Του Νίκου Λυκομήτρου,
Ο εμφύλιος πόλεμος της Γουατεμάλας έλαβε χώρα από το 1960 έως το 1996, μεταξύ της κυβέρνησης της Γουατεμάλας και κομμουνιστικών και αριστερών επαναστατικών κινημάτων, όπως το Κόμμα Εργατών της Γουατεμάλας και το Επαναστατικό Κίνημα της 13ης Νοεμβρίου. Η κυβέρνηση της Γουατεμάλας βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αμερικανικής κυβέρνησης και της CIA, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου προέβη σε καταστολές και δολοφονίες των γηγενών κατοίκων της.
Ο πόλεμος ξεκίνησε από ένα πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε ως αντίδραση ενάντια στον αυταρχισμό του Υδηγόρα Φουέντες το 1960, όταν αριστεροί αξιωματικοί προσπάθησαν να τον καθαιρέσουν και να θεσπίσουν μια κυβέρνηση που θα σεβόταν τα λαϊκά δικαιώματα. Το 1970 ανέλαβε την ηγεσία της χώρας μια σειρά πολιτικών από το Θεσμικό Δημοκρατικό Κόμμα και κατόπιν από τον στρατό, όλοι σχετιζόμενοι με αμερικανικά συμφέροντα. Ο πόλεμος έληξε με συμφωνία αφοπλισμού των δύο πλευρών το 1996, όμως η κυβέρνηση της Γουατεμάλας έχει κάνει ελάχιστα βήματα απόδοσης δικαιοσύνης.

Η Γουατεμάλα είχε ήδη μια σειρά από αστικές κυβερνήσεις μετά το 1871. Η κυβέρνηση Καρρέρα υποχρέωσε τους γηγενείς, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, να εργαστούν, ουσιαστικά σε συνθήκες δουλείας σε αγροκτήματα Γερμανών και Ευρωπαίων κατοίκων της χώρας. Από την δεκαετία του 1890 και μετά, οι αμερικάνικες εταιρείες απέκτησαν τεράστια πολιτική και οικονομική επιρροή στη χώρα, ενώ ο στρατός και η κυβέρνηση είχαν μετατραπεί σε απλούς εκτελεστές των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Όταν ανέλαβε το 1931, ο Χόρχε Ουμπίκο, εφάρμοσε ένα καθεστώς που υποχρέωνε σε καθεστώς δουλείας τους εργάτες των αγρών που προμήθευαν την United Fruit Company, που είχε τεράστια επιρροή στη χώρα. Το 1944, ο Ουμπίκο παραιτήθηκε μετά από εθνική απεργία και μετά από μια σύντομη δικτατορία ανέλαβε ο Χουάν Χοσέ Αρέβαλο σε έναν αριστερό συνασπισμό. Προχώρησε σε αρκετές κοινωνικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτές ωφέλησαν τις τάξεις των αστών και των μικροαστών.
Μετά από αυτόν, ο Χάκομπο Άρμπενς προχώρησε σε αναδιανομή των αγροκτημάτων σε 500.000 φτωχούς αγρότες, κάτι που προκάλεσε συναγερμό στους Αμερικανούς. Η United Fruit Company άσκησε συνεχείς πιέσεις στην Αμερικανική κυβέρνηση να ανατρέψει τον Άρμπενς και το 1954, ανετράπη με πραξικόπημα που οργάνωσε η CIA.
Το 1960, επιχειρήθηκε αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής του Υδιγόρα από το Επαναστατικό Κίνημα της 13ης Νοεμβρίου. Αιτία αποτέλεσε η παράδοση μιας έκτασης στους Αμερικανούς για να εκπαιδεύσουν Κουβανούς αντικαθεστωτικούς, με σκοπό την διεξαγωγή εισβολής στη Κούβα, η οποία απέτυχε εντελώς. Οι επιζώντες αξιωματικοί και συμμετέχοντες θα καταφύγουν στα βουνά στα ανατολικά και θα στήσουν την αντίσταση τους.
