Της Ξένης Φλώρου,
Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς για την εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου στα κράτη-μέλη. Η σημασία της έγκειται στη δυνατότητα των εθνικών δικαστών να ερμηνεύουν τους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, συμβάλλοντας στην αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα κράτη-μέλη έχουν καθήκον να ερμηνεύουν όλους τους κανόνες του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο στο μέτρο του δυνατού. Αυτός ο μηχανισμός απορρέει από τις αρχές της υπεροχής και της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου και από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας. Η σύμφωνη ερμηνεία δε συνιστά μέθοδο ερμηνείας του εθνικού δικαίου αλλά εκπλήρωση του καθήκοντος του κράτους-μέλους για συμμόρφωση.
Μια ιδιαίτερη έκφανση της αρχής αυτής είναι ότι σε περιπτώσεις όπου μια εθνική διάταξη μπορεί να ερμηνευθεί με περισσότερους από έναν τρόπους, ο εθνικός δικαστής οφείλει να επιλέξει την ερμηνεία που εναρμονίζεται με το ενωσιακό δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η πλήρης και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Η σύμφωνη ερμηνεία καλύπτει όλο το φάσμα του ενωσιακού δικαίου συμπεριλαμβανομένων των Συνθηκών, των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση, των κανονισμών και των οδηγιών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ευχέρεια των εθνικών δικαστών να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις ενωσιακές οδηγίες.
Η πλήρης εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ανήκει στις αρμοδιότητες των εθνικών δικαστών, όταν εκδικάζουν υποθέσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), οι εθνικοί δικαστές υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες εθνικές διατάξεις ή πρακτικές (είτε αυτές είναι νομοθετικές είτε δικαστικές είτε διοικητικές), εφόσον έρχονται σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο ή δεν επιδέχονται ερμηνεία σύμφωνη με αυτό. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η αντίθετη εθνική διάταξη είναι μεταγενέστερη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ενωσιακό δίκαιο εφαρμόζεται απευθείας, προστατεύοντας τα δικαιώματα των πολιτών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ρητή κατάργηση της εθνικής διάταξης.

Ωστόσο, αν μια εθνική διάταξη βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ερμηνεία της σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο να οδηγούσε σε contra legem ερμηνεία, τότε ο εθνικός δικαστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να επιχειρήσει σύμφωνη ερμηνεία. Παράλληλα, σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους μέλους, το οποίο μπορεί να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τους πολίτες για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου.
Επιπλέον, το ΔΕΕ έχει διαμορφώσει συγκεκριμένα κριτήρια για τον έλεγχο της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το ενωσιακό. Αυτά περιλαμβάνουν τη δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, την προτεραιότητα του ελέγχου συμβατότητας έναντι του ελέγχου συνταγματικότητας, την προσφυγή σε προσωρινή δικαστική προστασία για τη διασφάλιση των ενωσιακών δικαιωμάτων και τη μη εφαρμογή αντίθετης εθνικής διάταξης.
Οι διατάξεις των ενωσιακών οδηγιών γενικά δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, κάτι που επηρεάζει και την εφαρμογή της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, ο εθνικός δικαστής δεν έχει υποχρέωση να την εφαρμόσει, αλλά έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Ωστόσο, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το κράτος οφείλει να απέχει από τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να αναιρέσουν τους στόχους της οδηγίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, οι διατάξεις των οδηγιών μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά αυτό ισχύει μόνο στις σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτών (κάθετο αποτέλεσμα), και όχι στις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους (οριζόντιο αποτέλεσμα). Συνεπώς, οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν απευθείας μια οδηγία σε διαφορές μεταξύ τους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

Παρά το γεγονός ότι οι οδηγίες δεν παράγουν πάντα άμεσο αποτέλεσμα, το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει, μέσα από τη νομολογία του, ότι οι εθνικές διατάξεις που εισάγονται για τη μεταφορά οδηγίας θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, ακόμα και αν η οδηγία δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί πλήρως στην εθνική έννομη τάξη. Αυτό συμβαίνει όταν «τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο η υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού» όπως προκύπτει από τη νομολογία Inter-Environnement Wallonie (C-129/96).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Marleasing (C-106/89), όπου ισπανικό δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει την έννοια της «παράνομης αιτίας» βάσει του ισπανικού αστικού κώδικα. Το άρθρο 1275 του ισπανικού ΑΚ ορίζει ότι μια σύμβαση είναι άκυρη αν η αιτία της είναι παράνομη, δηλαδή αν αντιβαίνει στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η διάταξη αυτή έπρεπε να ερμηνευθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ, το οποίο όριζε περιοριστικά τους λόγους ακυρότητας. Παρόλο που η οδηγία δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί στην ισπανική νομοθεσία, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι ο εθνικός δικαστής είχε υποχρέωση να ερμηνεύσει την εθνική διάταξη υπό το πρίσμα της οδηγίας. Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας ισχύει τόσο για προγενέστερες όσο και για μεταγενέστερες εθνικές διατάξεις σε σχέση με την οδηγία.
Συμπερασματικά, η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας αποτελεί ένα κρίσιμο εργαλείο για τη διασφάλιση της συνοχής μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου, διαφυλάσσοντας την αποτελεσματικότητα των κανόνων της ΕΕ και την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Χριστιανός Βασίλειος – Παπαδοπούλου Ρεβέκκα, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021
- Παντελής Χρήστος Καρκαλέτσος, Η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου από τον εθνικό δικαστή των δημοσίων συμβάσεων, pergamos.lib.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