Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,
Όταν το 2020 η αμερικανική κυβέρνηση του Donald Trump προχωρούσε στην απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα κατασκευής και αγοράς των μαχητικών αεροσκαφών F-35, η Άγκυρα ευελπιστούσε ότι αυτό θα ήταν ένα προσωρινό μέτρο και πως σχετικά σύντομα οι Η.Π.Α. θα το ανακαλούσαν. Μία πενταετία μετά, ωστόσο, τίποτε δεν έχει αλλάξει και η απόφαση αυτή παραμένει σε ισχύ, λειτουργώντας ως τροχοπέδη στους ευρύτερους σχεδιασμούς και στοχεύσεις της τουρκικής κυβέρνησης.
Δεν πρόκειται, άλλωστε, για ένα αμελητέο ζήτημα, αλλά αντιθέτως συνιστά έναν δικαιολογημένο «πονοκέφαλο» για τη γείτονα, καθώς αφορά την κατασκευή και προμήθεια σύγχρονων αμερικανικών αεροσκαφών 5ης γενιάς, τα οποία διαθέτουν ξεχωριστές δυνατότητες και συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλα μαχητικά, όπως τα F-16, τα Rafale ή τα Eurofighter Typhoon (για παράδειγμα, έχουν χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας). Συνεπώς, η Τουρκία τα χρειάζεται στο οπλοστάσιό της, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που, εδώ και χρόνια, επιδιώκει συνεχώς να αναβαθμίζει τον ρόλο της ως περιφερειακή δύναμη.
Βεβαίως, αυτή είναι μία ανάγκη που τη γνώριζαν εξαρχής και οι Η.Π.Α., οι οποίες και φρόντισαν, όταν χρειάστηκε να ασκήσουν πίεση στην Άγκυρα, να την αξιοποιήσουν κατάλληλα προς όφελός τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι στο σημείο που βρίσκονται σήμερα τα πράγματα δεν έφτασαν δίχως την ευθύνη της Τουρκίας. Αντίθετα, τον δρόμο για να οδηγηθούν οι Αμερικανοί σε αυτή την απόφαση τον άνοιξε η ίδια η εξωτερική πολιτική του Τούρκου προέδρου Recep Tayyip Erdoğan, ο οποίος παραδοσιακά επιδιώκει να «τα έχει με όλους καλά», δηλαδή προσπαθεί ανεξαρτήτως των συνθηκών να διατηρεί αδιασάλευτες τις σχέσεις του με όλους τους διεθνείς παράγοντες και κατ’ επέκταση να επωφελείται από αυτούς. Αυτή η αν μη τι άλλο άκρως διπλωματική στάση που τηρεί, ωστόσο, δεν είναι φυσιολογικό ούτε να επιτυγχάνει κάθε φορά, ούτε να μην επιφέρει συνέπειες.
Έτσι, λοιπόν, όταν το 2019 η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, στη σύναψη συμφωνίας με την αντίστοιχη ρωσική για την αγορά του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400 (το οποίο συνιστά ευθεία απειλή για τα αμερικανικά και κατ’ επέκταση νατοϊκά συμφέροντα), θα ήταν μάλλον αφελές να πιστεύει ότι αυτή η κίνηση θα έμενε αναπάντητη εκ μέρους της Ουάσιγκτον. Αξίζει, βέβαια, εδώ να σημειωθεί πως ο Trump δεν προχώρησε αμέσως στην επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας, αγνοώντας αρχικά τις συμβουλές των στενών συνεργατών του. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, κι αφού πρώτα είχε ηττηθεί στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, έλαβε τελικά τη σχετική απόφαση, στο πλαίσιο του Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions – CAATSA) κι έτσι η Τουρκία τέθηκε αυτόματα εκτός του προγράμματος των F-35.

Από την πρώτη στιγμή, όπως ήταν φυσικό, η Άγκυρα αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία για τους πυραύλους S-400 είχε ήδη συνομολογηθεί από καιρό και δεν ήταν δυνατόν να ακυρωθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή. Επίσης, διακήρυττε ότι αυτή η απόφαση της αμερικανικής πλευράς ήταν άδικη αλλά και παράνομη, καθώς η ίδια είχε επενδύσει ήδη μεγάλα ποσά στο εν λόγω πρόγραμμα, προτού τεθεί εκτός, και ζητούσε ως εκ τούτου είτε την άμεση επανένταξή της σε αυτό, είτε την επιστροφή των χρημάτων που είχε διαθέσει.
Η επόμενη αμερικανική κυβέρνηση, υπό τον Joe Biden, διατήρησε πάντως αυτό το μέτρο σε ισχύ και μάλιστα κατά την τετραετή θητεία της τήρησε και αποστάσεις, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την προκάτοχό της, από την Άγκυρα, εξαιτίας των πολύ στενών σχέσεων της τελευταίας με τη Μόσχα, ιδιαίτερα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Αναμενόμενα, βέβαια, η Τουρκία και επί διακυβέρνησης Biden συνέχισε τις προσπάθειές της για επίλυση της κατάστασης, χωρίς όμως να καταφέρνει κάτι.
Η επάνοδος του Trump στην εξουσία, ωστόσο, φαίνεται πως έχει δημιουργήσει εκ νέου ελπίδες στην τουρκική πλευρά σχετικά με την εύρεση μίας πολυπόθητης λύσης στο εν λόγω ζήτημα, ακόμη και εξετάζοντας σενάρια όπως αυτό της μεταφοράς του συστήματος S-400 στη Συρία ή σε κάποια βάση υπό τον αμερικανικό έλεγχο (σίγουρα, πάντως, αποκλείεται το σενάριο επιστροφής του στη Ρωσία). Έτσι, το τελευταίο διάστημα η γείτονα εκφράζει όλο και συχνότερα την επιθυμία της να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια υπάρχουν στη συνεργασία της με τις Η.Π.Α. στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, κάνοντας μνεία, μεταξύ των άλλων, και στα F-35.
