Της Μαρίας Σιούτα,
Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ενήλικων και ανήλικων δραστών και η σταδιακή διαβάθμιση και κλιμάκωση της ποινικής ευθύνης των ανηλίκων ανάλογα με την ηλικία τους και την ικανότητά τους προς καταλογισμό συνιστούν έννοιες κεντρικές στον ελληνικό ποινικό κώδικα και εξασφαλίζουν γι’ αυτούς ευνοϊκότερη ποινική αντιμετώπιση, αποσκοπώντας όχι τόσο στην τιμώρηση όσο στη διαπαιδαγώγησή τους και την αποτροπή τους από περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα.
Έκφανση της επιεικέστερης αυτής μεταχείρισης για τους ανήλικους δράστες, οι οποίοι για τον Έλληνα νομοθέτη δεν έχουν πλήρη καταλογισμό των πράξεών τους, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, αποτελεί το άρθρο 133 ΠΚ που αφορά την ποινική ευθύνη των νεαρών ενηλίκων. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτή θεμελιώνεται η δυνατότητα περιορισμού σε ειδικό κατάστημα νέων ή επιβολής μειωμένης ποινής για ενηλίκους δράστες, οι οποίοι όμως δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους ή, με άλλα λόγια, η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικίας.
Για την έννοια της ελαφρυντικής περίστασης δεν υπάρχει ένας πάγιος νομικός χαρακτηρισμός στον ελληνικό ποινικό κώδικα αλλά μόνο μια ενδεικτική τους απαρίθμηση στο άρθρο 84 παράγραφος 2 του ΠΚ. Ένας σύντομος ορισμός θα μπορούσε να δοθεί με βάση και την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα (1929/1933) για τις ελαφρυντικές περιστάσεις, ως συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα ή στοιχεία που συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου, τα οποία είναι τέτοια, ώστε να υπαγορεύουν επιεικέστερη ποινική του μεταχείριση και επιβολή ελαφρότερης σε αυτόν ποινής. Αφορούν, δηλαδή, με βάση την κρατούσα άποψη, κυρίως την προσωπικότητα του δράστη και τη σύνδεση του με το συντελεσθέν έγκλημα, ενώ η συνδρομή τους κρίνεται εν τοις πράγμασι και αξιολογείται αντικειμενικά από τον δικαστή, όπως προκύπτει κι από νομολογία του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1556/2022). Μία τέτοια περίσταση λοιπόν είναι και το 133 ΠΚ, με το οποίο εισάγεται μία ευμενέστερη ρύθμιση για τους νεαρούς ενήλικες δράστες 18 έως 21 ετών. Η ηλικία ασφαλώς είναι στοιχείο της αντικειμενικής πραγματικότητας, εύκολα λοιπόν μπορεί να αποδειχθεί αν ο δράστης μπορεί να χαρακτηριστεί ή όχι ως «νεαρός ενήλικας» με βάση τον ΠΚ. Η δυσκολία εδώ επέρχεται στην αξιολόγηση αυτού του νεαρού της ηλικίας και στην εν δυνάμει σχέση που μπορεί να έχει με τη διαπραχθείσα πράξη. Ποια είναι, όμως, η δικαιολογητική βάση, η “ratio” της διάταξης αυτής;

Από βιολογική και ψυχολογική άποψη είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως η ωριμότητα και η πλήρης εγκεφαλική ανάπτυξη επέρχεται σταδιακά κι όχι στιγμιαία την χρονική στιγμή, όταν ο ανήλικος γίνεται 18, από την οποία και έπειτα αρχίζει να χαρακτηρίζεται ως ενήλικας από το ελληνικό δίκαιο. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την ψυχιατρική και τη νευροεπιστήμη, ο ανθρώπινος εγκέφαλος φτάνει στο στάδιο της ενηλικίωσης στην ηλικία των 25 ετών, όταν αναπτύσσεται πλήρως ο προμετωπιαίος λοβός. Το μέρος αυτό του εγκεφάλου, το οποίο από πολλούς επιστήμονες χαρακτηρίζεται ως το κέντρο ελέγχου και της προσωπικότητας του ατόμου, συνδέεται με μία σειρά ανώτερων νοητικών και ρυθμιστικών λειτουργιών, όπως η οργάνωση και η επίλυση προβλημάτων, η κριτική σκέψη, η ρύθμιση έντονων συναισθημάτων και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων και καταστολή των παρορμήσεων. Μέχρι την ηλικία επομένως των 25 ετών, ο νεαρός ενήλικας δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτό το στάδιο πλήρους ωρίμανσης, και συχνά καθίσταται «έρμαιο» των συναισθημάτων και των παρορμήσεων του. Παράλληλα, σε κοινωνικό επίπεδο η μετεφηβική ηλικία αποτελεί μια κρίσιμη φάση στην ανάπτυξη της κοινωνικής ταυτότητας και της προσωπικότητας, όπου ο νεαρός ενήλικας, περνάει από διάφορες ιδεολογικές και υπαρξιακές αναζητήσεις και διαμορφώνει την προσωπικότητά του.
Όλα αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, λαμβάνονται υπόψη από τον Έλληνα νομοθέτη και μεταφράζονται στον ποινικό κώδικα με τη θεμελίωση του ελαφρυντικού του 133 ΠΚ. Εξαιτίας, με άλλα λόγια, αυτής της παρορμητικότητας, της απειρίας και του έντονου συναισθηματικού κόσμου που συνδέονται άρρηκτα με τη μετεφηβική ηλικία, η διάταξη αντιμετωπίζει τον νεαρό ενήλικα ως κάποιον που είναι πιο επιρρεπής και προβαίνει πιο εύκολα σε λανθασμένες πράξεις, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως τις συνέπειές τους. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, ο νομοθέτης εξασφαλίζει κι αυτή τη δυνατότητα του ελαφρυντικού.
