Της Ανδριάνας Βιολέτη,
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας αγαπητοί φίλοι, αν όλοι οι αποθανόντες ή και οι εν ζωή δημιουργοί και τα έργα τους κατέβαιναν ξαφνικά σε απεργία; Με την απεριόριστη πίστη του στην αξία και τη δύναμη της επιστήμης, ο αιώνας μας, κληρονόμος του πνεύματος τριών προηγουμένων, έχει παραβλέψει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι τουλάχιστον στην εξερεύνηση της ψυχής του ανθρώπου, τον δρόμο τον ανοίγει ένας άλλος οξυδερκέστερος από τον επιστήμονα λειτουργός, ο ποιητής ή ο δραματουργός ή ο μυθιστοριογράφος ή ο μουσικός ή ο ζωγράφος, δηλαδή όλοι οι φέροντες το βυθοσκόπιο της ψυχής μας, καθένας στην περιοχή της δικαιοδοσίας του, στην «επαρχία» του, η «γνώση» είναι της θεωρητικής ανάλυσης και της πειραματικής επαλήθευσης προσφορά και όχι του οίστρου της τέχνης. Κάνουν λάθος όσοι σπουδάζουν τον άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο στις επιστημονικές πραγματεύσεις ή στα διδακτικά εγχειρίδια της ψυχολογίας ή της κοινωνιολογίας, καθώς μέσα από τις τέχνες θα γνωρίσουν τον άνθρωπο, τον αληθινό και τον συγκεκριμένο σε όλο το μεγαλείο και με όλες τις αθλιότητες του.
Αδιαμφισβήτητα, οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο και οι αντιλήψεις, τα ήθη, οι θεσμοί. Η κοινωνική συμβίωση με τους θεσμούς στενεύει μεν τα περιθώρια των ατομικών αυθαιρεσιών, αλλά μας αποξενώνει και ως εκ τούτου αλλοτριώνει τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και μερικές φορές ασφυκτιούμε και με το δίκιο μας. Ωστόσο, πολύ περισσότερο για μας τους νέους υπάρχουν «περιοχές» της κοινωνικής ζωής που όχι μόνο είναι ανεκτικές, αλλά και όπου θαυμάζονται οι ατομικές αποκλίσεις. Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα για μια «περιοχή» της τέχνης. Οι ποιητές παράγουν ποιητικό λόγο επειδή νιώθουν την αναπόδραστη ανάγκη «να βγάλουν κάτι από μέσα τους» και επιχειρούν να απαλλαχθούν από αυτό όχι για να τους αλαφρώσουμε, παίρνοντας πάνω μας διαβάζοντας το φορτίο τους, αλλά για να αποκτήσουμε εμείς οι νέοι περισσότερη ευαισθησία, δύναμη και κίνητρο να παλέψουμε με τους εσωτερικούς μας εχθρούς μέσα από τα βάσανα των ποιητών μας.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν, πως το έργο δεν τα «λέει» όλα στην ώρα του, αλλά και πέρα από όσα αποκαλύπτει στην κοινωνία και στην εποχή της συγγραφής του, περιέχει και νοήματα που θα τα αντιληφθούν και θα τα εκτιμήσουν και άλλες κοινωνίες και άλλες εποχές, οδηγημένες από τα δικά τους προβλήματα. Εκτός λοιπόν από τα έργα τα «γερασμένα» που ό,τι είχαν να «πουν» το «είπαν» και το είπαν άριστα και συνεχίζουν να λειτουργούν ψυχοθεραπευτικά, υπάρχουν και εκείνα τα νέα ή όσα είναι πάντοτε επίκαιρα, που γεννήθηκαν μαζί με τον άνθρωπο και επιτελούν καθημερινά την ψυχική μας ενδοσκόπηση. Εμείς οι νεότεροι ζητούμε βοήθεια, προστρέχοντας στην «τέχνη της ποιήσεως που κάπως ξέρει από φάρμακα, νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω…που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή» , όπως λέει και ο ποιητής μας Κωνσταντίνος Καβάφης.