Το 1962, επιτέθηκαν στα γραφεία της UFC στην Πόλη της Γουατεμάλας και οργανώθηκε φοιτητική διαμαρτυρία υπέρ του Κινήματος. Η κυβέρνηση απάντησε με καταστολή, σηματοδοτώντας και επίσημα την έναρξη του εμφυλίου. Τον Δεκέμβριο το Κίνημα συγχωνεύτηκε με το Κόμμα Εργατών και μια φοιτητική οργάνωση στις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ).
Το 1964 και το 1965, η κυβέρνηση προέβη σε επιχειρήσεις εναντίον των ΕΕΔ με αμερικανική εκπαίδευση και πληροφορίες. Το 1966, απήχθησαν σημαντικά μέλη των ΕΕΔ και τον Ιούνιο συστάθηκε το «Λευκό Χέρι», μια ομάδα θανάτου που είχε σχέσεις με την κυβέρνηση. Μέχρι το τέλος του 1967, η αρχική εξέγερση στην ανατολική χώρα, στις περιφέρειες Ζακάπα και Ισαβάλ είχε σε μεγάλο βαθμό νικηθεί. Ωστόσο, τα επόμενα δύο χρόνια συνέχισαν οι απαγωγές και η βία.

Το 1970, ανέλαβε ο στρατιωτικός Κάρλος Αβάνα Οσόριο, ξεκινώντας μια σειρά από στρατιωτικές διοικήσεις που παραβίασαν τα δικαιώματα του λαού της χώρας. Παρά την έλλειψη ένοπλης δραστηριότητας στο ανατολικό κομμάτι της χώρας, κήρυξε στις 13 Νοεμβρίου απαγόρευση κυκλοφορίας και ξεκίνησε ένα νέο κύμα μαζικών συλλήψεων. Στις 26 Νοεμβρίου 1971, χιλιάδες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Σαν Μάρκος διαδήλωσαν ζητώντας να τελειώσει η κρατική τρομοκρατία και η κυβέρνηση απάντησε με περαιτέρω καταστολή. Μέχρι το 1973, πάνω από 42.000 άνθρωποι είχαν συλληφθεί ή δολοφονηθεί από τις αρχές και παραστρατιωτικούς.
Το 1972, απομεινάρια των ΕΕΔ συγκρότησαν τον «Αντάρτικο Στρατό των Φτωχών» και εγκαταστάθηκαν στον βορρά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, συγκροτήθηκε η Επιτροπή για την Ενότητα των Αγροτών που ένωσε χιλιάδες γηγενείς για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους. Πάνω από 300.000 εργάτες δούλευαν εποχικά στις φυτείες στις ακτές του Ειρηνικού για να συμπληρώσουν τα εισοδήματα τους.
Η κυβέρνηση του Κιέλ Λάουγκερουντ στην αρχή προσπάθησε να συνομιλήσει με τους εργάτες, όμως η δολοφονία του Χοσέ Λουίς Αρένας, γαιοκτήμονα υπεύθυνου για διάφορα εγκλήματα και παραβάσεις, αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της στρατιωτικής κυβέρνησης η οποία ξεκίνησε μια νέα σειρά καταστολής, δολοφονιών και εξαφανίσεων πολιτικών της αντιπάλων, και το 1977 αποξενώθηκε ακόμα και από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, ο πολύνεκρος σεισμός του 1976 αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση η οποία προέβη σε σειρά δολοφονιών εκμεταλλευόμενη τη κατάσταση.
Από το 1976 και μετά, φοιτητές στα πανεπιστήμια άρχισαν να ζητάνε δημοκρατικές εκλογές και δικαιώματα. Το 1978, στο πανεπιστήμιο Σαν Κάρλος εξελέγη πρόεδρος ο Σαούλ Οσόριο Πας, που είχε θετικές σχέσεις με τα φοιτητικά κινήματα που συνεργάζονταν με το Κόμμα Εργατών της Γουατεμάλας και άλλες αριστερές οργανώσεις.
