Του Γιώργου Γκολοβράντζα,
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2022, δημοσιεύθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, το π.δ. 85/2022 «Καθορισμός προσόντων διορισμού σε φορείς του Δημοσίου (Προσοντολόγιο- Κλαδολόγιο)», που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των καλλιτεχνικών σχολών με τα αντίστοιχα δικαιώματα των αποφοίτων δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την πρώτη στιγμή, με μαζικές πορείες διαμαρτυρίας καλλιτεχνών, σπουδαστών και μαθητών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, με τις οποίες ζητούσαν την απόσυρσή του. Οι διαμαρτυρίες κλιμακώνονταν σταδιακά, καθώς οι διαμαρτυρόμενοι προχώρησαν στην κατάληψη καλλιτεχνικών σχολών, όπως για παράδειγμα του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κ.ά. Στις 8/2/23, ο Σύλλογος Διδασκόντων της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου προχώρησε σύσσωμος σε παραίτηση, έπειτα από προθεσμία που είχε θέσει στην Κυβέρνηση για την τροποποίηση του διατάγματος. Ταυτόχρονα, οργανώθηκαν και συναυλίες διαμαρτυρίας, με την προσέλευση του κόσμου να είναι μαζική.
Επόμενο βήμα των διαμαρτυρόμενων ήταν να προσβάλλουν δικαστικά το επίμαχο διάταγμα. Πράγματι, 18 από τις 24 Ανώτερες Ιδιωτικές Δραματικές Σχολές της Ελλάδας, καθώς και φυσικά πρόσωπα, με νομικό παραστάτη τον καθηγητή και δικηγόρο Πάνο Λαζαράτο, άσκησαν αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του π.δ. 85/24 κατά το μέρος που εξομοιώνει τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των καλλιτεχνικών σχολών με τα αντίστοιχα των αποφοίτων λυκείου. Πιο συγκεκριμένα, ζητήθηκε η ακύρωση του διατάγματος κατά το μέρος που αφορά τα άρθρα 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του διατάγματος αυτού, καθώς και του Πίνακα 3 «Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως ΔΕ» του Παραρτήματος Α΄, κατά το μέρος που θεσπίζεται το πρώτον ο Κλάδος «4. ΔΕ Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων» και οι Ειδικότητες «6. ΔΕ Ηθοποιών» και «7. ΔΕ Θεάτρου».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αρχικά ότι υπάρχει έννομο συμφέρον των αιτούντων, κατόπιν προσκόμισης, από μεν τα φυσικά πρόσωπα, στοιχείων από τα οποία προέκυπτε ότι διατηρούν Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης (ιδρυθείσες βάσει του ν. 1158/81), από δε τα νομικά πρόσωπα, των καταστατικών τους. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο στη συνέχεια προέβη σε ανάλυση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το Δικαστήριο διέκρινε ανάμεσα σε ανώτατη και επαγγελματική εκπαίδευση. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση και απαγορεύεται απολύτως η ίδρυση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες. Σκοπός της ανώτατης εκπαίδευσης είναι η καλλιέργεια μιας επιστήμης.

Από την άλλη, η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση (άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος) έχει ως σκοπό την παροχή ειδικών γνώσεων και εμπειριών, κατάλληλων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Το Σύνταγμα, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση και αποστολή της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όρισε ότι αυτού του είδους η εκπαίδευση παρέχεται κατά βάση από το Κράτος σε όλες τις βαθμίδες, ώστε να ικανοποιείται ο συνταγματικά προβλεπόμενος σκοπός και, ταυτόχρονα, το δικαίωμα στην εκπαίδευση του άρθρου 16 παρ. 4. Η εν λόγω εκπαίδευση παρέχεται και από σχολές ανώτερης βαθμίδας, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία έτη. Ωστόσο, από το γράμμα του Συντάγματος (άρθρο 16 παρ. 7) δεν συνάγεται ότι απαγορεύεται η ίδρυση σχολών ανώτερης βαθμίδας από ιδιώτες. Επομένως, καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Από την ανωτέρω διάκριση προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να ματαιώσει το διαχωρισμό αυτόν—ανάμεσα, δηλαδή, σε ανώτατη και επαγγελματική εκπαίδευση—με την εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των σχολών ανώτερης εκπαίδευσης με τα αντίστοιχα των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης, ούτε και να τον καταστρατηγήσει εμμέσως με την παράταση του χρόνου σπουδών στις σχολές ανώτερης βαθμίδας πέραν των τριών ετών.