Η ελαφρυντική αυτή περίσταση προβλέπει συγκεκριμένα —αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει πράγματι συνδρομή της— είτε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, στο οποίο κρατούνται και ανήλικοι σύμφωνα με το άρθρο 127 ΠΚ και στο οποίο οι ενήλικες μπορούν να παραμείνουν μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους, είτε την επιβολή μειωμένης ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83 ΠΚ. Στην περίπτωση επιπλέον της επιβολής μειωμένης ποινής, ο καταδικασθείς κρατείται χωριστά από τους άλλους ενήλικους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 130 παράγραφος 3 εδάφιο β ΠΚ. Πρόκειται, επομένως, για δύο σαφώς ευνοϊκότερα μέτρα, τα οποία προσιδιάζουν περισσότερο στην ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων, παρόλο που οι δράστες ουσιαστικά είναι ενήλικες. Η επέκταση αυτή της επιείκειας στην ποινική αντιμετώπιση ενήλικων δραστών έχει προκαλέσει έντονες αμφισβητήσεις και αντιτιθέμενες απόψεις στη θεωρία και στη νομολογία. Αυτό γίνεται αντιληπτό κατεξοχήν από την αλλαγή στον νόμο. Μέχρι το 2019 νεαροί ενήλικες στον ποινικό κώδικα ήταν οι 18-21 ετών, ενώ έπειτα, με τον νόμο 4619/2019, το ανώτατο όριο ηλικίας τους επεκτάθηκε στα 25 έτη. Ωστόσο, με τον πιο πρόσφατο νόμο 5108/2024 ο νομοθέτης επέστρεψε πάλι στο στενότερο πλαίσιο των 18-21 ετών. Αυτές λοιπόν οι νομικές διακυμάνσεις καταδεικνύουν την αμφιβολία ακόμα και του ίδιου του νομοθέτη για το ποιο πρέπει να είναι τελικά αυτό το πλαίσιο «ανωριμότητας» και ευνοϊκής μεταχείρισης.

Ταυτόχρονα, οι απόψεις διίστανται και στη νομολογία. Η συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του 133 ΠΚ έχει αναγνωριστεί πολλές φορές από το ελληνικό δικαστήριο, παρόλα αυτά οι Έλληνες δικαστές συχνά συναντούν προκλήσεις στην εφαρμογή της διάταξης. Σε αποφάσεις του ο Άρειος Πάγος επισημαίνει τη δυσκολία στην ομοιόμορφη και αντικειμενική εφαρμογή του ελαφρυντικού, καθώς και στην εξισορρόπηση ανάμεσα στην επιείκεια του μέτρου και στην βαρύτητα του διαπραχθέντος εγκλήματος (ΑΠ 963/2024, ΑΠ 760/2021). Εγκυμονεί επιπλέον ο κίνδυνος θεμελίωσης μιας γενικότερης ελαστικότητας και ατιμωρησίας για τους νεαρούς ενήλικες, η οποία έρχεται και σε εκ διαμέτρου αντίθεση με το σύνολο του ελληνικού δικαίου, όπου οι ενήλικες καθίστανται νομικά υπεύθυνοι από την στιγμή που γίνονται 18 ετών.
Ωστόσο, παρά τις αμφιβολίες σχετικά με το άρθρο 133 ΠΚ, η εφαρμογή του είναι δυνητική και βρίσκεται πλήρως στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος θα εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά και θα αξιολογήσει τη σχέση δράστη, ηλικίας και εγκλήματος, προτού καταλήξει στα συμπεράσματά του. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η υπόθεση της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού, όπου παρά το νεαρό της ηλικίας των δραστών, δεν τους αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του 133 ΠΚ, καθώς κρίθηκε ότι ουδεμία σημασία δεν είχε η ηλικία τους και δεν ήταν τυχόν ανωριμότητα ή παρορμητικότητά τους αυτή που τους οδήγησε στο ειδεχθές εκείνο έγκλημα.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, το ελαφρυντικό του άρθρου 133 ΠΚ, παρά τις διάφορες απόψεις, είναι μία περίσταση που σαφώς πρέπει να αξιολογείται με βάση τις επιταγές της λογικής και της επιστήμης, εφόσον οι νεαροί ενήλικες δεν έχουν φτάσει ακόμη στο στάδιο πλήρους ωρίμανσης και γνωστικής ικανότητας. Ωστόσο, ορθώς η τελική απόφαση βρίσκεται στην κρίση του δικαστή, ο οποίος αποφασίζει μετά από ενδελεχή έλεγχο και ολοκληρωμένη αξιολόγηση. Επομένως, το ελαφρυντικό του άρθρου 133 ΠΚ ελέγχεται μεν υποχρεωτικά, εφαρμόζεται όμως δυνητικά και εν τοις πράγμασι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 3η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
- Σπύρος Καλημέρης, Τι είναι ο προμετωπιαίος λοβός, kalimeristherapist.com, διαθέσιμο εδώ
- Αικατερίνη Χαλίσκου, Ελαφρυντικές Περιστάσεις (άρθρο 84 ΠΚ), haliskouhelleniclaw.com, διαθέσιμο εδώ
- «Άλκης Καμπανός: κανένα ελαφρυντικό για τους 12 κατηγορούμενους αποφάσισε το δικαστήριο», larissapress.gr, διαθέσιμο εδώ