Της Δήμητρας Τσάνταλη,
Η τρομοκρατία στην Ελλάδα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, που συνδέονται άρρηκτα με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της χώρας από την εποχή των λήσταρχων έως τις πιο σύγχρονες οργανωμένες τρομοκρατικές ομάδες. Από τα ορεινά χωριά της Ελλάδας, όπου δρούσαν οι πρώτοι ληστές, μέχρι τις σύγχρονες ένοπλες οργανώσεις, η τρομοκρατία ακολούθησε διάφορες φάσεις, αντανακλώντας τις διαρκείς αναταράξεις που επικρατούσαν στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.
Η περίοδος των λήσταρχων, ιδιαίτερα μετά το 1830, αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην ιστορία της ελληνικής τρομοκρατίας. Οι ληστές αυτής της εποχής, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην αγωνιστές της επανάστασης και αγωνίστηκαν εναντίον των Οθωμανών, συνέχισαν τη δράση τους και στο ανεξάρτητο πλέον ελληνικό κράτος, με στόχο πλέον την προσωπική τους επιβίωση και την ενίσχυση της δύναμής τους. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του νεοσύστατου κρατικού μηχανισμού να επιβάλει την τάξη και από την ευρύτερη κοινωνική αστάθεια που επικρατούσε, γεγονός που επέτρεψε στους ληστές να δρουν με σχετική ελευθερία.
Ο Νταβέλης, ήταν ο πιο γνωστός λήσταρχος της εποχής και δραστηριοποιούνταν στην Αττική και τη Βοιωτία. Η ιστορία του πολύ σύντομα απέκτησε θρυλικές διαστάσεις και ξεκίνησαν να δημιουργούνται λαϊκοί μύθοι γύρω από το όνομα του. Την ίδια περίοδο και άλλοι διαβόητοι λήσταρχοι όπως ο Γιαγκούλας, ο Κακαράπης και ο Τσαμήτας έγραψαν τη δική τους ιστορία στην ελληνική επικράτεια. Η ληστεία λοιπόν, εκείνη την εποχή εξελίχθηκε σε οργανωμένο φαινόμενο που αποκαλούνταν «ληστοκρατία», οι ληστές συχνά λειτουργούσαν με την ανοχή ή την υποστήριξη πολιτικών παρατάξεων, εκμεταλλευόμενοι την ανεπάρκεια που επιδείκνυε το κράτος να ελέγξει την κατάσταση. Οι ληστείες και οι απαγωγές έγιναν καθημερινό φαινόμενο, με το αποκορύφωμα να είναι η σφαγή στο Δήλεσι το 1870, όπου ληστές απήγαγαν και εκτέλεσαν ξένους διπλωμάτες. Η περίοδος αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λοιπόν ως ο «προάγγελος» της τρομοκρατίας στην Ελλάδα από την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και μετά.

Η μετάβαση από τη ληστρική δράση σε πιο σύγχρονες μορφές τρομοκρατίας συνδέεται με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που ακολούθησαν, οι οποίες διαμορφώθηκαν από γεγονότα όπως η κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και η χούντα των συνταγματαρχών. Κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944) και της χούντας (1967-1974), και λόγω της καταπίεσης και της αδικίας που αισθανόταν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μια κουλτούρα αντίστασης και η ένοπλη δράση αιτιολογήθηκε από τις ίδιες τις οργανώσεις ως «αγώνας» και όχι ως τρομοκρατία.
Αυτή η κουλτούρα συνέχισε να επηρεάζει τη μετάβαση στην τρομοκρατία, καθώς μετά τον εμφύλιο (1946-1949) υπήρξαν έντονοι κοινωνικοί διχασμοί και αδικίες, οι οποίες πυροδότησαν τη ριζοσπαστικοποίηση νεότερων γενεών. Σε μια χώρα που είχε ήδη ανοιχτές πληγές από την περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου και στάθηκε ανίκανη να αποδώσει δικαιοσύνη ή να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και ενώ η παρέμβαση ξένων δυνάμεων κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου -ιδίως εξαιτίας των παρεμβάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ-, συνέχισε να ενισχύει την αίσθηση αδικίας και καταπίεσης των Ελλήνων. Οι πολιτικοί διωγμοί που δέχτηκαν όσοι ενστερνίζονταν φιλό- αριστερές πεποιθήσεις, αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο άρχισαν να «εκκολάπτονται» οι πυρήνες της τρομοκρατίας. Η σύλληψη της ιδέας της ένοπλης δράσης ως τρόπου αντίστασης, σε συνδυασμό με την αδυναμία του κράτους να εξαρθρώσει αποτελεσματικά τις τρομοκρατικές οργανώσεις λόγω της ανεπάρκειας των μηχανισμών ασφαλείας και των περιορισμένων μεθόδων έρευνας, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την «άνθιση» της τρομοκρατίας, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν οργανώσεις όπως η 17 Νοέμβρη και η ΕΛΑ.
Η πιο γνωστή από τις οργανώσεις, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής της εποχής, εκφράζοντας την αντίθεση τους προς το κράτος και τη διακυβέρνηση, ήταν η “17 Νοέμβρη”. Ωστόσο υπήρξαν και άλλες που χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία ως μέσο για να προωθήσουν τις πολιτικές τους αντιλήψεις όπως ο «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας» (ΕΛΑ). Το αποτέλεσμα της δημιουργίας τους ήταν η διαρκής ένταση και η συνεχής αμφισβήτηση του ορίου μεταξύ δικαιοσύνης και βίας.
