Της Γεωργίας Παπαδοπούλου,
Όπως αναφέρθηκε και στο Α’ Μέρος, η δικαστική ψυχολογία αποτελεί κλάδο της ψυχολογίας ο οποίος συσχετίζει και εφαρμόζει τις αρχές της ψυχολογίας στο νομικό σύστημα. Ο δικαστικός ψυχολόγος καλείται με τη χρήση διαγνωστικών μεθόδων να διερευνήσει την αντιληπτική ικανότητα, την ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης μπορεί να επεκταθεί μεταξύ άλλων σε εξετάσεις για τη μνήμη, τη γλωσσική ικανότητα και τον δείκτη νοημοσύνης.
Μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο δικαστικός ψυχολόγος
Η διαγνωστική λειτουργία του ψυχολόγου διέρχεται από τρεις φάσεις της εξέτασης: την αιτιολογία (δηλαδή ανίχνευση της προέλευσης του προβλήματος), τη συμπτωματική (μορφή εμφάνισης) και ενδεχομένως την πρόγνωση (πρόβλεψη της ψυχικής κατάστασης του εξεταζόμενου σε επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας). Ο δικαστικός ψυχολόγος, έπειτα από τη μελέτη των στοιχείων του φακέλου ακολουθεί συγκεκριμένες τυποποιημένες μεθόδους που έχουν δοκιμαστεί στην πράξη. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο ψυχολόγος εκτός από την παρατήρηση της συμπεριφοράς του εξεταζόμενου προσώπου, περιλαμβάνουν τη συνέντευξη και τις ψυχομετρικές δοκιμασίες (tests).
Συνέντευξη
Η συνέντευξη με το εξεταζόμενο πρόσωπο δεν είναι μία απλή συζήτηση. Ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες, αποσκοπώντας στη διαπίστωση της ψυχικής κατάστασης του εξεταζόμενου σχετικά με τα ερωτήματα που έχουν τεθεί στον πραγματογνώμονα. Οι τύποι της συνέντευξης κατανέμονται σε ελεύθερη κλινική συνέντευξη με συγκεκριμένη στοχοθεσία, ελεύθερη συνέντευξη με καταλόγους ελέγχου ημιδομημένη συνέντευξη και τυποποιημένη. Η δομή και η εξέλιξη της συνέντευξης προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Με τη συναίνεση του εξεταζόμενου προσώπου, η συνέντευξη ηχογραφείται ή βιντεοσκοπείται. Έτσι, ο ψυχολόγος μπορεί να ανατρέξει σε μεταγενέστερο χρόνο και να παρατηρήσει συγκεκριμένες αντιδράσεις του εξεταζόμενου ή να κρατήσει αναλυτικές σημειώσεις, πέρα από τις αρχικές του εντυπώσεις.

Ψυχομετρικές δοκιμασίες (tests)
Στον χώρο της δικαστικής ψυχολογίας, για την εξασφάλιση ποσοτικά μετρήσιμων, διυποκειμενικά ελέγξιμων και συγκριτικά αξιόπιστων αποτελεσμάτων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ή και χωριστά από αυτήν, γίνεται χρήση των λεγομένων ψυχομετρικών δοκιμασιών. Οι ψυχομετρικές δοκιμασίες τυποποιούνται με τη μορφή ερωτηματολογίου, μέτρησης αντιδράσεων κ.λπ. που αποσκοπούν στην ανίχνευση συγκεκριμένων παραμέτρων της συμπεριφοράς ή της προσωπικότητας του εξεταζομένου. Δύναται να αναφέρονται μεταξύ άλλων στην νοημοσύνη του εξεταζομένου (IQ test), στις συναισθηματικές αντιδράσεις, στην ταχύτητα αντιλήψεις, στη μνήμη, στην έκφραση, το επίπεδο γνώσεων στη διάγνωση μετατραυματικής διαταραχής.
Το πιο διαδεδομένο και συχνά χρησιμοποιούμενο τεστ προσωπικότητας που αξιοποιείται και από τη δικαστική ψυχολογία, είναι η λεγόμενη Καταγραφή της Πολυφασικής Προσωπικότητας της Μινεσότα (MMPI). Στην αναθεωρημένη έκδοση του 2008 περιλαμβάνει 338 ερωτήσεις με χρόνο συμπλήρωσης που κυμαίνεται μεταξύ 30 και 50 λεπτών. Οι ερωτώμενοι πρέπει να απαντήσουν αν κάποιες προτάσεις είναι αληθής ή ψευδείς σε σχέση με τους ίδιους. Μέσω ενός περίπλοκου συστήματος βαθμολόγησης θεωρείται ότι αναδεικνύει διάφορα προβλήματα συμπεριφοράς (όπως κατάθλιψη, σχιζοφρένεια) ενώ περιλαμβάνει και κριτήρια με τα οποία διαγιγνώσκονται οι ψευδείς (μη ειλικρινείς) απαντήσεις με τις οποίες ο ερωτώμενος θέλει να εμφανιστεί «καλός» ή «κακός». Παρά τις έντονες αμφισβητήσεις για την αξιοπιστία του, το συγκεκριμένο τεστ εφαρμόζεται συχνά λόγω της μεγάλης έκτασης των ερωτήσεων και των λεπτομερειών που περιλαμβάνει, παρουσιάζοντας μία εικόνα πληρότητας.
