Toυ Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Όταν ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Φρειδερίκος Β’ του οίκου το Χόενσταουφεν, έφτασε στην Ιερουσαλήμ, ήταν φανερό πως η ανακατάληψη της ιερής πόλης δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Το γεγονός πως ο ίδιος είχε αφοριστεί από τον πάπα της Ρώμης δύο φορές, πριν την έλευσή του στους Αγίους Τόπους, δεν τον καθιστούσε πλέον σφαιρικά αρεστό από τους πιστούς της περιοχής και πολλοί από τους συμμάχους του, με εξαίρεση τους Τεύτονες Ιππότες, τον είχαν εγκαταλείψει. Έχοντας, λοιπόν, μονάχα 4000 στρατιώτες στην διάθεσή του, ο Αυτοκράτορας γνώριζε πως αδυνατούσε να κατακτήσει την Ιερουσαλήμ μέσω του πολέμου.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Φρειδερίκος αποφάσισε να αξιοποιήσει πλήρως τις διπλωματικές του ικανότητες, προκειμένου η Σταυροφορία να λήξει με επιτυχία. Ο Σουλτάνος των Αράβων, ο αλ-Καμίλ, ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί του και να λήξει την εκστρατεία των Δυτικών στην επικράτειά του όσο πιο σύντομα γινόταν, καθώς βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τους δύο αδελφούς του. Μετά από μήνες διπλωματικών ελιγμών, ο Γερμανός αυτοκράτορας έπεισε τον Σουλτάνο να του παραδώσει τα κλειδιά της Ιερουσαλήμ, ένα γεγονός που δυσαρέστησε βαθιά τον μουσουλμανικό κόσμο. Η αντίδραση των Χριστιανών, ωστόσο, δεν ήταν απόλυτα θετική ή αρνητική. Ορισμένοι ένιωσαν ανακουφισμένοι που η πόλη ανακτήθηκε χωρίς να προκύψει καμία σημαντική απώλεια, διότι δεν είχαν ξεχάσει την αποτυχία της Πέμπτης Σταυροφορίας, και, παράλληλα, άλλοι θρήνησαν το γεγονός πως αυτή δεν ανακαταλήφθηκε θριαμβευτικά με το σπαθί της Χριστιανοσύνης. Επιπλέον, η πόλη, αν και ήταν, πλέον, υπό τον έλεγχο των Χριστιανών, αυτή βρισκόταν σε ιδιαίτερα παρακμιακή κατάσταση. Οι εκκλησίες και τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα, ένα γεγονός που ο αλ-Καμίλ χρησιμοποιούσε ως επιχείρημα για να δικαιολογήσει την παράδοσή της, χωρίς, ωστόσο, η προσπάθειά του να έχει κάποιο αποτέλεσμα.

Για τους παραπάνω λόγους, ηταν προφανές πως η Ιερουσαλήμ θα ήταν δύσκολο να μείνει υπό τον έλεγχο της Χριστιανοσύνης υπό αυτές τις συνθήκες, ένα γεγονός που εκδηλώθηκε εντονότερα κατά την είσοδο του Φρειδερίκου στην πόλη. Ο πατριάρχης Γερόλδος δήλωσε πως θα επέβαλε απαγόρευση κατά της πόλης, αν αυτή δεχόταν τον Αυτοκράτορα να την κυβερνήσει. Οι Ναϊτες δήλωσαν επίσης την δυσαρέσκειά τους που τα σημαντικότερα μνημεία παρέμεναν ισλαμικά, ενώ οι τοπικοί βαρόνοι δεν υποστήριζαν πλέον τον Φρειδερίκο, καθώς ήταν πλέον και οι ίδιοι μάρτυρες της κατηγορηματικής πολιτικής του. Η εκκεντρικότητα που χαρακτήριζε τις πράξεις του, τον είχαν καταδικάσει. Τελικά, ο Φρειδερίκος στα μάτια του λαού ήταν ακόμα ένας αφορισμένος, αν και είχε κάνει μία τόσο σημαντική προσφορά στον χριστιανισμό.
