Της Αλίκης Μπρίνιου,
Η Θεωρία των Χρωμάτων βασίζεται σε έναν πολυδιάστατο τομέα, που το κάθε χρώμα κρύβει ένα διαφορετικό νόημα ανάλογα με την αντίληψη του ατόμου. Η θεωρία αυτή συνδυάζει στοιχεία από την επιστήμη, την τέχνη και την ψυχολογία. Το πρώτο άτομο που ασχολήθηκε με τη θεωρία αυτή ήταν ο Ισαάκ Νεύτων, τον 17ο αιώνα, ο οποίος μελετούσε το φως όταν παρατήρησε ότι διαχωρίζεται στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Έτσι, δημιούργησε τον πρώτο χρωματικό κύκλο, βασισμένο στη διάθλαση του φωτός.
Αργότερα, τον 18ο αιώνα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε —γνωστός για το ποιητικό και συγγραφικό του έργο— διατύπωσε τη δική του, προσωπική άποψη βασισμένη στη Θεωρία των Χρωμάτων. Σε αντίθεση με τον Νεύτωνα, που όριζε τα χρώματα με βάση την επιστήμη, μέσω του φωτός και της φυσικής, ο Γκαίτε προσέγγισε το χρώμα υποκειμενικά, μέσω της ψυχολογίας. Πιο συγκεκριμένα, συνέδεσε τα χρώματα με την αντίληψη, τα συναισθήματα και την εμπειρία.

Ο Γκαίτε ενστερνίστηκε κάποιες βασικές ιδέες σχετικά με τα χρώματα. Αρχικά, η πρώτη δήλωσή του ήταν πως το χρώμα προκύπτει από την αντίθεση του φωτός και του σκοταδιού. Πίστευε πως τα χρώματα δημιουργούνται όταν το φως περνά μέσα από σκοτεινά σημεία και επίπεδα, και όχι μόνο από τη διάθλαση του φωτός, όπως υποστήριζε ο Νεύτων. Επιπλέον, παρατήρησε το φαινόμενο της αντίθεσης: όταν κάποιος κοιτάει έντονα ένα χρώμα και αμέσως μετά μια λευκή επιφάνεια, βλέπει το συμπληρωματικό του. Έτσι, βασισμένος στις παρατηρήσεις και στην αντίληψη που είχε για τη χρωματική παλέτα, έπειτα από μελέτη, δημιούργησε το δικό του «χρωματικό κύκλο», που ήταν βασισμένος στην εμπειρική παρατήρηση και περιλάμβανε θερμά και ψυχρά χρώματα.
Η Θεωρία των Χρωμάτων παρατηρείται έντονα μέσα από ταινίες, χρησιμοποιώντας διαφορετικά χρώματα για να αποδώσουν το κατάλληλο συναίσθημα, που προσπαθεί να διατυπωθεί στην κάθε σκηνή. Αυτό παρατηρείται έντονα στην ταινία Thirteen, ένα ρεαλιστικό δράμα που εστιάζει στην εφηβεία, τη σύγκρουση ταυτότητας και τη σκληρή πλευρά αυτής της ηλικίας. Η ταινία αποκαλύπτει πόσο εύκολο είναι ένα παιδί να επηρεάζεται σε μια τόσο ευάλωτη ηλικία, που κάνει τα πρώτα βήματα για να γνωρίσει τον κόσμο. Τα συναισθήματα στην ταινία είναι έντονα, αφού περιγράφουν τη ζωή μιας δεκατριάχρονης, όπως και τα χρώματα που την περιβάλλουν.
Το Thirteen αναδεικνύει καταστάσεις όπως η αυτοκαταστροφή. Μέσα από το πρίσμα της Θεωρίας των Χρωμάτων του Γκαίτε, αναλύεται πως τα χρώματα μεταφέρουν συναισθήματα, ψυχολογικές μεταπτώσεις και εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων — και ειδικά της Τρέισι (Tracy).