Ο κοινός νομοθέτης εξειδίκευσε τους ορισμούς του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος θεσπίζοντας τον νόμο 1158/81 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως σχολών Ανωτέρας Καλλιτεχνικής Εκπαιδεύσεως, Κρατικού Βραβείου Θεάτρου και καταργήσεως Άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού». Αυτή η νομοθετική ρύθμιση προβλέπει ότι η Ανωτέρα Καλλιτεχνική Εκπαίδευση ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και παρέχεται από Δημόσιες και Ιδιωτικές Ανώτερες Σχολές, τις οποίες εποπτεύει το Υπουργείο Πολιτισμού. Σκοπός του νόμου αυτού ήταν η αναβάθμιση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, που αρχικώς παρεχόταν από αδιαβάθμητες σχολές. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη που παρέθεσε το Δικαστήριο, είναι σύμφωνο με τις επιταγές του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος η παροχή αυτής της ειδικής εκπαίδευσης να διενεργείται από σχολές ανώτερης εκπαίδευσης. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο νόμος 1158/81 προβλέπει ότι οι ανώτερες σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η ρύθμιση αυτή δεν έχει τροποποιηθεί από κάποια νεότερη, ο νομοθέτης υποχρεούται να διακρίνει τους αποφοίτους των σχολών αυτών από τους αντίστοιχους της δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε αντίθετη περίπτωση, η μη διάκρισή τους θα εξομοίωνε τους τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με αυτούς της δευτεροβάθμιας, παραβιάζοντας έτσι τις επιταγές του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι διατυπώθηκε και μειοψηφούσα γνώμη δύο δικαστών, σύμφωνα με την οποία βάσει της ερμηνείας του άρθρου 16 παρ. 7, συνάγεται πως καταλείπεται στο νομοθέτη η ευχέρεια να χαρακτηρίσει μία σχολή ως ανώτερη ή μη και να καθορίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα. Συνεπώς, «δεν απαγορεύεται η μεταβολή του χαρακτήρα μιας σχολής ανωτέρας εκπαιδεύσεως και η συνακόλουθη μεταβολή ή και μείωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων που συνδέονται με τον αρχικό της χαρακτήρα». Με βάση τη γνώμη αυτή, το προσβαλλόμενο π.δ. δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.

Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε στην απόφασή του ότι οι ρυθμίσεις του π.δ., ως προς το ζήτημα της εξομοίωσης, παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 παρ. 7) ως προς τη σταδιοδρομία στο Δημόσιο, αναφορικά με την προσωπική αξία και ικανότητα του καθενός. Και τούτο διότι ο νόμος 1158/81 χαρακτηρίζει τις καλλιτεχνικές σχολές ως ανώτερες και, συνεπώς, οι απόφοιτοί τους τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες από τους αντίστοιχους της δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Εν κατακλείδι, το Γ΄ τμήμα του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου διαπίστωσε ζήτημα αντισυνταγματικότητας των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του π.δ. 85/22. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, υποχρεώθηκε να παραπέμψει το ζήτημα αυτό στην Ολομέλεια. Η απόφαση της Ολομέλειας επί του ζητήματος, μέχρι και τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο, εκκρεμεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
ΣτΕ 1781/2024: Αντισυνταγματικότητα διατάξεων που εξισώνουν τους απόφοιτους καλλιτεχνικών σχολών με αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, sakkoulas-online.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΣτΕ: Αντισυνταγματικές διατάξεις για τα πτυχία καλλιτεχνών – Στην ολομέλεια η υπόθεση, in.gr, διαθέσιμο εδώ
-
«Αντισυνταγματικό» κρίθηκε το Π.Δ. 85/2022 για τους καλλιτέχνες», efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