Δημήτρης Νικολάου,
Η σχέση μεταξύ επιστήμης και κοινωνικών αντιλήψεων για το σώμα, τη σεξουαλικότητα και την ηθική στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη, αποτελεί ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς. Η ιατρική, ως επιστημονικός λόγος, δεν περιορίστηκε μόνο στην κατανόηση και την εξέταση του ανθρώπινου σώματος, αλλά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών και ηθικών προτύπων της εποχής. Συγκεκριμένα, η επιστημονική σκέψη γύρω από τη σεξουαλικότητα, το φύλο και τη σωματικότητα εξυπηρετούσε και ενίσχυε τις επικρατούσες αντιλήψεις περί εξουσίας, ανωτερότητας και κατωτερότητας, με κυρίαρχες παραμέτρους τις θρησκευτικές και κοινωνικές νόρμες.
Το παρόν κείμενο εξετάζει τις επιπτώσεις του ιατρικού λόγου στον τρόπο που οι άνθρωποι του 16ου και 17ου αιώνα αντιλαμβάνονταν το σώμα, τη σεξουαλικότητα και τις έμφυλες σχέσεις, ενισχύοντας την αντίληψη της πατριαρχίας και της ανισότητας. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την σεξουαλικότητα, η ιατρική επιστήμη χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο με το οποίο νομιμοποιόντουσαν οι αντιλήψεις της εξουσίας και της μάζας, για το τι είναι το ορθό στην συνουσία, δηλαδή η έγγαμη αναπαραγωγή και το τι λανθασμένο, δηλαδή ό,τι απέκλινε από αυτό το μοντέλο, όπως είναι η ομοφυλοφιλία και γενικά οποιαδήποτε μορφή σοδομίας. Μάλιστα, ακόμα και στην περίπτωση της σεξουαλικής επαφής μέσα στο πλαίσιο του γάμου, η ιατρική χρησιμεύει και πάλι στην οριοθέτησης του ζευγαριού και των πρακτικών τους.

Συγκεκριμένα, μέσα από διάφορες ιατρικές πραγματείες και βιβλία, τίθενται όρια για την συχνότητα, τον τρόπο, ακόμα και την απόλαυση αυτής της επαφής συμβαδίζοντας έτσι και με τον θρησκευτικό λόγο της εποχής, είτε είναι καθολικός είτε προτεσταντικός. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε πως μέσα από αυτή τη ρητορική η ιατρική, ήταν σε θέση να καταδικάσει όποιες σεξουαλικές πρακτικές ήταν αποκλίνουσες μέσα από τους νόμους και την εκκλησία με αποτέλεσμα ο «ιατρικός λόγος» να είναι κυρίαρχος, αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν λαϊκές αντιλήψεις γύρω από το ζήτημα της σεξουαλικότητας.
Το ιατρικό πεδίο όμως επηρεάζει σε ένα μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν και διαμορφώνουν το φύλο τους. Πρώτα από όλα είναι θεμιτό να επισημάνουμε πως μετά από αιώνες η κυρίαρχη αντίληψη παραμένει αυτή του ενιαίου φύλου της αρχαιότητας. Ακόμα και η εμφάνιση της ανατομίας δεν αποδυνάμωσε αυτό το μοντέλο, αλλά αντίθετα συμβαδίζει με αυτό και το ενισχύει με αποτέλεσμα, η γυναίκα να συνεχίζει να θεωρείται ένας κατώτερος άντρας, θεωρείται πως και αυτή έχει το ανδρικό μόριο, άλλα ανεστραμμένο στο εσωτερικό της «πράγμα», αυτό το πιστεύουν όχι μόνο οι μάζες αλλά και σπουδαίοι ιατροί της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, ο «ιατρικός λόγος» έχει την δυνατότητα να δομεί τις έμφυλες σχέσεις της εποχής και να ορίζει ανωτερότητες και κατωτερότητες, ειδικότερα η ιατρική της εποχής πολλές φορές τονίζει ότι η γυναίκα έχει ορισμένες ιδιότητες όπως είναι η ψυχρότητα, η παθητικότητα και η φιληδονία.
