Του Παναγιώτη Πάλλη,
Στο προηγούμενο άρθρο, το οποίο αφορούσε τις βιολογικές και κοινωνικές μεταβάσεις των ανθρώπων της πρώιμης νεότερης δυτικής κοινωνίας, ανέφερα στον επίλογο την συλλογική «ταυτότητα» των τελετουργιών, οι οποίες, όχι μόνο έφερναν τους «συμβαλλόμενους» πιο κοντά, αλλά τους επέτρεπαν να «αντισταθούν» έστω και ιδεατά, απέναντι στο κοινωνικό καθεστώς. Η τελετουργία που επέτρεπε αυτήν την «κοινωνική επανάσταση» ήταν το γνωστό σε όλους «Καρναβάλι».

Η λέξη «Καρναβάλι» προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις “carne” (κρέας) και “levare” (ρ. αφαιρώ/παίρνω). Καρναβάλι συνεπώς σημαίνει, κατά λέξη, η αποχή από το κρέας και η αρχή της νηστείας [ελλ. «Αποκριά» (από + κρέας)]. Το καρναβάλι, ως τελετή, είναι η τελευταία έξαρση του σώματος στις σαρκικές του απολαύσεις. Οι απολαύσεις αυτές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την τροφή, το σεξ, τις ορμές και γενικότερα την πλήρη ικανοποίηση στομάχου και γεννητικών οργάνων. Κατά τη διάρκεια αυτών των καρναβαλικών «εξάρσεων» συνηθισμένα ήταν το κρέας, τα γλυκά και η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ. Οι εορτάζοντες «συνδαιτημόνες» έτρωγαν και έπιναν με λύσσα, ως μια τελευταία «σωματική» και «στομαχική» επανάσταση απέναντι στην επικείμενη περίοδο εγκράτειας.
Οι μέρες του Καρναβαλιού έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να είναι σεξουαλικά ελεύθεροι επιτρέποντάς τους να κάνουν όσο σεξ ήθελαν, αλλά και να «αναπαράγουν» φαλλικά σύμβολα και σεξουαλική εικονογραφία στα φαγητά τους. Για παράδειγμα, τα φαγητά τα οποία κατανάλωναν ήταν (εκ των πολλών άλλων) λουκάνικα και σαλάμια ούτως ώστε να δίνεται η δυνατότητα παρομοίωσής τους με το ανδρικό μόριο. Σεξουαλική ελευθερία συναντάμε και στο ζέψιμο γυναικών, στους αγώνες δρόμου πορνών αλλά και στα δημόσια όργια που λάμβαναν χώρα. Τέλος, πολλοί άνδρες μασκαρεύονταν ως γυναίκες ή νύφες.
Ένα λαϊκό παιχνίδι ανάμεσα στους συμβαλλόμενους είναι η «Μάχη μεταξύ του Καρνάβαλου και της Σαρακοστής». Ο Καρνάβαλος, ένας χοντρός άνδρας, εμφανίζεται να κάθεται σε ένα βαρέλι κρασιού ή μπίρας, να τρώει κρέατα και σαλάμια και να ξιφομαχεί, με μια πιρούνα μπάρμπεκιου, με την Σαρακοστή· μια γυναίκα αδύνατη, καθωσπρέπει, καθισμένη σε καρέκλα, η οποία φαίνεται να τρώει ψάρι ή κάτι το οποίο δήλωνε την λιτότητά της. Η απεικόνιση αυτή των δύο «ρόλων» είναι ουσιαστικά η απεικόνιση των φτωχών πληβείων (Καρνάβαλος) και της κομιλφό και αριστοκρατικής ελίτ (Σαρακοστή). Το παιχνίδι αυτό παρουσίαζε με θεατρικό τρόπο την «πάλη των τάξεων» ανάμεσα στους «χυδαίους», «απείθαρχους», «ανήθικους» και «απαίδευτους» μεροκαματιάρηδες των κατώτερων τάξεων και στους «έντιμους», «πεπαιδευμένους», «πειθαρχημένους» αριστοκράτες.
Η καρναβαλική περίοδος λοιπόν είναι μια περίοδος κατά την οποία η κοινωνική διαστρωμάτωση όχι μόνο «ξεφεύγει» ηθικά αλλά αλλάζει και «ταξικά»· οι άνθρωποι βρίσκονται σε έναν αντεστραμμένο κόσμο. Στις πορείες, στις διαδηλώσεις, στα θέατρα και γενικότερα στις μαζώξεις ανθρώπων κατά την καρναβαλική περίοδο, κοινός παρονομαστής όλων ήταν η αναποδογυρισμένη κοινωνία. Αντιστρέφονταν πλέον οι ιεραρχικές, ταξικές και ηθικές αξίες και (μέσω αμφιέσεων και παιχνιδιών ρόλων) οι χωρικοί γίνονταν βασιλιάδες, οι τεχνίτες επίσκοποι, οι υπηρέτες βοηθούσαν οικονομικά τους αφέντες τους και οι φτωχοί ελεούσαν τους πλούσιους. Αυτό που συνέβαινε δηλαδή αυτήν την περίοδο, ήταν πως οι φτωχοί αποκτούσαν φωνή και είχαν λόγο για την ζωή τους, και την κοινωνία ευρύτερα, προκαλώντας φόβο και αμηχανία στους πλούσιους και την εξουσία. Ο αντεστραμμένος αυτός κόσμος απεικονίζεται και με ένα σχετικό σκίτσο το οποίο δείχνει ένα ανδρικό σώμα, του οποίου τα πόδια έχουν ανέβει στη θέση των χεριών και τα χέρια έχουν κατέβει στα πόδια. Εξού και η φράση «σηκώθηκαν τα πόδια να βαρέσουν το κεφάλι».

