Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Ο πόλεμος αποτελεί μία από τις πιο ακραίες καταστάσεις που μπορεί να βιώσει μία κοινωνία, θέτοντας σε δοκιμασία όχι μόνο τις νομικές ρυθμίσεις αλλά και τις ηθικές αξίες που διέπουν τον πολιτισμό. Ο όρος «έγκλημα πολέμου» αναφέρεται σε οποιαδήποτε παραβίαση των διεθνών νόμων, συνθηκών και συμβάσεων που διαπράττεται κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων. Το αρμόδιο όργανο για τη δίωξη κι εκδίκαση τέτοιων εγκλημάτων είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επιπλέον, η έννοια του εγκλήματος πολέμου είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς συνιστά μορφή καταπάτησής τους σε περιόδους πολέμου. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν κάθε άτομο αποκλειστικά και μόνο λόγω της ανθρώπινης ιδιότητάς τους. Ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα πρέπει να ισχύει και να προστατεύεται ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής κάποιου. Όταν, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, παραβιάζονται τα δικαιώματα ενός πληθυσμού, τότε διαπράττονται εγκλήματα πολέμου. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν οικουμενική ισχύ και κατοχυρώνουν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Έχουν διαμορφώσει το διεθνές δίκαιο, έχουν επηρεάσει τα εθνικά συντάγματα, τις κρατικές πολιτικές και τη δράση μη κυβερνητικών οργανισμών, ενώ αποτελούν βασικό θεμέλιο της παγκόσμιας δημόσιας τάξης.
Ως εγκλήματα πολέμου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι δολοφονίες αμάχων, τα βασανιστήρια, οι εκτοπίσεις και η καταστροφή μη στρατιωτικών υποδομών. Οι δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια διεθνούς λογοδοσίας, ενώ οι Συμβάσεις της Γενεύης (1949) καθόρισαν το νομικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων πολέμου. Μετά τις θηριωδίες στη Ρουάντα και τη Γιουγκοσλαβία, δημιουργήθηκαν ad hoc δικαστήρια, οδηγώντας στη σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (2002), με έδρα τη Χάγη, το οποίο δικάζει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ανεξαρτήτως αξιώματος.

Δικαιώματα κατά τη διάρκεια του πολέμου
Τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται κατά τη διάρκεια του πολέμου απορρέουν από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ), το οποίο αποτυπώνεται στις Συνθήκες της Γενεύης (1949) και στα Πρόσθετα Πρωτόκολλα (1977). Το “jus in bello”, δηλαδή οι κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, απαιτεί την προστασία των αμάχων, των τραυματιών και των αιχμαλώτων πολέμου. Η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης μεταξύ αμάχων και μαχητών απαγορεύει τις επιθέσεις εναντίον μη στρατιωτικών στόχων και επιβάλλει τη λήψη προληπτικών μέτρων για την αποφυγή παράπλευρων απωλειών. Οι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να τυγχάνουν μεταχείρισης σύμφωνης με τις διατάξεις της Τρίτης Σύμβασης της Γενεύης, η οποία προβλέπει αξιοπρεπή διαβίωση, ιατρική περίθαλψη και προστασία από βασανιστήρια ή εξευτελιστική μεταχείριση. Επίσης, η Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης προστατεύει τον άμαχο πληθυσμό σε κατεχόμενα εδάφη, απαγορεύοντας τη συλλογική τιμωρία, τον εκτοπισμό και τις επιθέσεις κατά μη στρατιωτικών υποδομών. Η πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των πληγέντων πληθυσμών, σύμφωνα με το Άρθρο 23 της Σύμβασης αυτής, το οποίο καθορίζει τη δυνατότητα αποστολής τροφίμων, φαρμάκων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης.
Υποχρεώσεις κι ηθικές αξίες στον πόλεμο
Οι υποχρεώσεις των εμπλεκομένων μερών απορρέουν από τις ίδιες νομικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα, επιβάλλοντας αυστηρούς περιορισμούς στη χρήση βίας και στη μεταχείριση τόσο των μαχητών όσο και των αμάχων. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) και τα Ειδικά Δικαστήρια για Εγκλήματα Πολέμου, όπως αυτά της Ρουάντα και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έχουν αναδείξει τη σημασία της τήρησης αυτών των υποχρεώσεων, καταδικάζοντας στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες για παραβιάσεις του “jus in bello”. Η απαγόρευση εγκλημάτων πολέμου, όπως η εσκεμμένη στόχευση αμάχων, η χρησιμοποίηση απαγορευμένων όπλων και η καταναγκαστική εκτόπιση πληθυσμών, κατοχυρώνεται στο Καταστατικό της Ρώμης του ΔΠΔ. Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί η στρατιωτική δράση να μην προκαλεί υπερβολικές απώλειες σε σχέση με το επιδιωκόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Η αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας επιτρέπει τη χρήση βίας μόνο στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την επίτευξη στρατιωτικών στόχων, ενώ η αρχή της πρόληψης επιβάλλει τη λήψη μέτρων, ώστε να αποφεύγονται περιττές καταστροφές. Παράλληλα, οι στρατιωτικές δυνάμεις έχουν ηθική υποχρέωση να επιδιώκουν την ειρηνική διευθέτηση των συγκρούσεων, όπως προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος τονίζει τη σημασία των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας ως μέσα επίλυσης διαφορών.

Συμπερασματικά, αντιλαμβανόμαστε πως η διεθνής κοινότητα έχει θέσει ένα σαφές πλαίσιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον πόλεμο, διασφαλίζοντας ότι ακόμα και σε συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης δεν επικρατεί η απόλυτη αυθαιρεσία. Παρά τις διαρκείς προκλήσεις στην εφαρμογή των κανόνων αυτών, η προσήλωση στις νομικές και ηθικές υποχρεώσεις αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης. Η ευθύνη για την τήρηση αυτών των αρχών ανήκει τόσο στα κράτη όσο και στις διεθνείς οργανώσεις, αλλά και στους ίδιους τους μαχητές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πολύκαρπος Αδαμίδης, Το Δίκαιο του Πολέμου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022