Η οργάνωση της 17 Νοέμβρη ήταν η πιο γνωστή και ισχυρή τρομοκρατική οργάνωση που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα, ξεκινώντας την δράση της το 1975 με την δολοφονία Ρ. Γουέλς στο Παλαιό Ψυχικό και συνεχίζοντας με μια σειρά δολοφονιών πολιτικών προσώπων, αστυνομικών, χωροφυλάκων και επιχειρηματιών, ενώ προέβη και σε πολλές επιθέσεις εναντίον ξένων διπλωματών. Η οργάνωση επιθυμούσε την αποδυνάμωση του πολιτικού συστήματος, θεωρώντας ότι στο ίδιο είχε επέλθει η διαφθορά. Η ιδεολογία της συνδυαζόταν με τον αναρχισμό και τον αντιιμπεριαλισμό, ενώ οι πιο βασικές θέσεις της οργάνωσης ήταν η αντίσταση στην ελληνική εξουσία και στο καθεστώς της μεταπολίτευσης, καθώς και η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Τα μέσα που χρησιμοποίησε για να επιβάλει την πολυπόθητη δικαιοσύνη, ήταν ωστόσο παρακρατικά, ξεκινώντας από δολοφονίες και φτάνοντας μέχρι και σε βομβιστικές επιθέσεις.

Ο ΕΛΑ (Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας) από την άλλη, ήταν μια ελληνική τρομοκρατική οργάνωση που δραστηριοποιήθηκε από το 1975 έως το 1995, και χρησιμοποίησε την ένοπλη βία και την τρομοκρατία ως μέσο για να επιτύχει τους στόχους της. Αντίθετα με τη 17 Νοέμβρη, η οποία είχε πιο έντονο αντιδυτικό χαρακτήρα και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, το θεωρητικό πλαίσιο του ΕΛΑ επικεντρώθηκε περισσότερο στην κοινωνική αδικία και στην εγχώρια κοινωνικοπολιτική σαθρότητα του συστήματος και προέβη σε μια άκρως βίαιη μορφή παρακρατικής αντιπολίτευσης. Τα αιτήματα του συμπορεύονταν με τις γενικότερες θέσεις της ιδεολογίας της αριστεράς, με βασικότερη διεκδίκηση την ισότητα για τα λαϊκά στρώματα και στην αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης με βάση τις αξίες του σοσιαλισμού. Ωστόσο και σε αυτήν την περίπτωση- και παρά τις θεωρητικά προοδευτικές ιδεολογίες που προασπίζονταν- ο ΕΛΑ χρησιμοποίησε την ένοπλη βία και την τρομοκρατία για να επιτύχει τους στόχους του.
Μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων της εποχής, αρκετά μέλη γνώριζαν την ταυτότητα μελών της άλλης οργάνωσης και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργάστηκαν μεταξύ τους. Ωστόσο το ελαφρώς διαφοροποιημένο ιδεολογικό υπόβαθρο τους αποτέλεσε το εμπόδιο από πιο έντονη συνεργασία ή ενδεχομένως και από την ένωση τους.
Το ζήτημα της τρομοκρατίας στην Ελλάδα θέτει ανοιχτά ερωτήματα ηθικής και κοινωνικής φύσεως, ενώ η ανοχή και η ηρωοποίηση προσώπων και οργανώσεων που το όνομα τους συνδέθηκε με μια σειρά παρακρατικής δράσης και με αντί-ειρηνικούς τρόπους διαμαρτυρίας, θα έπρεπε να μας προβληματίζει ως κοινωνία. Είναι γεγονός ότι η τρομοκρατία, πράγματι, καταστρατηγεί τις βασικές δημοκρατικές αρχές και προκαλεί ρήξη στις σχέσεις μεταξύ του εκάστοτε κράτους και των πολιτών του, προκαλώντας φόβο και αμφίδρομη καχυποψία. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούν αμφισβητηθούν οι ευρύτερες συνέπειες της στην πολιτική, την κοινωνία και τις αξίες του κράτους δικαίου. Ωστόσο η ηθική διάσταση της τρομοκρατίας παραμένει αμφιλεγόμενη καθώς υπάρχει μια ανοιχτή, κοινωνική συζήτηση αναφορικά με το τι είναι θεμιτό και τι αθέμιτο όταν ένας λαός έρχεται αντιμέτωπος με έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, ο οποίος φαίνεται να κλείνει πεισματικά τα αυτιά του στις φωνές που απειλούν την διατήρηση του και ζητούν την επανεξέταση του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Law D. Randall (2020), «Τρομοκρατία: Μια παγκόσμια ιστορία», εκδ. Law D. Randall, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
- Γρίβας Κλεάνθης (2003), «Αντι- Φάκελος 17 Νοέμβρη – Η τρομοκρατία στην Ελλάδα: Κριτική στους Α. Παπαχελά και Τ. Τέλλογλου», εκδ. Κάκτος
- Μπόση Μαίρη (1996), «Ελλάδα και τρομοκρατία: Εθνικές και διεθνείς διαστάσεις», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας
- Νικόλαος Κ. Τασιόπουλος (2024), «Βοιωτία, Ληστές και λήσταρχοι 1848-1858», εκδ. HVNT εκδόσεις
- «Η ιστορία της 17Ν: Από την πρώτη δολοφονία στις 23 Δεκεμβρίου 1975 μέχρι την νύχτα του τέλους», ertnews.gr, διαθέσιμο εδώ