19.5 C
Athens
Σάββατο, 12 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΚοινωνίαΚυβερνητική διαπλοκή: Όταν η απουσία διάψευσης οδηγεί στην επιβεβαίωση

Κυβερνητική διαπλοκή: Όταν η απουσία διάψευσης οδηγεί στην επιβεβαίωση


Της Παναγιώτας Σιαμπάκου,

Για ακόμη μία φορά τα βλέμματα είναι στραμμένα προς τις κυβερνητικές εξελίξεις, καθώς πέρα από τα φλέγοντα ζητήματα που ταλανίζουν εδώ και μήνες τη χώρα, ανακύπτουν συνεχώς νέα, τα οποία δεν αφήνουν σε ησυχία την κοινή γνώμη. Το φως της επικαιρότητας συνάντησε προ ολίγων ημερών μία ξαφνική είδηση που συνδέει το Μέγαρο Μαξίμου με την ελληνική -ανεξάρτητη και αμερόληπτη- δημοσιογραφία. Μόνο η συνύπαρξη των δύο αυτών θεσμοθετημένων οργάνων στην ίδια πρόταση προκαλεί πολλές απορίες, ειδικά σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη,  στην οποία η κυβέρνηση φαίνεται να επιδιώκει την εισχώρησή της στη δομή και τις αποφάσεις μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού. 

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, έχει ζητηθεί από το Μέγαρο Μαξίμου η απομάκρυνση τριών βασικών δημοσιογραφικών προσώπων από μεγάλο ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι. Πιο αναλυτικά, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση την παρούσα στιγμή φαίνεται να ενοχλείται από την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων στον τομέα της ενημέρωσης και επιζητεί, με όποιο μέσο διαθέτει, να πραγματοποιηθεί η αποπομπή τους από τις καίριες θέσεις στις οποίες βρίσκονται, καθώς επρόκειτο για εμφανή δημοσιογραφικά πρόσωπα, τα οποία φημίζονται για τον αυστηρό πολιτικό τους λόγο, την οξεία κυβερνητική κριτική και την πολιτική σάτιρα. Τα εν λόγω δημοσιεύματα δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί, συνεπώς δεν καθίσταται δυνατή η παράθεση της είδησης ως απολύτως δεδομένη. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Μέγαρο Μαξίμου δεν έχει σπεύσει, σχεδόν μία εβδομάδα μετά, να διαψεύσει κατηγορηματικά όποια είδηση αναφέρεται στο παρόν γεγονός αφήνει ανοιχτά περιθώρια, ενώ παράλληλα εντείνει τις υποψίες πως πρόκειται για αληθές περιστατικό.

Πηγή εικόνας: Pexels/Δικαιώματα χρήσης: Towfiqu barbhuiya

Με βάση λοιπόν τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την κυβερνητική εντολή για απομάκρυνση τριών δημοσιογράφων από ενεργό τηλεοπτικό κανάλι, διαφαίνεται σε πρώτο στάδιο η έντονη κυβερνητική διαπλοκή. Ο τομέας της δημοσιογραφίας, ως θεσμός, κρίνεται αντικειμενικός, ανεπηρέαστος και απομακρυσμένος από τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες. Οποιαδήποτε ανάμειξη πολιτικών στοχεύσεων σε αυτόν κρίνεται από προβληματική έως και επικίνδυνη, σε μία χώρα όπου η ελευθερία του Τύπου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (Άρθρο 14 παρ. 2 του Συντάγματος). Ενώ παράλληλα το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) όντας μία από τις πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, είναι το πλέον αρμόδιο σε ζητήματα που άπτονται της καταλληλότητας περιεχομένου και των προσώπων που στελεχώνουν τα τηλεοπτικά κανάλια. Η παρουσία του ΕΣΡ εξασφαλίζει την ανάθεση των λειτουργιών της ραδιοτηλεόρασης σε μία ανεξάρτητη αρχή που λειτουργεί «σε απόσταση» από το κεντρικό κράτος. 

Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτή η προβληματική πίσω από την επιθυμία – εντολή της κυβέρνησης να φύγουν από τις θέσεις τους μάχιμοι δημοσιογράφοι. Παρατηρείται πως, αλληλοπλέκονται κεντρική πολιτική εξουσία και δημοσιογραφία με έναν τρόπο που υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό την υγιή μεταξύ τους σχέση. Η υπόνοια για απομάκρυνση εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, κυβερνητικά συμφέροντα ή πρόκειται για σύμπτωση; Αυτό που σίγουρα δεν αποτελεί σύμπτωση είναι η στοχοποίηση των τριών δημοσιογράφων, καθώς αποτελούν πολυσυζητημένα πρόσωπα τα οποία μέσα από τις εκπομπές τους (ενημερωτικές / σατιρικές) επιδίδονται σε οξεία πολιτική, κυβερνητική και κοινωνική κριτική, δεν διστάζουν να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη, η οποία ως επί το πλείστον,  συνάδει με τις απόψεις της κοινής γνώμη. Επίσης, αποτελούν την δημόσια φωνή που λειτουργεί συμπεριληπτικά, εκφράζονται χωρίς φόβο, κάνοντας αιχμηρά σχόλια πάνω σε θέματα που δύναται να θίξουν την κυβέρνηση, ενώ παράλληλα έρχονται πολλές φορές σε εμφανή αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές επιλογές και τη στάση κυβερνητικών προσώπων. Τα δεδομένα αυτά κάθε άλλο παρά «συμπαθητικούς» θα τους χαρακτήριζαν για τα κυβερνητικά στελέχη, τα οποία έχουν ενοχληθεί, είτε εμφανώς είτε εμμέσως, με τους σχολιασμούς και την κριτική που τους ασκείται από τα εν λόγω πρόσωπα. 

