Της Κατερίνας Μανάδη,
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι άνθρωποι έχουμε την τάση να προσδίδουμε παρατσούκλια; Σημάδι οικειότητας, ένδειξη παιχνιδιάρικης αγάπης ή μήπως μια βαθύτερη ανάγκη να εξευμενίσουμε ένα κακό μεγαλύτερο από εμάς; Στο πεδίο της ιατρικής, τα περισσότερα από τα ευφάνταστα προσωνύμια με τα οποία επιλέγουν οι επαγγελματίες υγείας να ενδύσουν τις διάφορες παθολογικές καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι μάλλον υπάγονται στην τελευταία κατηγορία.
Αυτή, άλλωστε, είναι και η περίπτωση των στρατιωτών που υπηρετούσαν στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, όταν εξουθενωμένοι επέλεξαν να «βαφτίσουν» με την ιδιότητα που αναγκάστηκαν να φορέσουν προκειμένου να υπερασπιστούν (;) την πατρίδα τους έναν εχθρό που δεν γνώριζε από διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες «παικτών» που είχαν σχηματιστεί- σκότωνε τους πάντες. Ο Ναπολιτάνος στρατιώτης, ευρύτερα γνωστός και ως ισπανική γρίπη, αναδύθηκε στο λυκόφως του Μεγάλου Πολέμου ως απειλή μεγαλύτερη από τις βοές της διαμάχης, ανατρέποντας την πορεία, όχι μόνο του πολέμου, αλλά και της ανθρωπότητας…
Τι είναι, όμως, η ισπανική γρίπη; Από καθαρή ιατρική σκοπιά, η προκείμενη ασθένεια αποτελεί μια μορφή του πιο προσφιλούς προς το σύγχρονο κοινό H1N1, όντας, ωστόσο, 40.000 φορές περίπου πιο λοιμογόνος. Ορισμένοι επιστήμονες, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι η πορεία της ξεκίνησε με τη μορφή της γρίπης των πτηνών, με τον ιδιαίτερο αυτό RNA-ιό να μεταλλάχθηκε κατάλληλα, προκειμένου να προσβάλλει και ανθρώπινους ξενιστές με ακόμη μεγαλύτερη θνησιμότητα. Η υπόθεση, άλλωστε, της σταδιακής μετάλλαξής του, δικαιολογεί και την παρατήρηση ότι στη διάρκεια των τριών κυμάτων της ασθένειας, η αποτελεσματικότητα του ιού αναφορικά με την προσβολή και εν τέλει τον θάνατο του φορέα του, προοδευτικά βελτιώνεται, με το τρίτο κύμα, να είναι και το πιο θανατηφόρο, ώσπου μετά το θανατηφόρο αυτό crescendo, το δρεπάνι του αόρατου αυτού Χάροντα ημέρεψε γύρω στο 1920.

Παρά την ονομασία με την οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία, εντούτοις, η ισπανική γρίπη δεν ξεκίνησε από την Ισπανία. Αντιθέτως, εμφανίστηκε πρώτα στις αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπου και προετοιμαζόταν το πολεμικό ανθρώπινο δυναμικό, γύρω στον Μάιο του 1918 με τον συνωστισμό και τις άθλιες συνθήκες υγιεινής των στρατιωτών να έχουν συμβάλλει αναμφίβολα στην εμφάνιση της ασθένειας. Από εκεί, εύκολα μεταδόθηκε στους λοιπούς πολίτες, ενώ αποτέλεσε και το μάλλον ατυχές «δώρο» του προέδρου Wilson στους Ευρωπαίους συμμάχους του, μαζί με τις ενισχυτικές δυνάμεις, οι οποίες και ήλπιζε ότι θα έγερναν τελικά αποφασιστικά την πλάστιγγα του πολέμου προς το μέρος τους.
Σε μια προσπάθεια διατήρησης του ηθικού των πολιτών, οι προσπάθειες λογοκρισίας των Συμμάχων αποσιώπησαν την έλευση του τρομερού αυτού εκτελεστή, με την έκταση μόνο των νεκρολογιών να μαρτυρούν το μέγεθος της τραγωδίας. Στην ουδέτερη Ισπανία, μόνο, η ελευθερία του τύπου επέτρεψε μια ακριβέστερη αποτύπωση της κατάστασης, οπότε και κέρδισε το γνωστό πλέον της προσωνύμιο. Ο Ναπολιτάνος στρατιώτης, παρατσούκλι που της αποδόθηκε χάρη στην υψηλή «κολλητικότητά» της, όμοια με ένα διάσημο οπερατικό τραγούδι της εποχής, συνέχισε να εκτελεί με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα.