Την ημέρα της στέψης του, ο Αυτοκράτορας έφτασε στον ναό του Παναγίου Τάφου. Αφού παρακολούθησε την λειτουργία, στην οποία ουδείς ιερέας ήταν παρόντας, τοποθέτησε το στέμα του πάνω στην Αγία Τράπεζα και μετά έστεψε τον εαυτό του. Ο Φρειδερίκος είχε πλέον επικυρώσει συμβολικά τον τίτλο, αν και επίσημα παρέμενε αναγνωρισμένος απλώς ως αντιβασιλέας. Ύστερα, η Αυλή και ο στρατός του μεταφέρθηκαν στο οσπιτάλο, όπου συγκάλεσε γενικό συμβούλιο που αφορούσε την προστασία της Αγίας Πόλης. Οι αντιπρόσωποι των Ιωαννιτών και των Ναϊτών, συμφώνησαν να παρευρεθούν στο συμβούλιο, όπου ο Φρειδερίκος έδωσε εντολή να επισκευαστούν μνημεία όπως ο Πύργος του Δαβίδ και έδωσε στους Τεύτονες την βασιλική κατοικία που βρισκόταν δίπλα του.

Μερικές μέρες αργότερα, ωστόσο, έλαβε άσχημα νέα από την Δύση, που αφορούσαν το βασίλειό του στην Σικελία. Ο Ιωάννης του Μπριέν είχε ξεκινήσει μία μεγάλη εισβολή στην επικράτεια του Αυτοκράτορα, εκ μέρους του πάπα, με την υποστήριξη των Γενουάτων, στους οποίους ο Φρειδερίκος είχε εναντιωθεί στο παρελθόν. Πλέον, μοναδική του επιλογή ήταν να επιστρέψει στην Δύση, προκειμένου να αποκρούσει τα στρατεύματα του Ιωάννη και να εγκαταλείψει της ιερή πόλη που, μετά από τόσο κόπο, κατάφερε να ανακτήσει. Κατά την αποχώρησή του, η δυσαρέσκεια των ντόπιων εκδηλώθηκε για μία τελευταία φορά, όταν αυτοί πέταξαν κόπρανα και εντόσθια ζώων προς το μέρος του, όσο αυτός επιβιβαζόταν στο καράβι του.
Η σταυροφορία του Φρειδερίκου, αν και ενίοτε χαρακτηρίζεται ως η «ειρηνική σταυροφορία», στην πραγματικότητα οι συνέπειές της ήταν απλώς καταστροφικές. Η βιαστική του αποχώρηση χωρίς να διασφαλίσει την μελλοντική ακεραιότητα του βασιλείου, είχε ως φυσική απόρροια η λατινοκρατούμενη Ανατολή να ξεσπάσει σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Μερικά χρόνια αργότερα, το βασίλειο κατακτήθηκε από τους Χορεσμιανούς το 1244, ενώ το 1247 η Κύπρος τέθηκε υπό την προστασία του πάπα, ένα γεγονός που σήμαινε την λήξη της επιρροής του Αυτοκράτορα στην Ανατολή.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Angeliki Laiou (2008), The Oxford Hanbook of Byzantine Studies, Oxford: εκδ. Oxford University Press.
- Bjorn K. U. Weiller (2006), Encyclopedia of the Crusades τόμος B’ (επιμέλεια Alan v. Murray), Santa Barbara, California: εκδ. ABC-CLIO.
- Hans E. Mayer (1988), The crusades, Οξφόρδη, εκδ. Oxford University Press.
- James M. Powell (2006), The Crusades, The Kindom of Sicily and the Mediterranean, New York: εκδ. Ashgate
- Kohler (1907), “Emperor Frederick II, The Hohenstaufe”, στο: The american journal of theology, τχ. 7
- Lisa Blaydes (2016), “The Impact of Holy Land Crusades on State Formation: War Mobilization, Trade. Integration, and Political Development in Medieval Europe”, στο International Organization, τχ. 70
- Robert Pennington (1883-1884),“The emperor Frederick II of the house of Hohenstaufen”, στο: Transactions of the Royal Historical Society, τχ. 1