Αυτές οι ιδιότητες σε συνδυασμό με τον θρησκευτικό λόγο, καθιστούν την γυναίκα να έχει την ανάγκη της καθοδήγησης από τον άντρα και να είναι πάντα κατώτερη από αυτόν, με αυτό σχετίζεται και η λαγνεία η οποία θεωρείται μειονέκτημα για έναν άνθρωπο και είναι πιο συχνή στις νεότερες ηλικίες. Συνεπώς, η ιατρική επιστήμη διαμορφώνει τις πεποιθήσεις των ανθρώπων γύρω από το φύλο τους και λειτουργεί ως μέσο νομιμοποίησης της εξουσίας-ανωτερότητας της πατριαρχίας. Ένας άλλος εξίσου σημαντικός τομέας, ο οποίος επηρεάστηκε από τον «ιατρικό λόγο» ήταν αυτός της σωματικότητας των ανθρώπων της πρώιμης νεότερης Ευρώπης, καθώς η ιατρική μέσα από τα κείμενα της προσδιορίζει τις υγιεινές και ανθυγιεινές πρακτικές του σώματος.

Πιο συγκεκριμένα, ορίζει τις κατάλληλες μεθόδους της σύλληψης ενός παιδιού, την οποία και σχετίζει με διάφορους παράγοντες, όπως το πότε συμβαίνει, την περίοδο, εμμηνόρροια της γυναίκας ακόμα και την σεξουαλική ηδονή. Μάλιστα υπήρχε μια αντιπαράθεση τότε, αναφορικά με το ρόλο που είχε η ηδονή, η έλξη και ο οργασμός στην αναπαραγωγή τόσο για τον άντρα όσο και για την γυναίκα. Αυτό σχετίζεται και με την ίδια την συνεισφορά της γυναίκας στην γέννηση ενός παιδιού, η οποία αμφισβητείται καθώς θεωρείται πως στην ουσία, η γυναίκα προσφέρει μόνο τον χώρο της γέννησης και καμία άλλη ουσία με συνέπεια να θεωρείται το παιδί πως ανήκει μόνο στον άντρα καθώς μόνο αυτός προσφέρει σπέρμα. Πάντως, η ιατρική επιστήμη αναδεικνύει το ανδρικό σώμα ως το «σωστό» πρότυπο σώματος ενώ το γυναικείο ως αυτό που αποκλίνει, πράγμα που γίνεται φανερό ακόμα και στην ανατομία η οποία ανοίγει το σώμα και ενισχύει την αντίληψης της γυναικεία κατωτερότητας ως προς το σώμα.
Συνοψίζοντας, η ιατρική επιστήμη της πρώιμης νεότερης Ευρώπης υπήρξε ένα ισχυρό εργαλείο επιβολής κοινωνικών και ηθικών προτύπων που σχετίζονταν με το φύλο, την σεξουαλικότητα και τη σωματικότητα. Μέσα από τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής, η ιατρική όχι μόνο ενίσχυσε τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνίας για την έμφυλη ανισότητα, αλλά συνέβαλε και στη νομιμοποίηση των κοινωνικών δομών που υπήρχαν, καθορίζοντας ποιοι τύποι συμπεριφορών θεωρούνταν «ορθοί» και ποιοι «αποκλίνουσες». Ο ιατρικός λόγος αποτέλεσε έναν από τους κύριους μηχανισμούς μέσω των οποίων, η εξουσία της εποχής διασφάλιζε την αναπαραγωγή των κοινωνικών ρόλων και των παραδοσιακών αντιλήψεων περί φύλου, ενισχύοντας έτσι την πατριαρχία και την κοινωνική ανισότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Foucault Michel (1978), The History of Sexuality, Volume 1: An Introduction, εκδ. Pantheon Books
- Porter Roy (1997), The Greatest Benefit to Mankind: A Medical History of Humanity, εκδ. W.W. Norton & Company
- Laqueur Thomas (1990), Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud, εκδ. Harvard University Press