Εκτός από τα παραδοσιακά ερωτηματολόγια, μπορεί να γίνεται χρήση οργάνων μέτρησης της αντίδρασης του εξεταζόμενου σε εξωτερικά ερεθίσματα (ήχους, εικόνες). Ακόμη, οι συναισθηματικές αντιδράσεις του προσώπου μπορεί να προκύπτουν από την αντίδραση του σε μία ακαθόριστη μουτζούρα ή μία φωτογραφία προσώπου, καθώς σχετικά πειράματα έχουν αποδείξει, ότι ανάλογα με την ψυχική κατάσταση του ασθενή ή την προσωπικότητα του, το υποκείμενο ερμηνεύει ένα πρόσωπο σε μία φωτογραφία ως ουδέτερο, φιλικό, επιθετικό, ή «βλέπει» σε μία αντικειμενικά ακαθόριστη μουτζούρα κάποιο χαρακτηριστικό (πχ έναν γκρεμό, ένα μαχαίρι, ή μια θάλασσα κ.λπ.).
Οι άνωθεν τυποποιημένες διαδικασίες εμφανίζουν αρκετά πλεονεκτήματα στον ψυχολόγο και στο δικαστήριο. Με την τυποποίηση και την επανάληψη τους προσφέρουν τη δυνατότητα δημιουργίας μίας μεγάλης βάσης δεδομένων που επιτρέπει την διαμόρφωση μέσον όρων και την αντίστοιχη κατάταξη του εξεταζόμενου προσώπου στην σχετική κλίμακα. Επιπρόσθετα, η τυποποίηση των δοκιμασιών (τεστ) προσδίδει μεγαλύτερο βαθμό αξιοπιστίας των πορισμάτων του ψυχολόγου και μέσω της ποσοτικοποίησης-παραμετροποίησης μειώνεται το υποκειμενικό στοιχείο και οι προκαταλήψεις της θεωρητικής αφετηρίας του.

Ανιχνευτής και ορός αλήθειας
Εν αντιθέσει με τις ψυχομετρικές δοκιμασίες που είναι συμβατές με το δικονομικό μας σύστημα, απαγορεύεται τόσο η χρήση του ανιχνευτή αλήθειας όσο και του ορού της αλήθειας.
Ειδικότερα, ο λεγόμενος ανιχνευτής αλήθειας ή ανιχνευτής ψεύδους (lie detector) ή πολύγραφος (polygraph), συνιστά μέθοδο μέτρησης διαφόρων λειτουργιών του σώματος (καρδιακοί παλμοί, θερμοκρασία σώματος, εφίδρωση, αναπνοή, κινήσεις οφθαλμών, εγκεφαλικές λειτουργίες κ.λ.π) κατά τη διαδικασία απαντήσεων σε ερωτήσεις που τίθενται στον εξεταζόμενο. Η μέθοδος χωρίζει τις ερωτήσεις σε ερωτήσεις με γνωστές απαντήσεις και ερωτήσεις που δε γνωρίζουμε την αληθή απάντηση.
Η καταγραφή των σωματικών αντιδράσεων του ερωτώμενου σε ερωτήσεις που απάντα ειλικρινά (π.χ. όνομα, ηλικία, επάγγελμα, ονόματα γονέων, κατοικία κ.λπ.) μας επιτρέπει να αντιπαραβάλουμε τις τιμές αυτές με τις αντίστοιχες τιμές σε ερωτήσεις που δε γνωρίζουμε την ορθή απάντηση, λόγω του ότι όταν το υποκείμενο ψεύδεται διαπιστώνονται αποκλίσεις από τις φυσιολογικές τιμές. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιεί το άτομο ως εργαλείο αναζήτησης αλήθειας και θεωρείται από την ελληνική νομοθεσία προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 137 Α παρ. 4 ΠΚ).
Ο ορός της αλήθειας είναι ένας γενικός ορός που χρησιμοποιείται και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις τεχνικές χρήσης φαρμακευτικών, ναρκωτικών ή χημικών ουσιών που επιδρούν στην βούληση του προσώπου, αδυνατούν τις αντιστάσεις του και επιτρέπουν σε τρίτο πρόσωπο να αποσπάσει απαντήσεις χωρίς την ελεύθερη βούληση του εξεταζόμενου. Τέτοιες τεχνικές χαρακτηρίζονται από την ελληνική νομοθεσία (άρθρο 137 Α παρ. 6) ως βασανιστήρια και τιμωρούνται με κάθειρξη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δ. Κιούπης(2022), Δικαστική Ψυχολογία & Ψυχιατρική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη