9.4 C
Athens
Δευτέρα, 7 Απριλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι όψεις του συνταγματικού δικαιώματος στη ζωή

Οι όψεις του συνταγματικού δικαιώματος στη ζωή


Της Αλεξάνδρας Βαλληνδρά, 

Εν όψει των εξελίξεων έχει απασχολήσει έντονα τις τελευταίες δύο δεκαετίες την κοινή γνώμη και πρώτιστα την επιστημονική κοινότητα το ζήτημα του δικαιώματος στη ζωή. Οι αλλαγές που έχουν επέλθει σε τεχνολογικό επίπεδο, όσο και η ανάπτυξη νέων μεθόδων από τους επιστήμονες της ιατρικής, έχουν αναμφισβήτητα δώσει στο παλαιότερο και πιο αυτονόητο—θεωρητικά τουλάχιστον—συνταγματικό δικαίωμα ένα νέο περιεχόμενο και φέρνουν διαρκώς στην επιφάνεια νέες όψεις του, μέχρι πρότινος ανεξερεύνητες. Δεδομένης, λοιπόν, της διαχρονικότητας και παράλληλα επικαιρότητας του ζητήματος αξίζει θαρρώ να επιχειρήσουμε μία συνοπτική, όχι όμως και ανεπαρκή θεώρηση του δικαιώματος στη ζωή υπό την άποψη του συνταγματικού δικαίου, ευελπιστώντας πως ίσως έτσι θα καταφέρουμε κατά το δυνατόν να αναδείξουμε έστω και στο ελάχιστο την αξία του για τους φορείς του, όσο και για την κοινωνία εν γένει.

Στην ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα στη ζωή τυγχάνει, τουλάχιστον τυπικά, απόλυτης προστασίας, καθώς η χώρα μας έχει διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα εγγυητικών μηχανισμών ικανών να εξασφαλίζουν ότι σε κάθε περίπτωση θα παραμένει απαραβίαστο. Αποτελεί δε ένα ιδιαίτερα παλιό συνταγματικό δικαίωμα (ήδη από τον 17ο αιώνα ο John Locke μιλούσε περί φυσικών δικαιωμάτων στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία), δεδομένου ότι, σε πρώιμο βέβαια βαθμό, κατοχυρωνόταν στα ελληνικά συντάγματα από την εποχή της εθνεγερσίας. Σήμερα, το δικαίωμα στη ζωή βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και στο άρθρο 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), πρωτίστως όμως κατοχυρώνεται, μάλιστα για πρώτη φορά ρητώς, στο ισχύον σύνταγμα του 1975. Συγκεκριμένα, όπως προσφυώς ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του καταστατικού χάρτη της χώρας μας, όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής τους χωρίς διάκριση εθνικότητος, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Tara Winstead

Το έντονο και ίσως διακηρυκτικό ύφος της διάταξης καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο συντακτικός νομοθέτης στο δικαίωμα στη ζωή, αναγνωρίζοντάς το ως απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα όχι μόνο των Ελλήνων πολιτών, αλλά όλων όσων βρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια, το οποίο αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την ύπαρξη και την αποτελεσματική άσκηση οποιουδήποτε άλλου συνταγματικού δικαιώματος. Πρέπει μάλιστα στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι εννοιολογικά η ζωή μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε στενά, ως απλό βιολογικό φαινόμενο, είτε ευρύτερα ως βίος, οπότε το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ποιότητα της ζωής. Το δικαίωμα αποκτά ευρύτερο περιεχόμενο και συνυφαίνεται σε μεγάλο βαθμό με την ανθρώπινη αξία και προσωπικότητα. Και βέβαια είναι προφανές πως αν υποτεθεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή υπό την ευρύτερη και ποιοτικότερη έννοιά της —κάτι το οποίο νομίζω ότι συνάδει πολύ περισσότερο σε ένα σύγχρονο και ουσιαστικά δημοκρατικό κράτος—, η Πολιτεία έχει την υποχρέωση όχι μόνο αρνητικά να μην προσβάλλει το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και θετικά να προβαίνει σε παροχές ικανές να εξασφαλίσουν ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο σε όλους τους πολίτες της χώρας. Η δυνατότητα των κρατικών οργάνων να περιορίσουν το δικαίωμα στη ζωή υπόκειται με τη σειρά της σε αυστηρότατους περιορισμούς.

