Της Μαριλίνας Πολυνού,
Ομοδικία ή υποκειμενική σώρευση αγωγών σημαίνει η συμμετοχή περισσότερων διαδίκων στην δίκη είτε από την πλευρά του ενάγοντος (ενεργητική ομοδικία) είτε από την πλευρά του εναγομένου (παθητική ομοδικία). Παρόλο που το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι να έχουμε ομοδικία από την έναρξη της δίκης (μέσω της άσκησης αγωγής), παρατηρείται και το φαινόμενο της επιγενόμενης ομοδικίας, δηλαδή η ίδρυσή της σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης. Αυτό μπορεί να συμβεί για παράδειγμα, όταν ο ενάγων πεθάνει και αναλάβουν τη θέση του στη δίκη τα τέκνα του ή έπειτα από απόφαση του δικαστηρίου για συνεκδίκαση περισσότερων ενώπιον του εκκρεμών δικών διαφόρων διαδίκων, όπως ορίζεται και στο άρθρο 246 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σημαντικότερη διάκριση, όμως, στον θεσμό της ομοδικίας είναι ο διαχωρισμός της σε απλή κι αναγκαία.
Ξεκινώντας με την απλή ομοδικία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται απλώς για μία ενιαία διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση ενιαίας αποφάσεως, όχι, όμως, απαραίτητα με κοινό περιεχόμενο για όλους τους ομοδίκους. Ο κύριος στόχος της είναι πρωτίστως η οικονομία της δίκης, καθώς με αυτόν τον τρόπο δεν επαναλαμβάνονται π.χ. τα ίδια αποδεικτικά μέσα για τα ίδια κατά βάση περιστατικά. Ακόμα, αποφεύγεται ο κίνδυνος να υπάρξουν σοβαρές δικαιοδοτικές αποκλίσεις, εφόσον τελικά πρόκειται για μία κοινή συζήτηση, ίδιων ή παρόμοιων ζητημάτων και όχι για δίκες, οι οποίες διεξάγονται σε χωριστές διαδικασίες. Ο δικαστής, δηλαδή, μέσω αυτής της κοινής συζήτησης αξιολογεί το υλικό της υπόθεσης που εισφέρεται από όλους τους διαδίκους και καταλήγει σε ασφαλέστερο και ορθότερο αποτέλεσμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται συνήθως κι η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, χωρίς αυτό, όμως, να είναι αυτοσκοπός της απλής ομοδικίας, όπως αντίθετα συμβαίνει με την αναγκαία που θα δούμε παρακάτω.

Για να θεωρείται παραδεκτή η απλή ομοδικία πρέπει να συντρέχει τουλάχιστον μία από τις περιπτώσεις που αναγράφονται στο άρθρο 74 ΚΠολΔ. Ειδικότερα:
Α) Όταν γίνεται επίκληση κοινωνίας δικαιώματος ή υποχρεώσεως μεταξύ των περισσότερων εναγόντων ή εναγομένων (άρθρο 74 περ. 1 α). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της ενεργητικής και παθητικής αντίστοιχα εις ολόκληρον ενοχής που ορίζεται κατά τον Αστικό Κώδικα.
Β) Ταυτότητα πραγματικής και νομικής αιτίας επί της οποίας στηρίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ομοδίκων (άρθρο 74 περ. 2 β). Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν περιπτώσεις αγωγής περισσότερων συνεκμισθωτών ή κατά περισσότερων συμμισθωτών για καταβολή μισθωμάτων, αγωγή τραυματισθέντων επιβατών λεωφορείου κατά του οδηγού, που φέρεται ως υπεύθυνος με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914 επ) κλπ.
Γ) Το αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια ιστορική και νομική βάση και το δικαστήριο έχει συγχρόνως αρμοδιότητα για κάθε έναν από τους εναγομένους (άρθρο 74 περ. 2). Δεν απαιτείται να υπάρχει ταυτόσημη ιστορική βάση των πραγματικών γεγονότων αλλά μόνο ένας εσωτερικός σύνδεσμος μεταξύ των διαφορετικών-αυτοτελών ιστορικών από την πλευρά των εναγομένων (όπως συμβαίνει στην περίπτωση αγωγής διατροφής συζύγου και τέκνου κατά του άλλου συζύγου).
Ως προς τις συνέπειες της απλής ομοδικίας γίνεται δεκτό ότι δημιουργείται ένας χαλαρός δεσμός μεταξύ των ομοδίκων, καθώς οι δίκες θεωρούνται μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελείς. Η έκβαση της δίκης κάθε ομόδικου, ενδέχεται να έχει διαφορετική έκβαση από εκείνη των λοιπών ομοδίκων. Ακόμη, όπως φαίνεται και από την παράγραφο 1 του άρθρου 75 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ενεργεί ανεξάρτητα στη δίκη, χωρίς να ασκεί κάποια επιρροή στους υπολοίπους. Αντίστοιχα, ενέργειες των άλλων ομοδίκων ή του αντίδικου που στρέφονται εναντίον άλλου ομοδίκου, δεν επηρεάζουν τη δική του νομική θέση. Υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις στον κανόνα της αυτοτέλειας στην απλή ομοδικία, μία εκ των οποίων είναι το επεκτατικό ευμενές αποτέλεσμα της έφεσης που άσκησε ένας ομόδικος και στους υπόλοιπους ομοδίκους, όπως αναφέρεται στο 537 ΚΠολΔ.