Σύμφωνα με τον Γκαίτε, τα βασικά χρώματα εκφράζουν διαφορετικά συναισθήματα και, ανάλογα με την κατάσταση, υπερισχύει ένας διαφορετικός τόνος. Το κόκκινο χρώμα, έκανε την εμφάνισή του σε σκηνές έντονης συναισθηματικής φόρτισης, αυτοτραυματισμού ή επαναστατικής συμπεριφοράς. Επιπροσθέτως, το κόκκινο εκφράζει δύναμη, δράση και το αίσθημα της πίεσης· αποτυπώνει ακριβώς την εσωτερική έκρηξη της Τρέισι, που καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αναζητά και προσπαθεί να ορίσει την ταυτότητά της.
Το μπλε είναι χαρακτηριστικό χρώμα που δηλώνει ψυχρότητα, αποξένωση και θλίψη. Εμφανίζεται σε σκηνές που η Τρέισι νιώθει απομονωμένη ή χαμένη. Για τον Γκαίτε, το μπλε «τραβάει την ψυχή προς τα μέσα», δηλαδή εκφράζει μια εσωτερική αναζήτηση — κάτι που αντικατοπτρίζει την έντονη θλίψη και την αβεβαιότητα της πρωταγωνίστριας.
Το κίτρινο χρώμα σχετίζεται με συναισθήματα ανησυχίας και εκνευρισμού. Σε κάποιες σκηνές, το φως ή το περιβάλλον κυριαρχείται από το χρώμα του κιτρίνου, το οποίο δεν δίνει απαραίτητα ένα θετικό συναίσθημα όπως η χαρά· αντίθετα, εκφράζει νευρικότητα. Ο Γκαίτε είχε αναφέρει πως το έντονο κίτρινο μπορεί να ερεθίσει και να προκαλέσει ένταση: κάτι που αντανακλά την ψυχική υπερδιέγερση της Τρέισι όταν βρίσκεται στα άκρα.
Οι σκοτεινοί τόνοι και οι σκιές κάνουν εξίσου την εμφάνισή τους στην ταινία, συνοδευόμενες από το αίσθημα του φόβου και της εσωτερικής σύγκρουσης. Ο Γκαίτε τόνιζε πως το χρώμα γεννιέται από τη σύγκρουση φωτός και σκότους. Στην Thirteen, οι σκιές και τα ημιφωτισμένα πλάνα συμβολίζουν το διχασμό της Τρέισι ανάμεσα στο «παλιό της εγώ» και τη «νέα της ταυτότητα».
Ο Γκαίτε υποστήριζε ότι τα χρώματα αγγίζουν το συναίσθημα πριν από το μυαλό. Έτσι και στην ταινία, τα χρώματα δεν υπήρχαν απλά στις σκηνές, αλλά αποτελούσαν ένα βασικό χαρακτηριστικό για το νόημα της ταινίας. Η μετάβαση της Τρέισι από φωτεινά, παιδικά περιβάλλοντα σε σκοτεινούς, συναισθηματικά φορτισμένους χώρους αντικατοπτρίζει την απώλεια της αθωότητας.

Εάν οι σκηνές της ταινίας κατηγοριοποιούνταν με βάση την αλλαγή των χρωμάτων, θα μπορούσαν να αναλυθούν σε πέντε διακριτά στάδια. Η πρώτη σκηνή στην αρχή της ταινίας, παρουσιάζει την Τρέισι να εμφανίζεται στο σπίτι και στο σχολείο, πριν γνωρίσει την Εύη (Evie). Οι σκηνές αυτές έχουν ουδέτερους και φυσικούς τόνους, με απαλά και ισορροπημένα χρώματα, που αντικατοπτρίζουν την αθωότητα και την ουδετερότητα. Στη χρωματική παλέτα της συγκεκριμένης σκηνής κυριαρχεί το απαλό μπλε χρώμα, το οποίο προκαλεί ηρεμία και εσωστρέφεια, σε συνδυασμό με το πράσινο το οποίο συμβολίζει την ισορροπία. Αυτά τα χρώματα αντικατοπτρίζουν την αθωότητα και την ηρεμία της Τρέισι πριν την επίδραση της Εύης.
