Του Σταύρου Πραβή,
Ιστορικό Πλαίσιο
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ήδη ξεκινήσει από τον 15ο αιώνα τον σταδιακό εποικισμό ποικίλων περιοχών σε ολόκληρη την υφήλιο. Ο υπόλοιπος πλανήτης «έβλεπε κατάματα» πλέον την έπαρση των ευρωπαίων με κύριο στόχο την επέκταση, την ιμπεριαλιστική ιδέα, την εγκαθίδρυση τους στην κυριαρχία του διεθνούς εμπορίου και κατά επέκταση την αναγκαστική προσαρμογή του υπόλοιπου κόσμου στο δυτικό-ευρωπαϊκό πρότυπο. Ο «εκσυγχρονισμός» ήταν πλέον αναπόφευκτος, είτε αυτός ήταν βίαιος ή αποδεκτός. Η μεγαλύτερη εξαίρεση επί του θέματος, ούσα μοναδική περίπτωση, ήταν η Ινδία, η οποία ήταν μοιραίο να δεχθεί την πιο αξιοσημείωτη περίπτωση του ιμπεριαλισμού στη σύγχρονη ιστορία.
Ο ινδικός χώρος
Η υποήπειρος της Ινδίας κατακτήθηκε ίσως νωρίτερα και πληρέστερα από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Αφρο-Ασίας, όμως η κατάκτηση της αποτέλεσε μεγάλο ρίσκο και υψηλό κόστος στη διακυβέρνηση της για τους Βρετανούς, ρίσκο το οποίο ήταν πρόθυμοι και ικανοί να αναλάβουν. Τα κίνητρα τους κοιτούσαν το τεράστιο οικονομικό συμφέρον και την πλήρη εκμετάλλευση του εμπορίου, του οπίου, των μπαχαρικών και βοτάνων, του βαμβακιού, ενώ ο δρόμος και μια μελλοντική προσάρτηση του μεγάλου αυτού χώρου θα αποτελούσε «πάτημα» για τους Βρετανούς στα ανατολικά. Εργαλείο των Βρετανών σε αυτή την αποικιοκρατία υπήρξε η Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, ως ένας ανεξάρτητος «φορέας εμπορίου», ανταλλαγών, προσφοράς θέσεων εργασίας και ευκαιριών, ως ένας απόλυτα δελεαστικός παράγοντας για τους «ντόπιους» πληθυσμούς.

Η Εταιρεία, βέβαια, ως «αντιπάλους» είχε την μεγάλη Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας ή αλλιώς, των Μουγκάλ, αλλά και την Αυτοκρατορία των Μαράτα μαζί με άλλες μικρότερες ινδικές κρατικές οντότητες, οντότητες των οποίων ο εθνικός κορμός υπήρξε πενιχρός, ενώ από το κρατικό σύστημα των κρατών του ινδικού χώρου έλλειπαν σημαντικοί «προστάτες» των πληθυσμών όπως μια δυνατή γραφειοκρατία ή υπηρεσίες πρόνοιας. Αντίπαλοι της Εταιρείας, ή μερικές φορές και σύμμαχοι, ήταν οι άλλες αντίστοιχες εταιρείες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, όπως η Γαλλική, η Ολλανδική και η Πορτογαλική. Η Αγγλική εταιρεία είχε ήδη φτάσει στον νότιο χώρο της υποηπείρου το 1608 με μια πρώιμη εμπορική δραστηριότητα, ενώ σταδιακά η βρετανική εξουσία εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στον κάτω Γάγγη.
Η επεκτατική έπαρση
Γύρω στο 1700 είχε ήδη ιδρύσει την δική της στρατιωτική δύναμη χωρισμένη σε «Στρατούς των Προεδριών», ειδικότερα, χωρίζονταν σε τρεις περιοχές. Στον «Στρατό της Προεδρίας» της Βεγγάλης, της Μάδρας, και της Βομβάης. Αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της βρετανικής αποικιακής εξουσίας στην Ινδία, και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επέκταση, και την διατήρηση της περιοχής υπό βρετανικό έλεγχο μαζί με το «Ναυτικό της Βομβάης». Η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ, οι κυρίαρχοι της βόρειας και κεντρικής Ινδίας, αδρανοποιήθηκαν από μια εισβολή βαθιά στην ινδική ενδοχώρα από τα δυτικά, με επικεφαλής πρώτα τον Ιρανό «Ναντίρ Σαχ» και στην συνέχεια τον Αφγανό επίγονο του, τον «Αχμάντ Σαχ Ντουρανί», το 1739. Στο μεταξύ, πλεονεκτικά για την Εταιρεία, οι παραθαλάσσιες περιφέρειες, όπως εκείνη της Βεγγάλης, ούσα μια δυναμική κλωστοϋφαντουργική οικονομία, είχαν γίνει όλο και πιο εξαρτημένες στο εξωτερικό θαλάσσιο εμπόριο, γεγονός που η Εταιρεία έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Πολλά ήταν τα πλεονεκτήματα που κατείχε πλέον η Εταιρεία στην ινδική υποήπειρο, και πέραν από την εξασθένηση των αντιπάλων τους, στρατιωτική ή οικονομική, πλεονέκτημα στην αποικιοκρατία της κέρδισε και κατά τον Επταετή Πόλεμο (1756-63).