Πάμε, όμως, να δούμε, πέραν από την ευρύτερη εικόνα της ασθένειας στη συλλογική συνείδηση και την κλινική της εικόνα. Όλα ξεκινάνε με ένα βαρύτατο αίσθημα κούρασης. Ύστερα έρχεται ο υψηλός πυρετός, συνοδευόμενος συχνά από ρίγος. Ο αφόρητος πονοκέφαλος δεν αφήνει περιθώρια επεξεργασίας του περιβάλλοντα χώρου, παρά μόνο ισχυροποιεί την αίσθηση της δυσφορίας και αδυναμίας. Η διαδικασία της αναπνοής γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ώσπου τα χείλη του ασθενούς αποκτούν μπλε χρώμα. Ο ασθενής είναι πλέον κυανωτικός και οι ελπίδες ανάρρωσής του είναι ελάχιστες. Το πνευμονικό οίδημα (φλεγμονή του πνευμονικού ιστού) επιτείνει την αναπνευστική δυσχέρεια, ώσπου κατόπιν μιας μακράς περιόδου εναλλαγής ανάμεσα σε έντονο βήχα και σε λήθη, ο ασθενής συνήθως κατέληγε.

Όσοι ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να επιβιώσουν, δεν μπορούσαν λόγω της υπερβολικής κούρασης που τους ταλάνιζε να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους, παρά μόνο ύστερα από μακρά περίοδο ξεκούρασης. Ο Ναπολιτάνος στρατιώτης, σε παραλληλισμό με τους στρατιώτες των χαρακωμάτων του πολέμου, φαίνεται να επέλεγε κυρίως νέα και υγιή άτομα ως θύματά του. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο από τυχαία ήταν, καθώς το υπέρ-ενεργό ανοσοποιητικό σύστημα της εν λόγω ηλικιακής ομάδας, σε απάντηση της προσβολής από τον ιό οδηγούνταν στην απελευθέρωση μιας «καταιγίδας» κυτοκινών, φλεγμονωδών παραγόντων που επέτειναν κατά πολύ την κατάσταση των ασθενών, με έμφαση στο χαρακτηριστικό για την ασθένεια πνευμονικό οίδημα, οδηγώντας τους τελικά στον θάνατο.
Μπροστά σε αυτό το μέγεθος της καταστροφής, η ιατρική κοινότητα της εποχής δεν έμεινε ασυγκίνητη, ούτε φυσικά και άπραγη. Η ισπανική γρίπη αποτέλεσε τον πρώτο «λοιμό» της σύγχρονης εποχής, με τους επιστήμονες να γνωρίζουν τον παθογενετικό μηχανισμό των ασθενειών, σε αδρές, φυσικά, γραμμές, γεγονός που δεν τους επέτρεπε πάντα να δράσουν στοχευμένα για την καταστολή αυτού. Οι αρχικές μάλιστα σκέψεις των επιστημόνων της εποχής ήταν ότι κατά πάσα πιθανότητα ένα βακτήριο ενοχοποιούνταν για την ασθένεια, καθώς η έννοια των ιών ως παθογόνων μικροοργανισμών παρέμενε ακόμη άγνωστη.
Η πεποίθηση αυτή μάλιστα ενισχυόταν —λανθασμένα— από τα αυξημένα περιστατικά δευτερογενούς μόλυνσης από πνευμονία, όπως και από την παρουσία του βάκιλλου του Pfeiffer, που τότε θεωρούνταν ότι ευθυνόταν για την εμφάνιση της γρίπης. Οι αναποτελεσματικές προσπάθειες ανάπτυξης κατάλληλων εμβολίων, εδραίωσαν την στρατηγική της κατά περίπτωση αντιμετώπισης των συμπτωμάτων της ασθένειας, ενώ η ένταξη προληπτικών μέτρων, όπως η χρήση μάσκας και η απαγόρευση συνάθροισης σε δημόσιους χώρους (!) στη δημόσια πολιτική, θεωρούνταν το πολυτιμότερο όπλο στη φαρέτρα μας για την καταπολέμηση της ασθένειας.
