Του Χάρη Καλπάκη,
Προλεγόμενα
Σε μία έννομη τάξη όπου οι νομοθετικές τροποποιήσεις, κι ειδικά στο ποινικό δίκαιο, έχουν καταστεί καθημερινότητα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να έχει διαμορφωθεί στην πράξη ένα σύνολο νομοθετικών και νομολογιακών κανόνων που ρυθμίζουν ακριβώς αυτήν τη σχέση μεταξύ προγενέστερων κι ισχυόντων κανόνων δικαίου σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να μιλάμε (χάριν αστεϊσμού) για έναν νέο αυτοτελή κλάδο δικαίου, αυτόν του διαχρονικού ποινικού δικαίου.
Γενικές αρχές
Ως γενικός κανόνας ισχύει η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος κι επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 1 ΠΚ. Αυτή η αρχή διασφαλίζει την ασφάλεια του δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου αποτρέποντας περιπτώσεις κρατικής αυθαιρεσίας, όπως το ενδεχόμενο να τιμωρηθεί κάποιος για μια πράξη που δεν ήταν αξιόποινη κατά τον χρόνο τέλεσής της.
Παρά την απαγόρευση της αναδρομικότητας, υπάρχει μία σημαντική εξαίρεση: η εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 ΠΚ, που προστατεύει τον κατηγορούμενο από δυσμενείς μεταβολές του νόμου και διασφαλίζει την αρχή της επιείκειας. Η εφαρμογή της είναι κρίσιμη σε περιπτώσεις που το νομοθετικό πλαίσιο αλλάζει, δηλαδή διαρκώς όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα.

Διαφορετική μεταχείριση ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων
Η ελληνική νομολογία διακρίνει τους ουσιαστικούς από τους δικονομικούς κανόνες, κατά βάση όχι με κριτήριο τον κώδικα από τον οποίο απορρέουν, αλλά το ζήτημα το οποίο ρυθμίζουν. Εάν ρυθμίζουν κάποιο ζήτημα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, που άπτεται δικαιωμάτων κι υποχρεώσεων, πρόκειται για ουσιαστικό κανόνα, ενώ αντίθετα εάν το ρυθμιζόμενο ζήτημα έγκειται σε θέματα ποινικών διαδικασιών, έχουμε να κάνουμε με δικονομικό κανόνα.
Ο Άρειος Πάγος έχει επανειλημμένα κρίνει κατά χαρακτηριστική διατύπωση πως «Η διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 ΠΚ αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες κι όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν. Το γεγονός ότι οι δυσμενέστερες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νεοτέρου νόμου δεν μπορούν να εφαρμόζονται στις πράξεις που είχαν τελεστεί προ της ισχύος αυτού, δεν επηρεάζει την επί των αυτών εγκλημάτων εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων ρητά επιβάλλεται από το νόμο (ΟλΑΠ 390/1992). Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει ακόμη περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, γιατί έτσι θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ασφάλεια δικαίου» (ΟλΑΠ 1/2014)
Η νομολογία του ΑΠ ακολουθεί τη θέση ότι η ποινική διαδικασία δεν αφορά την ουσία της ποινικής ευθύνης αλλά τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης κι ως τέτοια δεν μπορεί να είναι ευμενέστερη ή δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο.
Η θεωρία ωστόσο έχει εκφράσει αντιρρήσεις στην απόλυτη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων χωρίς διακρίσεις. Ορισμένοι νομικοί, όπως ο Α. Καρράς, υποστηρίζουν ότι αν ένας δικονομικός κανόνας επηρεάζει ουσιωδώς τη νομική θέση του κατηγορουμένου (π.χ. περιορισμός του δικαιώματος έφεσης ή αυστηρότερες προθεσμίες), τότε δεν πρέπει να εφαρμόζεται αναδρομικά.