Δεδομένης της αντιπαλότητας της Αγγλίας και της Γαλλίας σε πολλαπλά μέτωπα στην υφήλιο κατά την διάρκεια του πολέμου, η νίκη των Βρετανών στην Μάχη του Πλασέι έναντι των Γάλλων, της Βεγγάλης και της Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, συνέβαλε στην ραγδαία επέκταση τους στις γύρω περιοχές. Ειδικότερα, η Αγγλική Εταιρεία, εκδίωξε τον «Ναουάμπ» Συράτζ Ουντ-Ντάουλα, τον διοικητή στο πλευρό των Γάλλων, και εγκατέστησε έναν κυβερνήτη-υποχείριο. Κατά επέκταση, σύντομα διαπίστωσε πως η παλαιά αυτοκρατορική εξουσία των Μουγκάλ είχε καταρρεύσει. Έως τις αρχές του 19ου αιώνα, η Εταιρεία επέκτεινε τον έλεγχο της έως τον άνω Γάγγη, κατέλαβε το Δελχί και μετέτρεψε τους Μουγκάλ σε δυναστεία-υποχείριο το 1803. Η εδαφική επέκταση πλέον ήταν φανερή, και δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσε να σταματήσει την βρετανική υπεροχή στον ινδικό χώρο, πόσο μάλλον να αντισταθεί σε κάτι πιο δελεαστικό, κάτι βιώσιμο. Το κλειδί του εποικισμού της Ινδίας από την Εταιρεία βρίσκεται αλλού.
Οικονομική Διείσδυση
Οι «αναγκαίες» στρατιωτικές επεμβάσεις των Βρετανών με τα μεγάλα ινδικά κράτη, έπαιξαν μεν έναν μεγάλο ρόλο στην αποδυνάμωση των τελευταίων, πόσο μάλλον η σωστή διαχείριση των συγκυριών, αλλά το στοιχείο στο οποίο βασίζεται αυτός ο εποικισμός, περιφέρεται γύρω από την ίδια την δεκτικότητα των Ινδών, θα έλεγε κανείς. Η Εταιρεία κατείχε ένα μεγάλο εύρος τοπικών υπηρετών τους οποίους διατηρούσε υπό τον έλεγχο της μέσω των αμοιβών και με νέες θέσεις εργασίας. Επομένως, οι γηγενείς πληθυσμοί είχαν πολλές φορές κοινά συμφέροντα με την εταιρεία, τα οποία φυσικά δεν μπορούσαν να αρνηθούν, χωρίς να έχουν διανοηθεί την απειλή προς την ολοκληρωτική ύπαρξη των κρατικών οντοτήτων τους.

Η δεκτικότητα των Ινδών, προκάλεσε την οικονομική διείσδυση της Εταιρείας στον ινδικό χώρο, καθώς επίσης υπήρχε μεγάλη προσβασιμότητα στα οικονομικά τους μέσα, γεγονός το οποίο εμβάθυνε η συντριβή κάθε ηγεμόνα που απειλούσε τα συμφέροντα της, όπως το Βασίλειο του Μαϊσώρ το 1799, την Ομοσπονδία των Μαράτα το 1818, και την Αυτοκρατορία Σιχ το 1849. Αυτήν την «υπό αμφίεση» αποικιοκρατία, ώθησαν τρία πλεονεκτήματα, τα οποία θα αναλυθούν εκτενέστερα. Κυρίως βασίζονται στην ευκολία των ευρωπαίων να συγκεντρώσουν σχέσεις που αφορούσαν την Ινδία και να έχουν μια μεγάλη εμπορική σχέση και δραστηριότητα. Οι Ινδοί τραπεζίτες απολάμβαναν την μεγαλύτερη ελευθερία οικονομικών κινήσεων, σε σύγκριση με τον έλεγχο των ηγεμόνων τους. Τα κράτη τους ήταν εμπορικά και ανοιχτά για νέες συνεργασίες, και όχι εχθρικά και γραφειοκρατικά υπό έναν «μακρινό αυτοκράτορα». Οι Βρετανοί μπορούσαν με ευκολία να συνεργαστούν με δυσαρεστημένους υπηκόους. Υπήρχε έλλειψη οργανωμένης δύναμης, η οποία βοήθησε τους Βρετανούς στην αξιοποίηση τοπικών ανδρών για δικό τους συμφέρον. Αυτοί οι παράγοντες εμβάθυναν περισσότερα πλεονεκτήματα.