Αυτή η επιθυμία εκφράστηκε τόσο σε τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Trump και Erdoğan, όσο και σε συνάντηση που είχαν στα τέλη Μαρτίου στην Ουάσιγκτον οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο κρατών, Marco Rubio και Hakan Fidan, με τον τελευταίο να ζητάει ευθέως την άρση των κυρώσεων CAATSA κατά της χώρας του και την επιστροφή της στο επίμαχο αμυντικό πρόγραμμα. Γίνεται, άρα, σαφές πως η Άγκυρα ποντάρει πολλά στη διεθνή συγκυρία, καθώς δείχνει να πιστεύει ότι η μεταστροφή στην προσέγγιση του νέου Αμερικανού προέδρου έναντι της Ρωσίας (στο πλαίσιο των προσπαθειών του για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία) προσφέρει στην ίδια ένα παράθυρο ευκαιρίας για να επαναδιαπραγματευτεί τον ρόλο της ως ισχυρού συμμάχου της Ουάσιγκτον στην αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής και διεθνούς ασφάλειας και άμυνας.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, εκείνο που πρέπει να έχουν υπόψη τους οι λήπτες αποφάσεων στις Η.Π.Α. είναι πως η Τουρκία διαχρονικά, αλλά και συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια, τηρεί μονίμως μία διττή στάση σε όλα τα φλέγοντα διεθνή ζητήματα και χρησιμοποιεί, καιροσκοπικά εκπορευόμενη, όλο και πιο συχνά τη συμμετοχή της στη συμμαχία του ΝΑΤΟ για να εξυπηρετεί ίδια συμφέροντα. Μερικά μόνο παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών αποτελούν η άσκηση βέτο στις υποψηφιότητες της Φινλανδίας και της Σουηδίας για σχεδόν δύο χρόνια με σκοπό τη λήψη ανταλλαγμάτων, οι διαρκείς παραβιάσεις από τουρκικά πλοία και αεροσκάφη των θαλασσίων ζωνών και του εναέριου χώρου της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και ο αμφίσημος ρόλος της Άγκυρας στον πόλεμο στην Ουκρανία (από τη μία, η υποτυπώδης παροχή στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, από την άλλη η μη επιβολή κυρώσεων και η διατήρηση των εμπορικών και ενεργειακών δεσμών με τη Μόσχα).
Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν διστάζει ακόμη και να υποσκάπτει τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ (μέχρι και τις ίδιες τις Η.Π.Α.), εφόσον κρίνει πως κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τους στόχους της.
Πολλοί, δυστυχώς, είναι εκείνοι που δείχνουν να τα αγνοούν όλα αυτά, αλλά φυσικά υπάρχουν και άνθρωποι που τα διαπιστώνουν, με αποτέλεσμα να κατανοούν τις πραγματικές προθέσεις της τουρκικής πλευράς. Ένα τέτοιο άτομο φαίνεται πως είναι ο βουλευτής των Δημοκρατικών, Gregory Meeks, ο οποίος σε ομιλία του, στο πλαίσιο εκδήλωσης της ελληνικής ομογένειας για την 25η Μαρτίου, εμφανίστηκε οργισμένος με την Άγκυρα και ξεκαθάρισε πως επιβάλλεται να αποκλειστεί κάθε σκέψη επανένταξής της στο πρόγραμμα των F-35. Ο συγκεκριμένος βουλευτής, μάλιστα, είναι ο επικεφαλής της μειοψηφίας στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων και άρα, εκ της θέσεώς του, διαθέτει και την ευχέρεια άσκησης βέτο, εάν χρειαστεί.
Στη θέση αυτή συμφώνησαν και οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Ισραήλ, Κυριάκος Μητσοτάκης και Benjamin Netanyahu, σε συνάντηση που είχαν στις 30 Μαρτίου, με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό μάλιστα να ξεκαθαρίζει πως έχει ήδη διασαφηνίσει στον Αμερικανό πρόεδρο την πρόθεσή του να αντιδράσει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως ο τυχοδιωκτισμός της Τουρκίας πολύ συχνά την οδηγεί σε ενέργειες που κάθε άλλο παρά ταυτίζονται με τα συμφέροντα της Δύσης και δη των Η.Π.Α. Στο πλαίσιο αυτό, κι ενώ η γειτονική χώρα επιδιώκει να αποκτήσει και πάλι πρόσβαση στα F-35 δίχως να αποσύρει τους S-400, το ερώτημα που τίθεται είναι απλό αλλά και ταυτόχρονα κρίσιμο: μέχρι πότε θα γίνεται ανεκτή η διπροσωπία της Τουρκίας και θα της επιτρέπεται να προωθεί ανενόχλητη τις επιδιώξεις της, ακόμη και σε βάρος συμμάχων κρατών;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τουρκία και ΗΠΑ εκφράζουν τη βούληση για άρση των περιορισμών στην αμυντική βιομηχανία, trt.global, διαθέσιμο εδώ
- Ερντογάν καλοπιάνει Τραμπ για επιστροφή στα F-35: Σενάριο μεταφοράς των S-400 στη Συρία, huffingtonpost.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΗΠΑ: Αποκλείουν οι Δημοκρατικοί την πώληση F-35 στην Τουρκία, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Turkey’s readmission to the F-35 program must come with a cost, thehill.com, διαθέσιμο εδώ