Το 1980, ξεκίνησαν δολοφονίες ακόμα και σε στελέχη των σωμάτων ασφαλείας. Από το 1975 και μετά, στη δυτική Γουατεμάλα, όπου ζουν κυρίως Μάγιας, υπήρχε έντονη παρουσία αντάρτικων οργανώσεων. Στη δεκαετία του 1980, η κυβέρνηση απάντησε στην αυξανόμενη διεκδίκηση δικαιωμάτων των γηγενών με ακραία καταστολή. Πυρπόλησε την Ισπανική πρεσβεία, σκοτώνοντας 34 άτομα, ενώ οι αντάρτες απάντησαν με επιθέσεις σε κυβερνητικούς και μεγαλοαστικούς στόχους.
Από το 1981 έως το 1983, δολοφονήθηκαν 164.000 άνθρωποι, κυρίως Μάγιας, και πολλοί άλλοι βασανίστηκαν. Στις 8 Αυγούστου 1983 ο Ουμπέρτο Μεχία Βίκτορες ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση και το 1984 άρχισε μια επιστροφή στη δημοκρατία. Το 1985 έγιναν εκλογές και ο στρατός ασχολήθηκε σε συγκρούσεις με τις αριστερές δυνάμεις.

Το 1994 και το 1995, υπεγράφησαν συμφωνίες μεταξύ των ανταρτών και της κυβέρνησης , και το 1996 έληξε επίσημα ο πόλεμος. Οι περισσότεροι νεκροί του πολέμου ανήκαν σε διάφορες φυλές των γηγενων κατοίκων της χώρας, των Μάγιας. Περίπου 200.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στον μακροχρόνιο αυτό πόλεμο, σχεδόν όλοι ως αποτέλεσμα των εκδικητικών και ωμών δολοφονιών αμάχων από τον στρατό και παραστρατιωτικές ομάδες που συνεργάζονταν με τη κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πέντε σφαγές που έγιναν το 1982 εναντίον 444 γηγενών κατοίκων, οι οποίοι δολοφονήθηκαν επειδή αρνήθηκαν να μετεγκατασταθούν για να κατασκευαστεί στη περιοχή τους το φράγμα Τσισόι, σε ένα εγχείρημα που στήριξε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Γενικότερα, τόσο στη Γουατεμάλα, όπως και σε άλλες χώρες της περιοχής όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν αντιδραστικές δεξιές δυνάμεις, υπήρξε στήριξη και ανοχή σε τέτοιες ακρότητες από την Δύση. Χιλιάδες άνθρωποι, ακτιβιστές, και μη, κυρίως από την κοινότητα των γηγενών συνελήφθησαν και αγνοούνται έκτοτε οι τύχες τους για δεκαετίες. Οι Γουατεμαλτέκοι, ιδίως οι γηγενείς, ηγούνται των προσπαθειών για την παραπομπή των υπευθύνων και των συμμετεχόντων στις σφαγές των αμάχων στα δικαστήρια. Όμως συναντούν εμπόδια από διάφορες πολιτικές κατευθύνσεις. Αρκετά κομμάτια της τοπικής αστικής τάξης, έχουν προσπαθήσει να φέρουν νομοσχέδια με σκοπό την παραχώρηση αμνηστίας στους συμμετέχοντες στην διεξαγωγή των εγκλημάτων, κάτι που έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις. Το 2019 μάλιστα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γουατεμάλας έκρινε παράνομο ένα σχετικό νόμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Patrick Ball & Paul Kobrak & Herbert F. Spirer (1999), StateViolence in Guatemala 1960-1996: A Quantitative Reflection, hrdag.org, διαθέσιμο εδώ
- Case Studies Guatemala Historical Background, ictj.org, διαθέσιμο εδώ
- History of Guatemala, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Civil war years, britannica.com, διαθέσιμο εδώ