Τα Καρναβάλια διέφεραν από τις τοπικές κοινωνικοπολιτικές, πολιτισμικές και οικονομικές πραγματικότητες της εποχής. Το χριστιανικό Καρναβάλι ήταν το αντίστοιχο εορταστικό ιουδαϊκό Purim, και σε μέρη όπου συνυπήρχαν Χριστιανοί και Εβραίοι (λ.χ. Ισπανία) οι δύο εορτασμοί αλληλοεπηρεάζονταν ως προς το περιεχόμενό τους. Το Καρναβάλι ήταν δημοφιλέστερο στην νότια Ευρώπη, όπου, λόγω του θερμότερου καιρού, ήταν πιο εύκολη η διεξαγωγή εξωτερικών εορτών· ωστόσο συναντάμε αντίστοιχα καρναβάλια και σε βορειότερα και ψυχρότερα κράτη (όπως η Σκωτία) κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Παρ ’όλη τη μεγάλη ποικιλομορφία των καρναβαλικών εκδηλώσεων, είναι δυνατό να κωδικοποιηθούν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη θεματολογία τους, όπως επιθανάτιες ή και κάποιες αγροτικές τελετές, παρά την συχνότερη εμφάνιση των καρναβαλιών στις πόλεις. Το διασημότερο ευρωπαϊκό Καρναβάλι ήταν αυτό της Βενετίας, το οποίο κατέστη πόλος έλξης ξένων επισκεπτών στη διάρκεια του 17ου αιώνα.
Τo καρναβάλι της Βενετίας
Kεντρική εκδήλωση των καρναβαλικών εορτασμών στη Βενετία, ήταν το τελετουργικό κυνήγι και η σφαγή δώδεκα γουρουνιών και ενός ταύρου στη μικρή πλατεία που γειτόνευε με το παλάτι των Δόγηδων. Σφαγές ζώων συναντώνται και αλλού, δεν είναι πρωτοποριακή κίνηση της Γαληνότατης, ωστόσο στη Βενετία το έθιμο προσλάμβανε μια διάσταση απονομής δικαιοσύνης. Πριν τη σφαγή, τα ζώα έπρεπε να περάσουν από ένα είδος «δίκης» (θεατρική αναπαράσταση). Μετά την καταδίκη τους, τα ζώα ελευθερώνονταν στην πόλη και δώδεκα «σφαγείς» τα κυνηγούσαν, με στόχο να τα πιάσουν και να τα αποκεφαλίσουν. Από το καρναβαλίστικο αυτό έθιμο αποστασιοποιούνταν οι ελίτ, οι οποίοι κατέκριναν την σφαγή των ζώων αυτών, δημιουργούσαν ένα κύμα εχθρότητας απέναντι στην «τελετή» και επεδίωκαν συχνά την πλήρη κατάργησή της. Ωστόσο, λόγω της δημοτικότητας που είχε συγκεντρώσει, κάθε απόπειρα εξάλειψης ήταν ξεκάθαρα αδύνατη, με αποτέλεσμα τον συμβιβασμό της ελίτ.

Εκτός φυσικά, από τις σφαγές των ζώων, πυροτεχνήματα, ριψοκίνδυνες ακροβατικές επιδείξεις, κυνήγια ταύρων και χοροί γέμιζαν τους δρόμους, τα κανάλια και τις πλατείες της πόλης. Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι νεανικές λέσχες της βενετικής αριστοκρατίας παρουσίαζαν θεατρικές παραστάσεις βασισμένες σε κωμωδίες και σάτιρες της εποχής, όπου πρωταγωνιστούσαν (συνήθως) χαρακτήρες χωρικών, διεκτραγωδώντας το υποβαθμισμένο βιοτικό επίπεδο των αγροτών, ειρωνευόμενοι τον τρόπο ζωής και την υπεροψία της αριστοκρατικής ελίτ. Η στηλίτευση της ζωής των ελίτ αποτελούσε μέρος της «αντισυστημικής» καρναβαλιστικής ιδεολογίας, προωθώντας την ιδέα του αντεστραμμένου κόσμου. Δεν άργησε να αποτελέσει «αγκάθι» στις ανώτερες τάξεις και έτσι επικρίθηκε και καταργήθηκε.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα, το βενετσιάνικο Καρναβάλι είχε καταστεί πανευρωπαϊκός πόλος έλξης, πλημμυρίζοντας τη Βενετία με πλήθη ξένων επισκεπτών. Ήταν αυτό το φαντασμαγορικό περιβάλλον που γέννησε την όπερα, αυτό το ιδιότυπο μείγμα θεάτρου, μουσικής και μπαλέτου. Στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα τουλάχιστον 1,632 όπερες παίχθηκαν στη Βενετία. Παρά την «λατρεία» που δέχθηκε το καρναβάλι συνολικά από όλο τον Ευρωπαϊκό κόσμο, δεν σταμάτησε πότε να αποτελεί ένα μέσο έκφρασης και «αντίστασης» των κατώτερων στρωμάτων της Γαληνότατης Δημοκρατίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Jean-Louis Flandrin (1979), Families in Former Times: Kinship, Household and Sexuality, εκδ. Cambridge University Press
- Mikhail Bakhtin (1984), Rabelais and his World, εκδ.University Press
- Victor Turner (1969), The Ritual Process: Structure and Anti-Structure, εκδ. Aldine
-
The ritual year, early-moderneurope.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