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι ορισμένοι δικονομικοί κανόνες μπορούν να λειτουργήσουν ως «ουσιαστικοί» στην πράξη, επηρεάζοντας το δικαίωμα υπεράσπισης και το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική νομολογία παραμένει προσκολλημένη στη διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων.

Προβλήματα στην πράξη
Κατά πρώτο λόγο, ένα μεγάλο πρόβλημα δημιουργούν οι λεγόμενες εξαρτημένες δικονομικές διατάξεις, αυτές δηλαδή που παραπέμπουν σε κάποια διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Μία τέτοια διάταξη είναι η 287 παράγραφος 1 ΚΠΔ, κατά την οποία «Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και σε ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, υπό τους όρους του προηγούμενου άρθρου κι εφόσον κατηγορείται για πράξη από τις αναφερόμενες στο άρθρο 127 ΠΚ». Το 127 ΠΚ, όμως, τροποποιήθηκε πρόσφατα και δεν απαιτεί πλέον για την επιβολή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων η πράξη να «εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας», συνεπώς ανακύπτει το ζήτημα, εάν μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε ανήλικο ακόμα και σε εκκρεμή ποινική υπόθεση, αμέσως από της τροποποιήσεως του 127 ΠΚ, δυνάμει του 287 ΚΠΔ, ως αν αποτελεί δικονομικό κανόνα. Εδώ η νομολογία έκρινε πως τέτοιες εξαρτημένες διατάξεις έχουν την αντιμετώπιση των ουσιαστικών κανόνων και δεν εφαρμόζονται αμέσως.
Ο νόμος 5090/2024 επίσης άλλαξε σημαντικά πολλά ζητήματα δικονομικού δικαίου κι ανάμεσα σε αυτά μείωσε σημαντικά την αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου σε πρώτο βαθμό (115 ΚΠΔ). Παράλληλα βέβαια τροποποίησε το άρθρο 340 ΚΠΔ, ώστε να θεσπίζεται υποχρέωση διορισμού συνηγόρου και στα αδικήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου σε πρώτο βαθμό. Πολλές υποθέσεις, όμως, είχαν προλάβει να παραπεμφθούν στο τριμελές πλημμελειοδικείο πριν την τροποποίηση του 115 ΚΠΔ και δημιουργείται ζήτημα, αν η νέα διάταξη εφαρμόζεται και σε αυτά τα εγκλήματα που πλέον δεν είναι του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Η απάντηση της νομολογίας ήταν πως η διάταξη εννοεί μονάχα τα εγκλήματα της νέας 115 ΚΠΔ και συνεπώς τα άλλα δικάζονται ως είχαν.
Τη μεγαλύτερη δυσφορία ωστόσο προκαλούν οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις αναφορικά με τη δίωξη των περιουσιακών εγκλημάτων. Πλέον το νέο άρθρο 53 ΚΠΔ απαιτεί για την υποβολή έγκλησης και παράβολο 100€ κι έτσι ισχύει ένα νομοθετικό σύστημα τεσσάρων ταχυτήτων, το οποίο για να το κατανοήσουμε ας πάρουμε ως παράδειγμα την απάτη (386ΠΚ):
- Εάν κάποιος τέλεσε την απάτη πριν την 23.2.2024 κι υποβλήθηκε έγκληση πριν την 23.2.2024, τότε ήταν κατ’ έγκληση διωκόμενο και δεν απαιτούνταν παράβολο, οπότε όλα καλά.
- Εάν κάποιος τέλεσε την απάτη πριν την 23.2.2024 κι υποβλήθηκε έγκληση μετά την 23.2.2024, τότε πρέπει να κατατεθεί και το παράβολο για να είναι έγκυρη η έγκληση
- Εάν κάποιος τέλεσε την απάτη μεταξύ 23.2.2024 και 30.6.2024, για να υποβληθεί σε αυτό το διάστημα έγκυρη έγκληση απαιτείται πάλι παράβολο 100 €, ωστόσο
- Εάν κάποιος τέλεσε την απάτη από 1.7.2024 κι έπειτα συνιστά πλέον αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα και συνεπώς δεν απαιτείται παράβολο.
