφαλίζεται αυτομάτως από τις Συνθήκες. Αντιθέτως, απαιτεί θεσμική τόλμη, αξιακή συνέπεια και πολιτική ετοιμότητα· απαιτεί τη μετάβαση από τη ρητορική νομιμοποίηση στη δημοκρατική πράξη, εκεί όπου οι λαοί της Ευρώπης δεν θα είναι απλώς αντικείμενα διακυβέρνησης, αλλά αυτενεργά υποκείμενα της κοινής τους μοίρας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταπατά και την ελευθερία και την δημοκρατία!, News12.gr, διαθέσιμο εδώ
- Στέφαν Λεβέν στα Παραπολιτικά: “∆εν µπορούµε να σιωπούμε όταν απειλείται η Δημοκρατία”, Parapolitika.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κουνάει το δάχτυλο και κάνει μαθήματα «Δημοκρατίας» στους Ευρωπαίους (Video), Documentonews.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δημοκρατικό έλλειμμα, Εur-lex.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Πηνελόπη Σταύρου (2012), Το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μεταξύ ελλείμματος λογοδοσίας και θεσμικής πολυπλοκότητας, Σύγχρονα Θέματα Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 24, διαθέσιμο εδώ