Προκειμένου όμως να μιλήσουμε για την ύπαρξη δικαιώματος στη ζωή, πρέπει προηγουμένως να έχουμε απαντήσει ένα θεμελιώδες και αναπόφευκτο ερώτημα: Πότε ξεκινάει και πότε παύει ο άνθρωπος να είναι φορέας του δικαιώματος στη ζωή; Με άλλα λόγια, σε ποια χρονικά σημεία τοποθετούνται κατά το ελληνικό δίκαιο η έναρξη και λήξη της ανθρώπινης ζωής; Ας σημειωθεί εδώ ότι το ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθεί, αποτελώντας μέχρι και σήμερα σημείο έντονων διαφωνιών μεταξύ των επιστημόνων και αφορμή πολιτικών ερίδων ως προς τις συναφείς με το ζήτημα ακολουθητέες νομοθετικές επιλογές.

Σε πρώτο επίπεδο ίσως είναι ευχερέστερο να τοποθετηθεί χρονικά η λήξη της ανθρώπινης ζωής. Πράγματι, σε συμφωνία και με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, η λήξη της ανθρώπινης ζωής τοποθετείται και για το δίκαιο στο χρονικό σημείο επέλευσης του εγκεφαλικού θανάτου, ήτοι της νέκρωσης του εγκεφαλικού στελέχους, ακόμη κι αν τα υπόλοιπα ζωτικά όργανα λειτουργούν με τεχνητά μέσα, οπότε και το πρόσωπο παύει πλέον να αποτελεί φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Υποστηρίζεται βέβαια η άποψη ότι ακόμη και μετά τον θάνατό του, το πρόσωπο δεν παύει να συνιστά φορέα δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος στην προσωπικότητα. Η άποψη αυτή ερείδεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 57 του ΑΚ, που αναφέρεται στην προσβολή της μνήμης τεθνεώτος, το οποίο συνιστά και ποινικό αδίκημα. Εντούτοις, θεωρώ ότι η εν λόγω προσέγγιση δεν είναι σωστή, διότι η ratio της διάταξης κατευθύνεται μάλλον στην προστασία της προσωπικότητας των στενών συγγενών του τεθνεώτος, που υφίστανται ηθική βλάβη εξαιτίας της προσβολής παρά στην προστασία του ίδιου του τεθνεώτος. Εν πάση περιπτώσει, ως προς το ζήτημα της λήξης της ανθρώπινης ζωής, παρά τις πάντοτε υφιστάμενες μικρές αποκλίσεις, όλοι οι επιστήμονες καταλήγουν λιγότερο ή περισσότερο στο ίδιο συμπέρασμα.

Το πρόβλημα όμως διαπιστώνεται, όταν επιχειρήσει κανείς να αποφανθεί με βεβαιότητα ως προς το πότε εκκινεί η ανθρώπινη ζωή. Ενόψει, λοιπόν, των διαφωνιών που επικρατούν ως προς το ζήτημα, αλλά και του έντονου πρακτικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει θαρρώ πως είναι κρίσιμο να προχωρήσουμε σε διεξοδικότερες αναλύσεις. Ο προσδιορισμός του χρονικού σημείου ενάρξεως της ζωής συνδέεται αναπόφευκτα με το ζήτημα της αναγνώρισης στο κυοφορούμενο (nasciturus) του δικαιώματος στη ζωή και κατ’ επέκταση του επιτρεπτού ή μη των αμβλώσεων. Το ερώτημα παρουσιάζει φιλοσοφικές διαστάσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στερείται πρακτικής σημασίας. Γίνεται δε κατανοητό ότι η απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη δεδομένου ότι κάθε νομικό σύστημα το προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύεται πανηγυρικά στην Vo κατά Γαλλίας, όπου το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι η φύση και θέση του εμβρύου δεν είναι σαφώς καθορισμένη σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας. Μεταξύ των κρατών δε υπάρχει έντονη διάσταση απόψεων ως προς το ζήτημα αυτό.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: João Paulo de Souza Oliveira

