Της Ταξιαρχούλας Ματζουράνη,
Τα ένδικα βοηθήματα, που προβλέπονται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το προεδρικό διάταγμα 18/1989, αποτελούν νομικό μέσο δικαστικής προστασίας των ιδιωτών από τη δράση της Διοίκησης. Ασκώντας τα, οι πολίτες δύνανται να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις και να αιτηθούν τον έλεγχό τους για πρώτη φορά ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεν πρέπει να συγχέονται με τις διοικητικές προσφυγές του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι οποίες ασκούνται ενώπιον της Διοίκησης—δηλαδή της εκδούσας ή άλλης προβλεπόμενης διοικητικής αρχής—ούτε με τα ένδικα μέσα, τα οποία ασκούνται κατά δικαστικών αποφάσεων.
Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου, καθώς και οι εξουσίες του δικαστηρίου σχετικά με το διατακτικό της απόφασης, ποικίλουν ανάλογα με το είδος του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος. Έτσι, στην ακυρωτική δίκη, η οποία εκκινεί με την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εξετάζονται μόνο νομικά σφάλματα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Αντίθετα, στη δίκη της ουσίας, η οποία εκκινεί συνήθως με την άσκηση προσφυγής ουσίας (καθώς υπάρχουν και άλλα ένδικα βοηθήματα ουσίας), ελέγχονται τόσο νομικές πλημμέλειες όσο και ουσιαστικές.
Αντίστοιχα, το δικαστήριο στην ακυρωτική δίκη έχει την εξουσία είτε να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη πράξη είτε να απορρίψει την αίτηση. Στην ουσιαστική δίκη της προσφυγής, πέρα από τις εξουσίες του ακυρωτικού δικαστηρίου, μπορεί επίσης να τροποποιήσει την πράξη, εν όλω ή εν μέρει. Παρά τις διαφορές τους, βασικό χαρακτηριστικό για το οποίο πρέπει να ενημερώνεται σε κάθε περίπτωση ο ιδιώτης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του είναι κατά πόσο η άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος αναστέλλει, δηλαδή «παγώνει», αυτομάτως την εκτέλεση της πράξης έως ότου επέλθει η κρίση του δικαστηρίου. Με τον όρο εκτέλεση, εν προκειμένω, εννοείται η πραγμάτωση του περιεχομένου της διοικητικής πράξης και όχι η εκτέλεση κατά τον ΚΕΔΕ.

Αίτηση ακυρώσεως
Στο 3ο κεφάλαιο του π.δ. 18/1989 και συγκεκριμένα στο άρθρο 45 επ., δεν εντοπίζεται σαφής αναφορά περί αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου βοηθήματος. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ο αιτών δε μπορεί να προστατευθεί από την εκτελεστότητα της πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφο 1, προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατόπιν αίτησής του. Η αναστολή αυτή χορηγείται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, εάν πρόκειται για πράξη εκδοθείσα από δημόσια αρχή, είτε από το ανώτατο διοικητικό όργανο, εάν η πράξη εκδόθηκε από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Για τις αιτήσεις ακυρώσεως που θα κατατεθούν από τις 16-9-2024, έπειτα από αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 52 σύμφωνα με τον νόμο 5119/2024, η αίτηση αναστολής, στην περίπτωση πράξης εκδοθείσας από δημόσια αρχή, θα απευθύνεται και θα διατάσσεται μόνο από την ίδια την εκδούσα αρχή και όχι από τον προϊστάμενο Υπουργό.
Επιπλέον, ο αιτών δύναται να αιτηθεί τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης από την Επιτροπή Αναστολών, η οποία αποφαίνεται επί του αιτήματος με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52. Πρόκειται για τριμελή επιτροπή, συγκροτούμενη από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτιζόμενη από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο. Η επιτροπή αποφαίνεται σχετικά σε συμβούλιο, δηλαδή όχι σε συνθήκες δημοσιότητας, γεγονός που εγείρει προβληματισμό, καθώς προσκρούει στη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 93, παρ. 3, του Συντάγματος περί δημόσιας απαγγελίας των δικαστικών αποφάσεων.
Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών μπορεί να ζητήσει από την επιτροπή την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως, είτε μαζί με την αίτηση αναστολής είτε με αυτοτελές αίτημα σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε να κατοχυρωθεί έως ότου αποφανθεί η επιτροπή επί του αιτήματος αναστολής. Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση οφείλει, μόλις της κοινοποιηθεί η αίτηση αναστολής και το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής, να απέχει από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να ματαιώσει την κίνηση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.

Προσφυγή ουσίας:
Σύμφωνα με το άρθρο 69, παρ. 1, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά κανόνα, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η ίδια η άσκησή της, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διοικητικής πράξης, δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα και την εκτελεστότητά της. Ωστόσο, η παρ. 3 του ιδίου άρθρου παρέχει τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα να αιτηθεί προσωρινή δικαστική προστασία μέσω άσκησης αιτήσεως αναστολής, η οποία ρυθμίζεται στα άρθρα 200-205 του Κώδικα.
Η εν όλω ή εν μέρει χορήγηση της αναστολής ανήκει πάντως στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο, αφού ελέγξει τη συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων, αποφαίνεται με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση. Εξαίρεση στη δίκη της ουσίας αποτελεί η φορολογική προσφυγή, καθώς τόσο η προθεσμία για την άσκησή της όσο και η ίδια η άσκησή της αναστέλλουν εκ του νόμου την εκτέλεση της φορολογικής πράξης. Η πράξη αυτή αφορά τον καταλογισμό χρηματικών ποσών στον προσφεύγοντα από φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας (άρθρο 69, παρ. 2, Κ.Δ.Δ.).
Εντούτοις, από το συνδυασμό της παραπεμπτικής διάταξης της παραγράφου 3 και του εδαφίου β’ της παραγράφου 2 συνάγεται ότι, όπου ειδικές διατάξεις αποκλείουν την εκ του νόμου αναστολή εκτέλεσης μιας φορολογικής πράξης ή προβλέπουν την αναστολή της μόνο κατά ορισμένο ποσοστό, γίνεται δεκτή η άσκηση αιτήσεως αναστολής των άρθρων 200-205 Κ.Δ.Δ., εφόσον οι σχετικές διατάξεις ερμηνευθούν σύμφωνα με το Σύνταγμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018