Προχωρώντας στην αναγκαία ομοδικία, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πως το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η σε μεγάλο βαθμό ενισχυμένη αλληλεξάρτηση των εκατέρωθεν δικών και ο ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των ομοδίκων. Αντίθετες εκτιμήσεις ουσιαστικού η δικονομικού δικαίου επιβάλλουν όχι μόνο την κοινή συζήτηση και απόδειξη (άρθρο 77 ΚΠολΔ) αλλά και την έκδοση απόφασης ταυτόσημου περιεχομένου για όλους τους ομοδίκους. Οι περιπτώσεις αναγκαίας ομοδικίας απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 76 ΚΠολΔ και είναι οι εξής:
Α) Υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, η οποία προβλέπεται καταρχήν από συγκεκριμένες διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου (π.χ. αγωγή διανομής, όπως ορίζεται στο 799 ΑΚ).
Β) Ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς. Σε αυτόν τον λόγο υπάγονται κυρίως αγωγές που αφορούν δικαιώματα τα οποία δεν μπορούν να διαιρεθούν. Ένα παράδειγμα από τον χώρο του εμπραγμάτου δικαίου είναι η αγωγή περί πραγματικής δουλείας (1132 ΑΚ).

Γ) Επέκταση της ισχύος της αποφάσεως σε όλους τους ομοδίκους. Όταν λοιπόν τρίτοι στους οποίους επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια του ουσιαστικού δεδικασμένου (325 ΚΠολΔ) ομοδικούν με τον κύριο διάδικο, δεν θα γινόταν σε καμία περίπτωση να είχαμε απλή ομοδικία και συνάμα δυνατότητα διεξαγωγής ξεχωριστής δίκης, διότι θα υπήρχε κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών δεδικασμένων από τις δύο ξεχωριστές δίκες.
Δ) Αδυναμία υπάρξεως αντιφατικών αποφάσεων. Το συγκεκριμένο εδάφιο υπάρχει, έτσι ώστε να καλυφθεί το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ομοδίκων, όπου δεν επιτρέπεται βάσει λογικής αναγκαιότητας να υπάρξουν. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε εδώ την αγωγή ακυρώσεως μίας πώλησης που στρέφεται έναντι περισσότερων αγοραστών.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της αναγκαίας ομοδικίας είναι το αδιάσπαστο της δικονομικής ενότητας και η αντικειμενική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει στην απλή ομοδικία. Οποιαδήποτε πράξη του ενός ομοδίκου δηλαδή, ωφελεί είτε βλάπτει τους υπολοίπους. Και αυτός ο κανόνας βέβαια έχει τις εξαιρέσεις του που οριοθετούνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 76 ΚΠολΔ (συμβιβασμός, αναγνώριση, παραίτηση από την δίκη, συμφωνία για διαιτησία). Τέλος, οι απόντες ομόδικοι δεν ερημοδικάζονται, όπως θα συνέβαινε κανονικά, αλλά θεωρείται πλασματικά ότι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομόδικους τους. Σε κάθε περίπτωση όμως οι απόντες ομόδικοι, καλούνται σε μεταγενέστερη δίκη (άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ) και επίσης η άσκηση των ένδικων μέσων από τον έναν έχει αποτελέσματα και για τους άλλους (άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Συνοψίζοντας, κατέστη φανερό ότι ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας διαθέτει πληθώρα διατάξεων, που ρυθμίζουν τις υποκειμενικά σύνθετες δίκες υπό τη μορφή των ομοδικιών. Σκοπός αυτών των διατάξεων είναι η ταχεία και η όσο το δυνατόν ποιοτικότερη από άποψη αποδεικτικής διαδικασίας διεξαγωγή της δίκης. Έτσι, και με βάση τις προϋποθέσεις που αναλύθηκαν, θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά που εντάσσεται κάθε επιμέρους περίπτωση, χωρίς να παραγκωνίζονται οι κατ’ ιδίαν προϋποθέσεις του παραδεκτού και οι ουσιαστικοί ισχυρισμοί του καθενός από τους ομοδίκους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Μαρία Γ. Καραμούζη, «Ζητήματα από το θεσμό της ομοδικίας στην εφετειακή δίκη», ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Mαρία Γ. Λουκά, Η νομιμοποίηση για την άσκηση ενδίκων μέσων στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες, pergamos.lib.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