Στην Ιρλανδία και τη Γερμανία το χρονικό σημείο έναρξης της ανθρώπινης ζωής ορίζεται με σχετική σαφήνεια (Νόμος για τις εγκύους και τα οικογενειακά επιδόματα Schwangeren-und Familienhilfeänderungsgesetz) και συγκεκριμένα τοποθετείται κατά τη στιγμή της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα, καθιερώνοντας έτσι ένα αυστηρότατο, κατά τη γνώμη μου, νομοθετικό πλαίσιο για τις αμβλώσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως σε περίπτωση που η συνέχιση της κύησης θέτει τη ζωή της γυναίκας σε σοβαρό κίνδυνο. Στο αντίθετο άκρο, κατά το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, η έναρξη της ανθρώπινης ζωής τοποθετείται στο χρονικό σημείο εμφάνισης του ανθρώπου στον εξωτερικό κόσμο, αφήνοντας προφανώς ευρύτατα περιθώρια στην γυναίκα να επιχειρήσει άμβλωση σε οποιοδήποτε στάδιο της κύησης, ακόμη και προχωρημένο.

Στην Ελλάδα, καίτοι ο κοινός νομοθέτης δεν προσδιορίζει με απόλυτη ακρίβεια το χρονικό σημείο έναρξης της ανθρώπινης ζωής, υιοθετεί νομίζω, τουλάχιστον συγκριτικά, με τις δύο προαναφερθείσες προσεγγίσεις μία μέση λύση. Χρήσιμες ενδείξεις αποτελούν τα άρθρα 36 ΑΚ και 304 ΠΚ. Το άρθρο 36 του Αστικού Κώδικα εξομοιώνει κατά πλάσμα δικαίου το κυοφορούμενο πρόσωπο με γεννημένο, υπό την προϋπόθεση ότι πράγματι θα γεννηθεί ζωντανό, αναγνωρίζοντάς το κατ’ αυτόν τον τρόπο ως φορέα δικαιωμάτων ήδη από τη στιγμή της σύλληψής του. Φαίνεται λοιπόν εκ πρώτης όψεως ότι στην ελληνική έννομη τάξη το έμβρυο θεωρείται άνθρωπος και επομένως φορέας του δικαιώματος στη ζωή ήδη κατά το πολύ αρχικό αυτό στάδιο της ύπαρξής του. Ωστόσο, σε επίπεδο ποινικού δικαίου, η διακοπή της κύησης συνιστά αξιόποινη συμπεριφορά όταν τελείται μετά την 24η εβδομάδα από την έναρξή της. Υπό αυτή δε την έννοια, το κυοφορούμενο θεωρείται ότι αποκτά το δικαίωμα στη ζωή σε αρκετά προχωρημένο στάδιο της κύησης, δίνοντας έτσι ένα ικανό χρονικό περιθώριο στη γυναίκα να στραφεί στην επιλογή της άμβλωσης αν το επιθυμεί. Ορθότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι να μην αναζητείται με απόλυτο τρόπο ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο κατά το οποίο ο nasciturus αποκτά το απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή, αλλά να υιοθετείται μία λογική κλιμακούμενης αύξησης της προστασίας της ζωής του κυοφορούμενου και αντίστοιχης εξασθένισης του δικαιώματος της γυναίκας στην επιλογή της αμβλώσεως ανάλογα με το στάδιο της κύησης. Μία λύση εύλογη, δεδομένης της έντονης απαξίας με την οποία συνδέεται η διακοπή της κύησης, ως μία προσπάθεια εναρμόνισης του δικαιώματος του κυοφορουμένου στη ζωή και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης της γυναίκας, σύμφυτου με τη προσωπικότητά της.

Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι τα δικαστήρια σε διεθνές επίπεδο αποφεύγουν να τοποθετούνται ξεκάθαρα επί του ζητήματος, προσπαθώντας να ξεφύγουν με διπλωματικούς ελιγμούς, κάτι το οποίο γίνεται φανερό τόσο στη Vo κατά Γαλλίας του ΕΔΔΑ, όσο και στην πολυσυζητημένη Roe v. Wade, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Supreme Court) κατέληξε στο ότι το ζήτημα δεν μπορεί να ρυθμιστεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο, δίνοντας ευθέως τη σκυτάλη στις επιμέρους Πολιτείες, να καθορίσουν εκείνες το νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης του επίμαχου ζητήματος. Οι πολυάριθμες συζητήσεις και απόψεις που έχουν εκφρασθεί επιτρέπουν την εξαντλητική ανάλυση του ζητήματος. Εδώ όμως θα αρκεστούμε στο συμπέρασμα ότι οι θεολογικές αντιρρήσεις που συχνά προβάλλονται από τους υποστηρικτές του δικαιώματος του κυοφορούμενου στη ζωή, μάλλον συνηγορούν υπέρ παρά κατά του δικαιώματος στην άμβλωση ως ενός ουσιωδώς και κατ’ εξοχήν δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας. Κάτι που εύστοχα παρατηρεί ο Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης στο έργο του «Αυτονομία και Βιοηθικός εξαναγκασμός».

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: freepik.com

Ερωτήματα ανακύπτουν και ως προς το άλλο άκρο της ζωής, τον θάνατο. Το πρόβλημα, στο οποίο εδώ δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω αποκλειστικά για λόγους οικονομίας, είναι κατά πόσον το δικαίωμα στη ζωή αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη και δη το Σύνταγμα υπό την αρνητική όψη του, δηλαδή του επιτρεπτού ή μη της ευθανασίας. Οι συναφείς συζητήσεις είναι και πάλι πολυάριθμες, ενώ πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις που εκφράζει επί του ζητήματος ο Ronald Dworkin στο έργο του «Επικράτεια της ζωής».

Βάσει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, κατέστη ελπίζω φανερό το ποσό θεμελιώδες όσο και πολυδιάστατο είναι το ζήτημα του δικαιώματος στη ζωή. Διαχρονικό, αλλά και πάντοτε επίκαιρο, το δικαίωμα στη ζωή αναπόφευκτα έρχεται συνεχώς και με κάθε αφορμή στο προσκήνιο δημιουργώντας νέες διαφωνίες και προβληματισμούς, υπενθυμίζοντας διαρκώς τη σημασία του για την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών και κυρίως ότι τελικά δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο υποστηρίζεται. Εν όψει, τέλος, των σύγχρονων ανθρωπιστικών κρίσεων που δοκιμάζουν τη παγκόσμια κοινότητα, η ανάγκη μίας ριζικότερης αναθεώρησης και αποτελεσματικότερης προστασίας του δικαιώματος στη ζωή, καθίσταται τώρα πιο επίκαιρη από ποτέ.


ΕΝΔΕΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης, Αυτονομία και Βιοηθικός Εξαναγκασμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
  • Γιώργος Σταματιάδης, Το δικαίωμα στη ζωή και οι οργανωμένες απομακρύνσεις πολιτών, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Βαγγέλης Μάλλιος, Άμβλωση: δικαίωμα και  περιορισμοί, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Υπόθεση Roe v. Wade, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
  • Υπόθεση Vo κατά Γαλλίας, hudoc.echr.coe.int, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Βαλληνδρά
Αλεξάνδρα Βαλληνδρά
Πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας του σχολείου της και ασχολούνταν στα μαθητικά της χρόνια, συστηματικά με τη ρητορική. Έχει συμμετάσχει σε εθελοντικές δράσεις στο νησί της, τη Νάξο. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μουσική, τις ξένες γλώσσες και την ποίηση, ενώ της αρέσουν πολύ τα ταξίδια.