Μία ενδεχόμενη απομάκρυνση όμως, ιδίως με εντολή από το Μέγαρο Μαξίμου, των «αντιδραστικών» προς την κυβέρνηση προσώπων, εξάπτει πληθώρα αντιδράσεων, καθώς αυτή υποκρύπτει τις απαρχές της λογοκρισίας του Τύπου και της υπονόμευσης της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης γνώμης. Με απλά λόγια, το αίτημα αυτό επιδιώκει να διώξει από μεγάλες τηλεοπτικές εκπομπές πρόσωπα που επιδίδονται στην άσκηση κριτικής στις πράξεις της κυβέρνησης, κριτικής που μάλλον θα λέγαμε «δεν βολεύει», ιδίως σε μία εποχή, στην οποία η Ελλάδα αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα με το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου, βρισκόμενη στην 88η θέση παγκοσμίως και τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η έκθεση του RSF (Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα) για το 2024 επισημαίνει ότι, η ελευθερία του Τύπου στη χώρα αντιμετωπίζει συστημική κρίση από το 2021, με το σκάνδαλο των υποκλοπών και την ανεξιχνίαστη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ.

Πηγή εικόνας:gr.euronews.com/Δικαιώματα χρήσης: Thanassis Stavrakis/AP

Πέραν της δημοσιογραφικής διάστασης και της εμφανούς λογοκρισίας του αναφερθέντος αιτήματος, θα πρέπει να επισημανθεί και η ανθρώπινη διάσταση του φαινομένου, με βάση την οποία, τρεις άξιοι και έμπειροι δημοσιογράφοι, με αναρίθμητο κοινό, που χρίζουν ευρείας αποδοχής, ενδέχεται να χάσουν τη δουλειά τους με μοναδικό πρόσχημα την έντονη αντιπαραβολή τους σε στάσεις και πράξεις της κυβέρνησης που δεν πείθουν την κοινή γνώμη και κρίνονται όχι μόνο αναποτελεσματικές, αλλά και ιδιαίτερα «περίεργες», με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πλέον επικρατέστερο θέμα της ελληνικής επικαιρότητας, το έγκλημα των Τεμπών, στο οποίο ασκήθηκε έντονη κριτική από τους τρεις εν λόγω δημοσιογράφους, οι οποίοι τόνισαν πολλάκις την αναποτελεσματικότητα των κυβερνητικών αποφάσεων για το ζήτημα αυτό, όπως το μπάζωμα του χώρου μέσα σε 48 ώρες, την παρατεταμένη προσπάθεια αποπροσανατολισμού του θέματος, την μη ανάληψη πολιτικών και ποινικών ευθυνών, την επιδιωκόμενη προσπάθεια συγκάλυψης κ.α.

Συμπεραίνεται λοιπόν,  ότι η απουσία οποιασδήποτε διάψευσης της είδησης από το Μέγαρο Μαξίμου καθιστά το θέμα ιδιαιτέρως σημαντικό και συνάμα πρωτόγνωρο, αφού τέτοιο κυβερνητικό αίτημα δεν έχει παρουσιαστεί, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για να επανέλθουν στην επιφάνεια τα φλέγοντα ζητήματα της λογοκρισίας, της ανελευθερίας του Τύπου, της πολιτικής εμπλοκής στην δημοσιογραφία και προφανώς της γενικότερης κοινωνικής ταραχής που μπορεί να προκαλέσει η, δίχως λόγο και αιτία, απομάκρυνση τριών τόσο καταξιωμένων στον τηλεοπτικό χώρο δημοσιογράφων. Η αίσθηση του «υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθώ εάν εκφράσω κάτι αντίθετο προς τα συμφέροντα της κυβέρνησης» αποτελεί την επικρατέστερη επίγευση αυτής της είδησης και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι τρομακτικό για μία χώρα που θέλει να λέγεται δημοκρατία. 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Δ.Α.Σωτηρόπουλος(2021), Το Σύγχρονο Διοικητικό Σύστημα στην Ελλάδα, Αθήνα, Εκδόσεις: ΕΑΠ
  • Σύνταγμα της Ελλάδος, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτα Σιαμπάκου
Παναγιώτα Σιαμπάκου
Γεννημένη το 2003 στη Θεσσαλονίκη, τελειόφοιτη φοιτήτρια του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται για τον τομέα της δημοσιογραφίας και της παραγωγής λόγου και σκέψης. Ασχολείται ενεργά με θέματα πολιτικής ψυχολογίας ως κλάδο του αντικειμένου της σχολής της, μιλάει αγγλικά και σε πρωταρχικό επίπεδο ισπανικά. Παράλληλα, εργάζεται ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων ποικίλων ειδών και σωματικής άσκησης. Τέλος, απολαμβάνει στο έπακρο τον χρόνο με τους κοντινούς της ανθρώπους.