16.5 C
Athens
Σάββατο, 29 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο ορισμένο και αόριστο μιας αγωγής: Oι διδαχές σύγχρονων νομολογιακών παραδειγμάτων

Το ορισμένο και αόριστο μιας αγωγής: Oι διδαχές σύγχρονων νομολογιακών παραδειγμάτων


Του Χάρη Καλπάκη,

Α. Προλεγόμενα

Η αγωγή είναι ο πυλώνας της ελληνικής έννομης τάξης που πραγματώνει τα αιτήματα των πολιτών για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.), είναι εκείνη η διαδικαστική πράξη που ενδύει τις θεωρητικές αξιώσεις του ουσιαστικού δικαίου με τα πρακτικά μέσα υλοποίησης του δικονομικού δικαίου. Συνεπώς, η τεχνική κατάρτισης ενός δικογράφου από τους σύγχρονους δικηγόρους συνιστά το κομβικότερο βήμα τους προς την επιτυχία και την ικανοποίηση των εντολέων τους.

Β. Η έννοια της αγωγής

Η αγωγή, κεντρική έννοια στην έννομη τάξη μας, εμφανίζει μία πολυσημία:

  • Στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου δηλώνει την αξίωση που έχει ένας ιδιώτης έναντι κάποιου άλλου (λ.χ. διεκδικητική αγωγή, αγωγή περί κλήρου, εννοώντας αντίστοιχα διεκδικητική αξίωση και αξίωση περί κλήρου)
  • Στο δικονομικό δίκαιο η αγωγή χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνάμα τόσο την αίτηση παροχής έννομης προστασίας και καθαυτό το ένδικο βοήθημα (άρθρο 70, 219 ΚΠολΔ), όσο και το δικόγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ως άνω αίτηση (π.χ. άρθρο 215 επ. ΚΠολΔ). Στην ανάλυσή μας, μάς ενδιαφέρει αυτή η τελευταία σημασία της λέξης.
Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: pixabay

Γ. Διακρίσεις της αγωγής

Οι αγωγές διακρίνονται τόσο με βάση το είδος του αιτούμενου δικαστική προστασία δικαιώματος (ενοχικές, εμπράγματες, κληρονομικές κτλ. αγωγές), όσο και με βάση το είδος της αιτούμενης δικαστικής προστασίας (αναγνωριστικές, καταψηφιστικές, διαπλαστικές). Μεγάλο, ωστόσο, πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση των αγωγών βάσει των ελλείψεών τους ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας. Σύμφωνα με αυτή την τελευταία διάκριση οι αγωγές κατηγοριοποιούνται σε ανυπόστατες, απαράδεκτες, νόμω και ουσία αβάσιμες και αόριστες. Συγκεκριμένα:

  1. Ανυπόστατη χαρακτηρίζεται μια αγωγή που εξωτερικά δεν πληροί καν ουσιώδεις όρους που της προσδίδουν τα συστατικά της στοιχεία. Για παράδειγμα, βάσει των άρθρων 215, 216 ΚΠολΔ η μη επιδοθείσα αγωγή ή η αγωγή που δεν περιέχει το αίτημα ή την ιστορική της βάση είναι ανυπόστατη, γιατί ακριβώς αυτά τα στοιχεία συνιστούν τους όρους του υποστατού της.
  2. Απαράδεκτη είναι η αγωγή από την οποία ελλείπουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο δικαστήριο να εισέλθει στην εξέταση του βασίμου. Τέτοιες είναι η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, η ικανότητα διαδίκου και δικαστικής παραστάσεως, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον και η μη ύπαρξη εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου. Από αυτές έχει κριθεί νομολογιακά πως η αρμοδιότητα και η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και συνεπώς δεν οδηγούν στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης αλλά σε παραπομπή της στο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 46 ΚΠολΔ) ή σε αναστολή εκδίκασης (άρθρο 222 παρ. 2 ΚΠολΔ).
  3. Αβάσιμη κατά νόμο ονομάζεται η αγωγή της οποίας το πραγματικό, όπως εκτίθεται, δε στηρίζεται στον νόμο, ήτοι δεν επιφέρει κάποια έννομη συνέπεια, ενώ αβάσιμη στην ουσία της είναι η αγωγή της οποίας αυτό το πραγματικό δεν επιβεβαιώνεται, δεν αποδεικνύεται αληθές.
  4. Αόριστη, τέλος, είναι η αγωγή της οποίας ναι μεν τα πραγματικά περιστατικά εκτίθενται, αλλά ελλιπώς ή ασαφώς, ώστε να μην είναι δυνατή κάποια βέβαιη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας.