Σύγκριση με το αμερικανικό Δίκαιο
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου κατοχυρώνεται στο Άρθρο 1 του Συντάγματος. Οι αμερικανικές δικαστικές αποφάσεις είναι αυστηρές ως προς αυτό, απαγορεύοντας κάθε μεταβολή που θα μπορούσε να αυξήσει την ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου.

Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση S. Ct., Ramos v. Louisiana, 590 U.S. (2020) στην οποία συνέβησαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Ο Evangelisto Ramos καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία δεύτερου βαθμού από νόμιμα συγκροτηθέν ορκωτό δικαστήριο με πλειοψηφία δέκα ενόρκων, ενώ δύο ένορκοι μειοψήφησαν. Η εν λόγω πλειοψηφία ήταν αρκετή για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης με βάση το δίκαιο της Πολιτείας της Λουϊζιάνα (τουλάχιστον εκείνο που βρισκόταν σε ισχύ κατά τον χρόνο της δίκης), κι έτσι ο Ramos καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (χωρίς τη δυνατότητα υφ’ όρον απόλυσης). Ο καταδικασθείς εξάντλησε ανεπιτυχώς τα ένδικα μέσα σε πολιτειακό επίπεδο και προσέφυγε στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, αιτούμενος την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης βάσει του αμερικανικού Συντάγματος, από το οποίο συνάγεται ερμηνευτικά ότι η καταδίκη σε ποινικές υποθέσεις προϋποθέτει ομόφωνη απόφαση των ενόρκων. Στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ νόμος στην Πολιτεία της Λουϊζιάνα σύμφωνα με τον οποίο η καταδικαστική απόφαση για κακούργημα προϋποθέτει ομόφωνη απόφαση των ενόρκων. Ωστόσο δεν προσδόθηκε στον νόμο αναδρομική ισχύ, με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής του την επίδικη υπόθεση. Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση κρίνοντας (με ψήφους 6-3) ότι η καταδίκη χωρίς ομόφωνη απόφαση αντίκειται στο αμερικανικό Σύνταγμα. Η θέση σε ισχύ – μετά την καταδικαστική απόφαση – δικονομικού νόμου που ενσωμάτωνε τη συνταγματική αξίωση σε πολιτειακό επίπεδο δεν θα ήταν από μόνη της ικανή να ανατρέψει τη συγκεκριμένη καταδικαστική απόφαση αναδρομικά. Αν, λοιπόν, δεν επρόκειτο για συνταγματική αξίωση – ζήτημα αμφισβητούμενο μέχρι την πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου – ο καταδικασθείς θα είχε παραμείνει στη φυλακή εφ’ όρου ζωής, χωρίς δυνατότητα να απολυθεί υφ’ όρον, ενώ άλλοι κατηγορούμενοι θα ευνοούνταν από τη μειοψηφούσα γνώμη ακόμη κι ενός ενόρκου. Τούτο διότι οι διατάξεις που καθορίζουν την αναγκαία πλειοψηφία για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης ανάγονται στο δικονομικό δίκαιο, και γι’ αυτό δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναδρομικά.
Συμπεράσματα
Το διαχρονικό ποινικό δίκαιο διαμορφώνει τη σχέση παλαιών και νέων κανόνων, προστατεύοντας τη νομική ασφάλεια και τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Παρότι η αρχή της μη αναδρομικότητας και η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες, η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων συνεχίζει να δημιουργεί προκλήσεις. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει, ίσως, να επανεξετάσουμε ως έννομη τάξη τη συχνότητα των νομοθετικών μας τροποποιήσεων, δεδομένου πως οι συνεχείς τροποποιήσεις απαιτούν ισορροπία μεταξύ ασφάλειας δικαίου και ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αργύριος Καρράς (2020), Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη
- Ιωάννης Μανωλεδάκης (2005), Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Άλκης Καραγιαννόπουλος (2024), Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα