Του Άγγελου Παυλίδη,
Το 1945 ήταν μια χρονιά στην οποία είχαν ξεκάθαρα διαμορφωθεί οι δυναμικές ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα και μπορούσε να προβλεφθεί με σαφήνεια ποια θα ήταν η έκβαση του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν ανατρέψει την κατάσταση και ωθούσαν σε αλλεπάλληλες οπισθοχωρήσεις τις δυνάμεις του Άξονα σε όλα τα μέτωπα. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι η αγριότητα των ένοπλων συγκρούσεων και οι τεράστιες απώλειες στα πεδία των μαχών θα μειώνονταν.
Όπως οι Γερμανοί στην Ευρώπη, έτσι και οι Ιάπωνες στην Ασία συνέχιζαν να υπερασπίζονται τα εδάφη τους λυσσαλέα, προσπαθώντας να προκαλέσουν το μέγιστο κόστος στον εχθρό και να αναστρέψουν την επέλασή του. Στο νησί Ίβο Τζίμα (Iwo Jima) πραγματοποιήθηκε έτσι, μία φονική μάχη μεγάλης στρατηγικής σημασίας, όπου οι Ιάπωνες προσπάθησαν να «φρενάρουν» την προέλαση των Αμερικανών προς την ηπειρωτική Ιαπωνία.

Η επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 «έβαλε» τις ΗΠΑ δυναμικά στον πόλεμο. Ακολούθησαν σφοδρές μάχες ανάμεσα στα δύο κράτη, με συγκρούσεις σε ξηρά, θάλασσα και αέρα. Όλο αυτό το διάστημα, οι αμερικανικές δυνάμεις χαρακτηρίζονταν από αφθονία σε εξοπλισμούς, καύσιμα, εφόδια και κάθε είδους έμψυχου και άψυχου υλικού. Οι νίκες σε στρατηγικά σημεία, καθώς και σε ναυμαχίες, οδήγησαν στη σοβαρή αποδυνάμωση του Ιαπωνικού στρατού, αναγκάζοντάς τον να στραφεί αποκλειστικά σε αμυντικούς σχεδιασμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αμερικάνοι θεώρησαν ότι θα αποκτούσαν εναέριο πλεονέκτημα, εάν καταλάμβαναν την Ίβο Τζίμα, ένα ηφαιστιογενές νησί μόλις 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 1.200 χιλιόμετρα μακριά από το Τόκιο, από το οποίο θα μπορούσαν να ξεκινούν αεροπορικές επιδρομές. Ο βομβαρδισμός της ηπειρωτικής Ιαπωνίας, ακόμα και της ίδιας της πρωτεύουσας της, αποτελούσε μέρος της τακτικής των ΗΠΑ ως μέσο αποδυνάμωσης του εχθρού, αλλά και ως χτύπημα στο ηθικό των αμάχων.
Ήδη το 1944, είχαν καταληφθεί τα ιαπωνικά νησιά Μαριάνα και Καρολίνες, με αποτέλεσμα να γίνονται βομβαρδιστικές επιθέσεις εντός της κύριας επικράτειας. Η Ίβο Τζίμα, ωστόσο, χρησίμευε ως κρίσιμος αμυντικός σταθμός, παρέχοντας προειδοποιήσεις για εχθρικές επιθέσεις, γεγονός που καθιστούσε την κατάληψή της ζωτικής σημασίας.
Ο στρατηγός Tadamichi Kurybayashi, που διόρισε ο ιαπωνικός στρατός για την υπεράσπιση της περιοχής, είχε αντιληφθεί τις υφιστάμενες δυναμικές και γνώριζε πως μία νίκη των Ιαπώνων ήταν πρακτικά αδύνατη. Στόχος του, όμως, ήταν να προκαλέσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήγμα στους Αμερικανούς και να τους αποθαρρύνει από το να εισβάλουν στη χώρα του. Επιστράτευσε έτσι ένα σώμα 21.060 ανδρών για να υπερασπιστούν το νησί. Το νησί, μάλιστα, διέθετε μία υπόγεια σήραγγα έντεκα μιλίων σε όλο το χώρο, που ένωνε οχυρώσεις πολυβόλων και πυροβολικού, αλλά και πολύ ανθεκτικών καταφυγίων, η χρησιμότητα των οποίων θα αναδειχθεί από την πρώτη μέρα της επίθεσης. Ταυτόχρονα, εφάρμοσε μία φαινομενικά ανορθόδοξη τακτική, στην οποία δεν τοποθέτησε τις οχυρώσεις κοντά στην παραλία για να χτυπήσει όσους αποβιβάζονται στην πιο ακάλυπτη θέση, αλλά σε πιο εσωτερικά σημεία.

Η δύναμη που είχε αναπτύξει ο αμερικανικός στρατός φανερώνει πως το διακύβευμα για τους αμυνόμενους στη συγκεκριμένη μάχη δεν ήταν ο νικητής, αλλά το πλήγμα που θα επέφεραν. Γύρω από το νησί συγκεντρώθηκαν πάνω από 500 πλοία με 17 αεροπλανοφόρα, περισσότερα από 1.000 αεροσκάφη και 110.000 στρατιώτες θα έπαιρναν μέρος στο σύνολο των απαραίτητων επιχειρήσεων, με 70.000 από αυτούς να είναι πεζοναύτες. Το δόγμα που επικρατούσε στον στρατό τον Ιαπώνων σε τέτοιου είδους μάχες εκείνης της περιόδου ήταν, πως δεν είχαν μόνο χρέος να δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα, αλλά και να σκοτώνουν τουλάχιστον δέκα αντιπάλους πριν συμβεί αυτό.
Επί τρεις ημέρες το νησί βομβαρδιζόταν ακατάπαυστα, τα θωρηκτά πλοία που κατείχαν βαριά πυροβόλα όπλα παρατάχτηκαν σε τέτοια σημεία, ώστε να πυρπολούν όλη την περιοχή ταυτόχρονα σε συνδυασμό με την αεροπορία. Πραγματικά η εικόνα η οποία δόθηκε στους Αμερικανούς έδειχνε να μην μπορούσε να επιβιώσει τίποτα από έναν τόσο σφοδρό βομβαρδισμό και η αποστολή των πεζοναυτών έμοιαζε οριακά περιττή, καθώς τίποτα δε θα μπορούσε να επιβιώσει από κάτι τέτοιο. Οι υπόγειες σήραγγες όμως αποδείχθηκαν πλήρως αποτελεσματικές με αποτέλεσμα η διαρκής σφυρηλάτηση από τις οβίδες όχι μόνο να μην φέρνει σχεδόν καμία επιτυχία, αλλά να δημιουργηθούν από αυτές κρατήρες που στη συνέχεια θα εμπόδιζαν τους επιτιθέμενους στην προέλαση, καθώς θα τους παραπλανούσαν ως προς την δύναμη πεζικού που θα είχε επιβιώσει.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1945, στις 9:00 π.μ., ξεκίνησε η απόβαση από αμερικανικά στρατεύματα χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία σοβαρή αντίσταση, κάτι που τους έκανε να νομίζουν πως οι βομβαρδισμοί διέλυσαν τις ιαπωνικές άμυνες. Έτσι, μετέφεραν πολεμοφόδια και εξοπλισμούς στην παραλία και ξεκίνησαν να προχωρούν προς το εσωτερικό του νησιού. Τότε ήταν που ο Kurybayashi εξαπόλυσε την επίθεσή του ξαφνιάζοντας τους Αμερικανούς πεζοναύτες προκαλώντας περισσότερες από 2.400 απώλειες την πρώτη ημέρα. Ενώ οι επιτιθέμενοι πίστευαν ότι χρειαζόντουσαν μόλις λίγες μέρες για την κατάκτηση του νησιού, σύντομα κατάλαβαν πως επρόκειτο για μία ιδιαίτερη μάχη που έκρυβε πολλούς κινδύνους.
Το σύστημα με τις σήραγγες που είχαν οργανώσει οι Ιάπωνες ήταν τόσο σύνθετο, που ενώ οι πεζοναύτες εξολόθρευαν μία οχύρωση και προχωρούσαν μπροστά θεωρώντας τα μετόπισθεν ασφαλείς, αμυνόμενοι στρατιώτες μέσω υπόγειων διαδρομών ανακαταλάμβαναν τις οχυρώσεις και τις ξαναχρησιμοποιούσαν. Ιαπωνικά πολυβόλα εμφανίζονταν μέσα από λαγούμια που είχαν στηθεί προκαλώντας απώλειες και ξανά εξαφανιζόντουσαν μόλις τελείωναν τον στόχο τους. Παράλληλα, πράξεις αυτοθυσίας από τραυματίες στρατιώτες, χαρακτηριστικό φαινόμενο των Ιαπώνων πολεμιστών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κόστισαν επίσης τις ζωές αρκετών στρατιωτών των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι μάχες στο νησί συνεχίστηκαν για αρκετές εβδομάδες και έμελλαν να μείνουν στην ιστορία για την αγριότητά τους, καθώς θα φτάσουν σε σημείο να διεξάγονται ακόμα και σώμα με σώμα. Στις 23 Φεβρουαρίου, θα υψωθεί στο μοναδικό ύψωμα του νησιού, στο Suribachi, μία αμερικανική σημαία και θα απαθανατιστεί στον φακό της κάμερας από τον φωτογράφο Joe Rosenthal, αποτελώντας μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες του πολέμου, αλλά και όλων των εποχών.
Στη μάχη αυτή, θα συμβεί κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του Αμερικανοϊαπωνικού πολέμου, καθώς οι αμερικανικές απώλειες θα ξεπεράσουν εκείνες των Ιαπώνων, θρηνώντας πάνω από 6.800 νεκρούς και περισσότερους από 20.000 τραυματίες. Ο αυτοκρατορικός στρατός από την άλλη θα έχει πολλούς περισσότερους νεκρούς, είναι σχεδόν το σύνολο του σώματος, εκτός από 216 στρατιώτες πολλοί από τους οποίους βρεθήκαν σε λιπόθυμη κατάσταση, αποδεικνύοντας τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν. Μία στάση αντίστασης, βέβαια, που δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επισκιάσει τα εγκλήματα έναντι εκατομμυρίων ανθρώπων που έπραξε ο ιαπωνικός στρατός στα ιμπεριαλιστικά του σχέδια.
Η μάχη θα λήξει πλήρως στις 26 Μαρτίου του 1945 διαρκώντας συνολικά 36 μέρες και από τους Αμερικανούς θα χαρακτηριστεί ως μία πύρρεια νίκη. Τα συμπεράσματα από αυτή την σύγκρουση θα βοηθήσουν στο σχεδιασμό της επέμβασης στην Οκινάουα, ενός ακόμα νησιού ύψιστης στρατηγικής σημασίας. Αλλά, η προγραμματισμένη απόβαση στην Ιαπωνία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω της ρίψης των ατομικών βομβών τον Αύγουστο του 1945.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Battle of Iwo Jima, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Battle of Iwo Jima: 80 Years Later, Lessons Learned, defense.gov, διαθέσιμο εδώ
- 75th Anniversary of the Battle of Iwo Jima, usmcmuseum.com, διαθέσιμο εδώ