Η δεύτερη σκηνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η σκηνή της μεταμόρφωσης, καθώς τα βασικά συναισθήματα που εκφράζονται είναι η ένταση και η εξέγερση. Σε αυτή την σκηνή παρουσιάζεται η επιρροή της Εύης στην Τρέισι, καθώς την εντάσσει σε ριψοκίνδυνες και παράνομες δραστηριότητες. Στη χρωματική παλέτα παρατηρείται πως τα ρούχα των κοριτσιών αποτελούνται από έντονο κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα. Ο Γκαίτε συνέδεε το κόκκινο με το πάθος και την ενέργεια. Η χρήση αυτών των χρωμάτων υποδηλώνει την αυξανόμενη ένταση και την εξέγερση της Τρέισι.
Η τρίτη σκηνή είναι η σκηνή της κορύφωσης, καθώς το χάος και ο αποπροσανατολισμός καταβάλουν κάθε άλλο συναίσθημα που θα μπορούσε να συνυπάρχει καθ’ όλη την διάρκεια. Η σκηνή διαδραματίζεται σε ένα πάρτι, όπου η Τρέισι καταναλώνει άφθονο αλκοόλ και κάνει χρήση ουσιών. Οι φωτισμοί είναι έντονα πολύχρωμοι και αλλάζουν συνεχώς. Στη χρωματική παλέτα κυριαρχούν εναλλασσόμενα έντονα χρώματα, όπως το μωβ, το κόκκινο και το πράσινο. Σύμφωνα με την ψυχολογική ανάλυση, η εναλλαγή των αποχρώσεων δημιουργεί αίσθηση αποπροσανατολισμού και χάους, αντικατοπτρίζοντας την εσωτερική σύγχυση της Τρέισι.
Φτάνοντας στην τέταρτη σκηνή, τη σκηνή της κατάρρευσης, η θλίψη και η απομόνωση διαλύει κάθε θετικό συναίσθημα, που μπορεί να υπήρχε κρυμμένο σε κάποιο εσωτερικό στρώμα κάτω από όλο αυτό το βάρος. Στη σκηνή αυτή, παρουσιάζεται μια έντονη σύγκρουση της Τρέισι με τη μητέρα της. Ο φωτισμός είναι ψυχρός και μπλε. Το μπλε, σύμφωνα με τον Γκαίτε, προκαλεί αίσθηση θλίψης και απομόνωσης, αποδίδοντας τη μοναξιά και την κατάθλιψη της Τρέισι.
Τέλος, η πέμπτη σκηνή αποτελεί την επιστροφή στην ισορροπία, καθώς η Τρέισι μετά από όσα συνέβησαν βρίσκεται ξανά στην αγκαλιά της μητέρας της. Η σκηνή έχει απαλούς, φυσικούς τόνους. Αυτή η παλέτα υποδηλώνει την αναζήτηση ισορροπίας και την επανένωση, σηματοδοτώντας μια πιθανή επιστροφή στην αθωότητα.
Η χρήση των χρωμάτων στην ταινία Thirteen λειτουργεί ως καθρέφτης της ψυχολογικής κατάστασης της Τρέισι. Μέσα από τη Θεωρία των Χρωμάτων του Γκαίτε, μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της πρωταγωνίστριας και πώς αυτές εκφράζονται οπτικά μέσω της χρωματικής παλέτας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Thirteen, imdb.com, διαθέσιμο εδώ
- Color Psychology: How Do Colors Affect Mood & Emotions?, londonimageinstitute.com, διαθέσιμο εδώ