Για εμάς, λοιπόν, οι πάσης φύσεως καλλιτέχνες είναι οι καθημερινοί ψυχολόγοι μας, μιλούν στην ψυχή μας, εκτελούν βυθοσκόπηση στα άδυτα της, εξερευνούν το υπέδαφος της συνείδησης μας, δηλαδή εκτελούν ψυχολογική σπηλαιογραφία. Ουσιαστικά εν τέλει, θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε «Ελεύθερους Πολιορκημένους», όλους τους καλλιτέχνες, εφόσον είναι ελεύθεροι θεωρητικά, αλλά πρακτικά είναι πολιορκημένοι από τα δικά τους βάσανα και την ψυχρή καθημερινότητα, ωστόσο καλούνται να εκτελέσουν το χρέος, να θυσιαστούν για την ψυχική μας ελευθερία. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε το γεγονός, πως μεγαλώνοντας στην εποχή των social και ζώντας περισσότερο στον εικονικό κόσμο, εγκλωβισμένοι στην φούσκα της οθόνης, μας διακατέχει μία αποπνικτική εσωστρέφεια. Για αυτόν τον λόγο, η τέχνη είναι η μόνη διέξοδος για αυτοέκφραση.

Συγχρόνως, μέσα στο καλλιτέχνημα παντρεύονται δύο δυνάμεις, η πραγματικότητα και η φαντασία. Με άλλα λόγια, το πνεύμα δε δημιουργείται εκ νέου, αλλά τροφοδοτείται από την πραγματικότητα, δηλαδή αντανακλά τις κοινωνικές, τις πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Το σημαντικό όμως είναι πως μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας και καινοτομίας εμείς οι νέοι ενισχύουμε το επαναστατικό και νεωτεριστικό μας πνεύμα και αντλούμε δύναμη και αποφασιστικότητα, προκειμένου να αντιδρούμε ενάντια στα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Αιώνια η κοινωνική αντίδραση διά μέσου της τέχνης μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση νέων προοπτικών και αλλαγών που συμβάλλουν στην κοινωνική ανέλιξη. Παραδείγματος χάρη, οι νεότερες γενιές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το street art, ώστε να σχολιάσουν ή να επικρίνουν κοινωνικά φαινόμενα, όπως την καταπίεση, τις ανισότητες και την αδικία. Άρα οι νέοι χρησιμοποιούν συνεπέστατα την τέχνη ως εργαλείο αντίστασης ή αφύπνισης συνειδήσεων.
Κλείνοντας, ζούμε σε μία κοινωνική πραγματικότητα, όπου αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες και οξύνονται οι ανθρώπινοι διαχωρισμοί. Η τέχνη αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις όλων των ιστορικών εποχών και γεωγραφικών διαμερισμάτων. Και αυτό εξηγείται, καθώς είναι η μόνη που αντικατοπτρίζει τα κοινά αρχέτυπα μας, την κοινή ανθρώπινη προίκα μας, δηλαδή είναι η μόνη που σκέφτεται τι αντιπροσωπεύει για τον οποιαδήποτε άνθρωπο ο έρωτας και τα πάθη του, η δύναμη και οι εξουσίες της, ο θάνατος και οι αγωνίες του, η θεότητα και το δέος της. Εν κατακλείδι, μετουσιώνοντας τον Αντώνη Σαμαράκη στο «Ζητείται Ελπίς» και στο «ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη όσο σήμερα και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν είναι τόσο μακριά η μία από την άλλη όσο σήμερα», επιβεβαιώνεται έτσι, πως η τέχνη σε όλες τις μορφές της μπορεί να ζεστάνει τις καρδιές όλων μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ε.Π. Παπανούτσου(2009), Η κρίση του πολιτισμού μας, Αθήνα: Εκδόσεις Φιλλιπότη