Το πρώτο ήταν η σύνδεση της Ινδίας με ένα πιστωτικό σύστημα, που μετατόπισε τις ισορροπίες στην υποήπειρο. Οι Βρετανοί συνδύασαν τα εμπορικά τους κέρδη με τις οικονομικές ανάγκες και υπηρεσίες των Ινδών τραπεζιτών. Το δεύτερο ήταν το ξεκίνημα ενός ενιαίου φορολογικού συστήματος, για την χρηματοδότηση νέων πολέμων, επρόκειτο δηλαδή για μια «ανατροφοδοτούμενη αποικιοκρατία». Το τρίτο ήταν φυσικά η εύκολη στρατολόγηση Ινδών μισθοφόρων καθώς στην πεδινή Ινδία υπήρχε ήδη το ανθρώπινο δυναμικό.
Η Εταιρεία ήταν πλέον μια ινδική «κρατική» δύναμη, ανταγωνιζόμενη με ινδικούς όρους άλλους αντιπάλους, έχοντας προσαρμοστεί εντελώς στον χώρο. Η εμπορική ελίτ των Παρσών ήταν φυσικοί συνεργάτες της Εταιρείας, ενώ σύντομα αναδύθηκε στη Βεγγάλη ινδουιστική ελίτ των Μποντρολόκ, που προμήθευε την Εταιρεία με μορφωμένους συνεργάτες από τους οποίους εξαρτιόταν η εξουσία της, το Ρατζ. Δημιουργήθηκε λοιπόν, μια «αγγλό-ινδική» «πολιτεία».
Ινδική ανταρσία
Μέχρι το 1856, οι Βρετανοί είχαν κατακτήσει την Σινδ και το Πατζάμπ και προσάρτησαν το Αουάντ, ενώ φαίνονταν έτοιμοι να αναλάβουν τον άμεσο έλεγχο κάθε περιοχής της Ινδίας, μια ανταρσία επρόκειτο να ξεσπάσει το 1857 στον βορειοκεντρικό χώρο της Ινδίας, σε πόλεις όπως Δελχί, Λάνκαου, Μίρατ, Άγκρα, και Κανπούρ. Μέσω της συνωμοσίας μεταξύ Ινδών αξιωματικών στον στρατό της Βεγγάλης, και την κινητοποίηση των Σεπόι, την εξέγερση αυτή προκάλεσε η υψηλή φορολογία, η κακή ποιότητα λευκών αξιωματικών, οι χαμηλοί μισθοί και οι θέσεις εργασίας. Άλλος ένας «κινητήριος μοχλός» ήταν και ο θρησκευτικός ισλαμικός φανατισμός, από αντιδραστικούς στην χρήση πυρομαχικών που ήταν μιασμένα με ζωικό λίπος, κάτι το οποίο απεχθάνονταν, αλλά και από το γόητρο της αναβίωσης των παλαιών αυτοκρατοριών των Μουγκάλ και Μαράτα. Έπειτα από μια δαπανηρή επανακατάκτηση, η εξέγερση κατεστάλη. Στάλθηκαν εβδομήντα χιλίαδες άνδρες στον ινδικό χώρο, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση, ενώ αντικαταστάθηκαν οι ινδοί αξιωματικοί. Δημιουργήθηκε μια δυσπιστία για την Εταιρεία και χάθηκε η εμπιστοσύνη του βρετανικού κράτους, το οποίο διέλυσε την εταιρεία και οριοθέτησε την Ινδία ως αποικία υπό την πλήρη εξουσία του «στέμματος», το 1858.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Baudel Fernand (2010), Η γραμματική των πολιτισμών (μτφρ. Άρης Αλεξάκης), Αθήνα: ΜΙΕΤ
- John Darwin (2021), Μετά τον Ταμερλάνο: Η άνοδος και η πτώση των παγκόσμιων αυτοκρατοριών 1400-2000 Εκδόσεις Πατάκη
- Stern Philip J. (2011), The Company-State: Corporate Sovereignty and the Early Modern Foundations of the British Empire in India, Oxford University Press