Δ. Η αοριστία μιας αγωγής ειδικότερα

Εξετάζοντας συνδυαστικά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν τα ανωτέρω στοιχεία δεν περιέχονται στην αγωγή ή περιέχονται μεν αλλά κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο (ΟλΑΠ 18/1998).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Gerd Altmann

H Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην απόφαση 4/2024 προέβη σε μία διάκριση των ειδών αοριστίας που μπορούν να εμφανίσουν στην πράξη τα δικόγραφα και αυτά είναι η νομική και η πραγματική αοριστία. Ειδικότερα:

  1. Νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Πρόκειται για την ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, η οποία ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από την περίπτωση 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζεται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής.
  2. Αντίθετα, η πραγματική αοριστία της αγωγής, την οποία το δικαστήριο αποκαλεί ως ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης. Αυτή δημιουργεί λόγους αναίρεσης από τους περιπτώσεις 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 περ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν. Ο από το άρθρο 559 περ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.

Αυτό, όμως, που προκαλεί ενδιαφέρον εδώ είναι πως «ανεξάρτητα από το είδος της αοριστίας για να ιδρυθεί ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, πρέπει ο σχετικός με την αοριστία ισχυρισμός, που δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 1 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης». Δημιουργείται έτσι το εξής παράδοξο: Ενώ θεωρητικά στους δύο βαθμούς της πλήρους δικαιοδοσίας κατά πάγια θέση της νομολογίας η αγωγή ελέγχεται ως προς την αοριστία της αυτεπαγγέλτως, σαν όρος που αφορά τη δημόσια τάξη, για να προβληθεί αυτή αναιρετικώς στον Άρειο Πάγο, πρέπει να έχει προβληθεί από κάποιον διάδικο στους δύο άλλους βαθμούς, σαν να μην εμπίπτει στο άρθρο 562 παρ. 2 στοιχ. γ ΚΠολΔ. Αν και αντιφατική αυτή η σκέψη, υπηρετεί προφανώς την αρχή της σκοπιμότητας, προκειμένου να μην υπερφορτώνονται τα πινάκια του Αρείου Πάγου με υποθέσεις.

Μία άλλη διδαχή που μας παρέχει η νομολογία είναι το γεγονός πως η κατάφαση για το νόμω βάσιμο μιας αγωγής συνεπάγεται χωρίς άλλο κατάφαση και για το ορισμένο αυτής, όπως δέχθηκε η ΑΠ 816/2022, ακριβώς γιατί ο έλεγχος του παραδεκτού προηγείται του νόμω βασίμου.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: freepik

Ε. Αντί επιλόγου

Η αοριστία, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό πως αποτελεί ιδιάζοντα λόγο απόρριψης μιας αγωγής και εξαιτίας αυτού θεωρείται ορθότερο, αν και ανήκει στον έλεγχο του παραδεκτού, να εξετάζεται και να απαγγέλλεται χωριστά από αυτό. Η νομολογία εν πολλοίς είναι παγιωμένη ως προς το ζήτημα της αοριστίας μιας αγωγής και παρά τις τελευταίες βαρυσήμαντες αλλαγές που επέφερε ο νόμος 5134/2024 στην πολιτική δικονομία, οι νομολογιακές θέσεις ως προς τέτοια θεμελιώδη θέματα δεν αναμένεται να μεταβληθούν, τουλάχιστον σύντομα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018
  • Σπύρος Κατράμης, Πολιτική Δικονομία/Γενικό Μέρος-Απόδειξη, 5η Έκδοση, Lex Book, 2022
  • ΟλΑΠ 4/2024 «Απόφαση για τη δέσμευση περιουσιακού στοιχείου», διαθέσιμη εδώ
  • Απόφαση ΑΠ 816/2022, διαθέσιμη εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Καλπάκης
Χάρης Καλπάκης
Είναι τελειόφοιτος φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το ενδιαφέρον και την προσοχή του έχει συλλάβει ο τομέας του Ποινικού και του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πάθη του, ωστόσο, αποτελούν και η γλωσσομάθεια, η ενασχόληση με τις τέχνες σαν τη μουσική και τον χορό, όπως επίσης και ο αθλητισμός. Απώτατος στόχος του είναι να φτάσει να προασπίζεται και να εφαρμόζει τη Δικαιοσύνη όπως την ξέρει και τη μελετά, ως εισαγγελέας στο Δικαστήριο της ΕΕ.