Σε αυτές της συνθήκες συνεχούς φόβου και απώλειας, η παραφιλολογία σχετικά με την προέλευση της ασθένειας, ενισχυμένη μάλιστα και από την πολεμική προπαγάνδα, αποτέλεσαν πολλές φορές εμπόδιο στην επιτυχή εφαρμογή των μέτρων προστασίας του πληθυσμού. Η εκτελεστική στυγερότητα του Ναπολιτάνου στρατιώτη, σε συνδυασμό με την «ανυπότακτη» μερίδα της κοινωνίας, κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του πολέμου είχε ως αποτέλεσμα σε πολλές πόλεις ο κόσμος να μην έχει φέρετρα να θάψει τους νεκρούς του. Τα ευαίσθητα στους εξωγενείς μολυσματικούς παράγοντες ανοσοποιητικά συστήματα των ιθαγενών πληθυσμών, οδήγησε στην εξαφάνιση ποικιλίας πληθυσμών, πολιτισμών και γλωσσών.

Με την πλειονότητα των γραναζιών της πολεμικής —και όχι μόνο– μηχανής να βγαίνουν «εκτός πίστας», η ισπανική γρίπη κατόρθωσε να ακινητοποιήσει τον κόσμο, σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του, θέτοντας, μάλιστα, τα θεμέλια για την περίοδο προεργασίας της επόμενης μεγάλης πολεμικής καταστροφής. Σύμφωνα με τους ηπιότερους υπολογισμούς, ο αριθμός των θυμάτων της ασθένειας συναγωνίζεται αυτόν του σύγχρονού της πολέμου, ενώ στην άλλη πλευρά του φάσματος, οι αυστηρότεροι υπολογισμοί υπαγορεύουν ότι ο αριθμός των θυμάτων της ασθένειας ξεπερνά το άθροισμα των δύο παγκοσμίων πολέμων. Παρά το μέγεθος, της επίδρασής της, εντούτοις, μετά το πέρας του πολέμου, η ασθένεια φαίνεται να ξεχάστηκε, ενθυμούμενη μόνο ως μέρος του συνολικού τοπίου του πολέμου, κερδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και το τρίτο της προσωνύμιο, τον «ξεχασμένο» λοιμό.
Έχοντας, λοιπόν, προβεί σε μια ενδελεχή εξέταση της ιστορίας της εν λόγω ασθένειας, και με τις μνήμες της αντίστοιχης πανδημίας της δικής μας εποχής να είναι ακόμη νωπές, εύκολα μπορούμε να παραλληλίσουμε τις δύο συνθήκες, εντοπίζοντας κοινά σημεία στη συμπεριφορά μας τότε και τώρα. Το γεγονός επιβεβαιώνει τόσο την ανατριχιαστικά αναλλοίωτη ανθρώπινη φύσης, αλλά και την τρομακτική αδυναμία μας να μάθουμε από τα λάθη μας. Η ισπανική γρίπη, ο ξεχασμένος λοιμός, ο Ναπολιτάνος στρατιώτης, που απέβει πολλαπλάσια θνησιγόνος σε σχέση με την ανθρωπογενή φρίκη του πολέμου, μας θυμίζει όχι μόνο της δικές μας αποτυχίες σχετικά με τη διάθεση μας να προστατέψουμε τον εαυτό μας, αλλά και το πόσο μικροί είμαστε εν τέλει οι άνθρωποι σε σχέση με τη θανατηφόρα πολλές φορές δύναμη της φύσης.
Προκειμένου, λοιπόν, να μην αποβούμε ξανά έρμαιο της δύναμης αυτής, οφείλουμε να απωλέσουμε την προστατευτική δύναμη της γλώσσας μας, που απαλύνει μερικώς τον δικαιολογημένο, φυσικά, φόβο μας και να αναλύσουμε τις αποτυχίες μας σε ένα καθεστώς απόλυτης ειλικρίνειας. Σε μια εποχή που φαίνεται να έχουμε αναπαράξει τα λάθη των προγόνων μας, ας εργαστούμε με τέτοιον τρόπο, ώστε κανένας άλλος στρατιώτης, Ναπολιτάνος ή όχι, εξαπολύσει ξανά τα πυρά του εναντίον μας…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- 1918 Influenza Pandemic (Spanish Flu), Cleveland Clinic, διαθέσιμο εδώ
- The Spanish Flu, Science Direct, διαθέσιμο εδώ